Έτσι λοιπόν. Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας πολύ θεοσεβούμενος άνθρωπος που είχε τρεις κόρες τρίδυμες. Όταν μεγάλωσαν και ήρθε η ηλικία τους, τις πάντρεψε. Έδωσε την πρώτη σε έναν καλό γεωργό, τη δεύτερη σε ένα μάστορα αγγειοπλάστη και την τρίτη σε έναν άξιο ναύτη.
Έτσι λοιπόν. Ήταν μια φορά και έναν καιρό (δεν ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει πως τα παραμύθια ποτέ δεν θέλουν ένα πράγμα να συμβαίνει δυο φορές έστω και σε διαφορετικούς καιρούς), ζούσε λοιπόν ένας πολύ θεοσεβούμενος άνθρωπος που είχε τρεις κόρες τρίδυμες. Όταν μεγάλωσαν και ήρθε η ηλικία τους, τις πάντρεψε. Έδωσε την πρώτη σε έναν καλό γεωργό, τη δεύτερη σε ένα μάστορα αγγειοπλάστη και την τρίτη σε έναν άξιο ναύτη. Για τις κόρες του είχε φτιάξει σπίτια, τις καλοπροίκισε και είχε ξενοιάσει.
Ο ίδιος έφτιαξε μια καλύβα πάνω σε ένα βουνό και εκεί ζούσε. Μόνος και γαλήνιος, περνούσε τις μέρες του με όλες τις ασχολίες που έχουν οι γέροι. Ξυπνούσε νωρίς τα χαράματα και κοιτούσε τον κήπο του. Πάντα έβρισκε και καμμιά δουλειά να κάνει με τα μπαχτσεβανικά του, άλλωστε οι γέροι, και δουλειά να μην υπάρχει, πάντα βρίσκουν κάτι και σκαλίζουν με τις ώρες. Οι γέροι ζουν μισοί μέσα στο χρόνο (ας πούμε από τη μέση και πάνω) και μισοί έξω από το χρόνο (από τη μέση και κάτω, αφού συνήθως λέμε ότι κάποιος ηλικιωμένος είναι «με το ένα πόδι στον τάφο» και ποτέ «με το ένα χέρι».) Έτσι για τους γέρους ο χρόνος περνάει πολύ διαφορετικά από ό,τι για τους νέους. Και ο χρόνος για το γέρο μας περνούσε αργά και ευχάριστα. Πήγαινε τις καθημερινές στο χωριό για μικροψώνια, πιο πολύ για να δει λίγο κόσμο, τις Κυριακές έψελνε στο αριστερό στασίδι στην εκκλησία και όταν τελείωνε η λειτουργία έπαιρνε τον καφέ του στον ξενώνα μαζί με τον παπά. Όλοι τον σέβονταν έτσι που καλοπάντρεψε τα παιδιά του, έτσι που ζούσε χωρίς πολλά-πολλά και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ζητούσαν τη συμβουλή του.
Ο γέρος ένιωθε μια ευχάριστη ζεστασιά στην κοιλιά του (και λίγο πάνω από το στομάχι του) όταν σκεφτόταν πως όλοι τον υπολογίζουν. Θέλουν και τίποτα άλλο οι γέροι για να είναι χαρούμενοι;
Μια μέρα ο γέρος πεθύμησε τις κόρες του και σχεδίασε μιαν εκδρομή. Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο θα τις επισκεπτόταν όλες για να δει πώς πάνε. Πήγε πρώτα στην κόρη που είχε παντρευτεί το γεωργό. Μόλις ο γέρος μας προέβαλε από μια στροφή του χωματόδρομου, τα εγγόνια του (γιατί οι κόρες του δεν είχαν κάτσει με σταυρωμένα χέρια, καλύτερα πρέπει να πούμε «πόδια», είχαν κάνει και εγγόνια), τον είδαν λοιπόν και έτρεξαν φωνάζοντας «ήρθε, ήρθε ο Παππουλάνθρωπος». -Γιατί καλά μου παιδιά, με λέτε «παππουλάνθρωπο»; -Γιατί από τη μέση και πάνω είσαι άνθρωπος και από τη μέση και κάτω παπούλ. -Και τι είναι αυτό το «παπούλ» παιδιά μου; -Τίποτα πατέρα, πετάχτηκε η κόρη του που είχε βγει και αυτή στο δρόμο να τον προϋπαντήσει, είναι που σε αγαπάνε τα παιδιά και σου βγάζουν ονόματα. Χάρηκε ο παππούς, φίλησε τα εγγόνια του και τους έδωσε γλυκοπατάτες από τον κήπο του, να τις βράσουν ή αν θέλουν να τις βάλουν σε βάζο για να βγάλουν ρίζες και φύτρες και φύλλα. -Πώς πάει λοιπόν κόρη μου; -Άσε, πατέρα, αναδουλειές έχει ο άντρας μου ο γεωργός. Δεν έχει βρέξει ο Θεός και θα καταστραφούμε. Προσευχήσου πατέρα εσύ που σε ακούνε ο Θεός και οι Άγιοι, να ρίξει βροχή να πιει η γης και να ξαλαφρώσει ο γεωργός ο άντρας μου. Ο γέρος, που από τώρα και στο εξής θα τον λέμε Παππουλάνθρωπο και εμείς, είπε πως θα προσευχηθεί.
Και μέχρι να φτάσει στο σπίτι της δεύτερης κόρης του, αυτής που είχε πάρει μάστορα αγγειοπλάστη, προσευχόταν στο Θεό για βροχή. Τον βλέπει η δεύτερή του κόρη, καλώς τον πατέρα και σε πεθυμήσαμε. Πώς πας εσύ και η παράγκα σου στο βουνό; -Καλά κόρη μου, εσύ πως τα πας.
-Περίφημα πατέρα, καλύτερα δε γίνεται. Τώρα με τις αναβροχιές, ο άντρας μου ο αγγειοπλάστης δε χρειάζεται να ψήνει τα πήλινα πιάτα, τα αφήνει στον ήλιο και αυτά στεγνώνουνε από μόνα τους και δεν έχουμε τα έξοδα του φούρνου. Τα μοσχοπουλάμε και κάτι έχουμε βάλει στην άκρη. Τώρα πατέρα από εσένα θέλω να προσευχηθείς στον Θεό να μη βρέξει καθόλου για κανένα μήνα ακόμα, γιατί ο άντρας μου αγόρασε δυο τόνους πηλό και θα κάνει εκατοντάδες πιάτα να τα αφήσει στον ήλιο να στεγνώσουν. Αν είμαστε τυχεροί και δε βρέξει, θα κάνουμε καλά λεφτά, αν βρέξει θα χρεωθούμε τον πηλό που αγοράσαμε, δε θα ξέρουμε τι να τον κάνουμε και θα έχουμε πρόβλημα. Αν μ’ αγαπάς πατέρα, προσευχήσου στο Θεό που εσένα σε ακούει, να κάνει αναβροχιά και ήλιο.
Ο Παππουλάνθρωπος μπερδεύτηκε έτσι όπως έγιναν τα πράγματα. Υποσχέθηκε πως θα προσευχηθεί και χωρίς να πει τίποτα στη δεύτερη κόρη για την πρώτη, έφυγε. Τώρα τι να πει του Θεού; Να κάνει βροχή που θέλει η μια κόρη ή λιακάδα που θέλει η δεύτερη;
Με το φόβο μη τυχόν και η τρίτη, που είχε άντρα ναυτικό, του ζητήσει κάτι παράξενο, ο γέρος γύρισε στην καλύβα του και δεν πήγε να την επισκεφτεί. Μα η τρίτη κόρη τον πήρε το απόγευμα τηλέφωνο και του είπε. -Γιατί δεν ήρθες και σε μένα; Ο γέρος τα ψεύτισε και κάπως τα μπάλωσε λέγοντας πως τον έπιασε η μέση του.
-Λοιπόν καλά, πατέρα, καταλαβαίνω, θα έρθω εγώ να σε δω. Θέλω τη συμβουλή σου και πρέπει να τα πούμε. -Τίποτα σοβαρό, κόρη μου; -Πολύ σοβαρό πατέρα. Ένα μήνα τώρα έχει να φυσήξει βοριάς και ο άντρας μου δεν μπορεί να σαλπάρει. Μέσα στα αμπάρια του καϊκιού του έχει εμπόρευμα που πρέπει να παραδοθεί μέσα στις επόμενες μέρες ειδάλλως θα χαλάσει. Προσευχήσου πατέρα να μην κάνει βροχή γιατί τότε θα έχει νοτιά, να μην κάνει ήλιο γιατί τότε δε θα φυσάει πολύ, προσευχήσου να κάνει ο Θεός ένα βοριά, ούτε πολύ δυνατό ούτε πολύ σιγανό, να, πέντε - έξι μποφόρια, για να μπορέσει να σαλπάρει με τα πανιά ο άντρας μου.
Τότε ο Παππουλάνθρωπος έκατσε και έγραψε ένα γράμμα. Το γράμμα μετά πήγε και το έβγαλε τρεις φωτοτυπίες και έστειλε από μια σε κάθε του κόρη με το ταχυδρομείο. Η κάθε μια από αυτές, το έλαβε και διάβασε: «Θεέ μου, εγώ τόσα χρόνια είδες πόσο καλός είμαι. Αν με αγαπάς όσο αγαπώ τα παιδιά μου, θέλω τώρα μια χάρη. Για να μη λέω ψέματα, τρεις χάρες θέλω. Να κάμεις μια βροχή καλή πάνω από τα χωράφια της πρώτης κόρης μου, λιακάδα πάνω από το εργαστήρι της δεύτερής μου και από το λιμάνι και πέρα, αν έχεις την καλοσύνη, να κάμεις πέντε - έξι μποφόρ βοριά. Αυτά τα λίγα. Με αγάπη, σύντομα κοντά σου Κύριε, ο Παππουλάνθρωπος.»