Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Βυθίστηκα σε θάλασσες αγριεμένες και κύματα εκδικητικά λήστεψαν την αναπνοή μου. Μέτρησα με απελπισία το σπαρτάρισμα της καρδιάς, που ξέπνοη αναλογιζόταν τις στιγμές της, στις ριπές τις αφρισμένες του ανέμου, καθώς παραδιδόταν.
Τα χείλη μου δανείστηκαν το χρώμα του νερού κι αδέσποτες σκέψεις επιβεβαίωσαν το υγρό επικείμενο τέλος. Στις φλέβες μου φουρτούνιασε η αρμύρα του Αιγαίου και στα θολά βάθη του αποζήτησα την πληρωμή της τρικυμίας.
Μα νίκησα, για να πνιγώ μες τους στερνούς, ανωφέλετους λυγμούς των αποχωρισμών και στις αβύσσους τις θανατερές της αγάπης για πρόσωπα ακριβά που λιγοστέψαν.
Σε λιμάνια, σε σταθμούς, σε αεροδρόμια, σα ναυαγός, από την αλλόκοτη, έσχατη ματιά τους να κρατιέμαι. Και να καμώνομαι πως τη στριγγλιά της μοίρας δεν ακούω... δε θα τους ξαναδείς, δε θα τους ξαναδείς.
Σε βραδινούς γαλαξίες έψαξα τους θεούς μου και στων ανθρώπων την αποδοχή θεμελίωσα την καταξίωσή μου.
Μνημεία της ύπαρξής μου και είδωλα έστησα παντού και δε με κλόνισαν συκοφαντίες, απειλές και λοιδορίες. Στη χλεύη και στην κατακραυγή ποτέ δε γονάτισα, σε πείσμα των καιρών, ενώ προχωρούσα. Παραδόθηκα σε κλέος εφήμερο και δε φοβήθηκα την ύβρη και τους επηρμένους.
Μα, Θεέ μου, η όψη Σου αδιαμφισβήτητη μου φανερώθηκε, αιώνια, πυρίμορφη, καθάρια, ρομφαίες κραδαίνοντας και συγκατάβαση μέσα στο βλέμμα και την απαίτηση ενός παιδιού, που το χατίρι του χάλασα, και στην απαξιωτική ματιά του επαίτη, που φεύγοντας μου χρέωσε την ενοχή της ανθρωπότητας όλης.
Γιατί τίποτα δε με φόβισε περισσότερο στη ζωή, παρά η αγάπη.