Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Μεγάλωσα στην Άντισσα σε αγροτικό περιβάλλον μετά τον Β΄ Παγκόσμιο και εμφύλιο πόλεμο. Τότε που η χώρα προσπαθούσε να επουλώσει τις άπειρες πληγές της. Εποχή γλίσχρη και δύσκολη. Εποχή οικονομικής δυσπραγίας, μιζέριας, φτώχειας. Η δραχμή έβγαινε δύσκολα, δουλειές δεν υπήρχαν. Στην επαρχία ο κόσμος ζούσε με τη συναλλακτική οικονομία. Είδος με είδος. Στην Άντισσα τα πράγματα ήταν χειρότερα, αφού ο πληθυσμός της, συνολικά αγροτικός, ήταν δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με τον αγροτικό της κλήρο. Η ανέχεια οδηγούσε στην απόλυτη ένδεια και τούτη ατυχώς στην εκμετάλλευση των αδυνάτων απ’ τους «έχοντες και κατέχοντες».
Οι «αρχόντοι» του χωριού γίνονταν δυνάστες για τους χωρίς κλήρο, τους εργάτες, τους χειρώνακτες. Πολλά τα δεινά. Ένα αμαρτωλό κατάλοιπο της Τουρκοκρατίας που συνεχίστηκε και μετά (μεσοπόλεμο, μετεμφυλιακή περίοδο) ήταν η τοκογλυφία.
Μετά την Τουρκοκρατία, η αμορφωσιά, οι δεισιδαιμονίες, η φτώχεια, η τοκογλυφία, η εκμετάλλευση κάθε μορφής καταδυνάστευαν την πλειονότητα των Αντισσαίων. Κοντολογίς, ο επί Τουρκοκρατίας ραγιαδισμός, μεταλλάχθηκε σε ραγιαδισμό επί ελληνικής πολιτείας.
Έπρεπε να υπάρξει στον ορίζοντα της Άντισσας ένας φωτοδότης ήλιος ώστε να μπορέσει ο Αντισσαίος να βγει απ’ το σκοτάδι και τον ζόφο. Ο αναμορφωτής του χωριού, ο μεγάλος Γιάννης Φωτιάδης, που κατάφερε μέσα σε μια γενεά το ακατόρθωτο. Να απελευθερώσει τον Αντισσαίο απ’ το νέο-ραγιαδισμό, κάνοντάς τον να πιστέψει πως είναι ελεύθερος άνθρωπος.
Ήταν αυτός που με τα έργα του επέτυχε ο κόσμος της Άντισσας να «ανασάνει». Έργα λαμπρά, με αφετηρία την Παιδεία (Δημοτικό Σχολείο τη δεκαετία του ’30 και Γυμνάσιο-Λύκειο τη δεκαετία του ’60, λίγο πριν τον θάνατό του). Παράλληλα, το κοινοτικό κατάστημα, εγγειοβελτιωτικά έργα, αποχέτευση, ύδρευση, το τεχνητό δάσος, πλατείες, δρόμοι, κ.λπ.
Η κορωνίδα όμως της δημιουργίας του, κατά τον ίδιο, υπήρξε ο Συνεταιρισμός και το εργοστάσιό του. Σε σχετικό άρθρο μου στην «ΗΧΩ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΣΑΣ» το 1993, έγραφα: «… Σε μια από τις ατέλειωτες συζητήσεις μας ενθυμούμαι τον αλησμόνητο μέντορά μου Γ. Φωτιάδη να μου λέει με σεμνή υπερηφάνεια για το συνεταιρισμό του χωριού μας. Έταξα τον εαυτό μου στο χωριό και τους ανθρώπους του. Έκανα ό,τι μπορούσαν οι δυνάμεις μου και η καρδιά μου. Αν όμως δεν κατόρθωνα να ολοκληρώσω το Συνεταιρισμό, ίσως δεν θα είχα κάνει τίποτα για τους Αντισσαίους…».
Εκμεταλλευόμενος τις μεγάλες αγροτικές μεταρρυθμίσεις του Εθνάρχη Ελ. Βενιζέλου και κυρίως τις πολιτικές του σκαπανέως της συνεταιριστικής ιδέας Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ίδρυσε το «Γεωργοκτηνοτροφικό Συνεταιρισμό Αντίσσης», ενώνοντας υπ’ αυτόν τους παραγωγούς μας το1927. Ολοκλήρωσε δε το τιτάνιο αυτό έργο με το χτίσιμο του εργοστασίου το1949.
Έτσι οι μικροκτηματίες, οι μικροκαλλιεργητές, οι μικροτσομπάνηδες ευτύχησαν να έχουν συμπαραστάτη και αρωγό έναν γίγαντα που τους στήριζε με: πίστωση χρημάτων, προμήθεια σε ανταγωνιστικές τιμές πρώτων υλών, λιπασμάτων, φαρμάκων, ζωοτροφών κ.ά., ακόμη δε ουσιαστικότερο καλές/βέλτιστες τιμές στα προϊόντα τους, λάδι, γάλα. Τούτο παρεμβαίνοντας υπέρ και για λογαριασμό τους στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών, σε δημοπρασίες, κ.ά.
Ο συνεταιρισμός μας υπήρξε πνεύμονας ανακούφισης των Αντισσαίων αγροτών, που έτσι απέκτησαν ανθρώπινη υπόσταση. Εξαφάνισε τη φτώχεια, την τοκογλυφία, τη μιζέρια, γενικά τα δεινά τους. Το κτίσιμο, τέλος, του εργοστασίου (ελαιοτριβείο, αλευρόμυλος) επέτυχε το ως τότε αδύνατο. Να αρχίσουν οι ελιές των Τελωνίων (Άντισσας) να «λαδίζουν»!
Έγραφα, μεταξύ άλλων, στην εφημερίδα «ΑΝΤΙΣΣΑ» το 1983: «….Μια άλλη διαπίστωση του (Γ. Φωτιάδη) ήταν πως στον τομέα της ελαιοπαραγωγής η κατάσταση ήταν δραματική για τους ελαιοκαλλιεργητές του χωριού, γιατί ο κόπος τους ούτε λίγο ούτε πολύ χανόταν μέσα στα “ταγάρια” αυτών που είχαν τα λιοτρίβια. Έτσι η απόδοση της Αντισσιώτικης ελιάς την εποχή αυτή ήταν συνήθως δέκα ή ακόμη και δεκαπέντε οκάδες ελιές μία οκά λάδι -και αυτό μπουζάς σκέτος- γιατί όπως λέγαν “οι έρμες οι Τελωνιάτσες ελιές δεν λαδίζουν”...».
Με το που λειτούργησε το εργοστάσιό του, άρχισαν να «λαδίζουν» οι ελιές και τα πιθάρια των ελαιοπαραγωγών και σταμάτησαν να «λαδίζουν» τα ταγάρια των λιοτριβιών.
Ως αναφέρεται στο βιβλίο του Π. Φραγκέλλη «Η ΑΝΤΙΣΣΑ» (1995), ο συνεταιρισμός είχε 520 συνεταιριστικές μερίδες. Επειδή δε κάθε οικογένεια μπορούσε να έχει μία μόνο, σχεδόν όλο το χωριό ήταν μέλη του.
Τούτος μακροημέρευσε, παρέχοντας υψηλές υπηρεσίες για τρεις και πλέον γενεές. Κυψέλη προσφοράς. Στα 90 χρόνια του, ο μόχθος των γεωργών και κτηνοτρόφων του χωριού στο ακέραιο πια μετουσιωνόταν σε: διαβίωσή τους ανθρώπινη, σε παιδιών τους σπούδαγμα, θυγατέρων προίκες, γιων σιρμαγιές, γερόντων γεροντικά κ.ά.
Για πολλές δεκαετίες, είχε πορεία δημιουργική. Σιγά-σιγά όμως ο σωσίβιος αυτός φορέας της αντισσιώτικης αγροτιάς αδρανοποιήθηκε. Γράφω το παρόν ομολογουμένως με πόνο ψυχής. Ο συνεταιρισμός Αντίσσης, απ’ τον οποίο ως παιδί συνεταιριστή ευεργετήθηκα τα μέγιστα, σήμερα ατυχώς απαντά ουσιαστικά μόνο στα χαρτιά.
Έπαψε να παρέχει την όποια πίστωση.
Έπαψε να προμηθεύει λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ζωοτροφές, κ.λπ.
Έπαψαν να λειτουργούν το γραφείο και οι αποθήκες του.
Έπαψε να έχει το όποιο προσωπικό.
Έπαψε, το χειρότερο όλων, να έχει εκλεγμένη Διοίκηση. Έχει διορισμένη. Τελευταίο κατ’ αυτού «κτύπημα» υπήρξε το ότι η «ναυαρχίδα του», το εργοστάσιό του, την ελαιοκομική περίοδο 2016 δεν λειτούργησε. Οι συνεταιριστές του μετά από 70 χρόνια (!) αναγκάστηκαν να αλέσουν τη σοδειά τους σε ιδιωτικά ελαιοτριβεία!
Έπαψε , απλά, να υπάρχει.
Πληροφορούμαι ότι επίκεινται εκλογές ανάδειξης Δ.Σ. Εύχομαι αυτό να αποτελέσει σημείο καμπής και ανάκαμψης τού επί γενεές σωτήριου αυτού φορέα της Άντισσας. Αλλιώς, το τέλος εποχής και η διάλυσή του με μαθηματική ακρίβεια θα επέλθει αναπόδραστα.