Ανεμόμυλος. Το όνομα αυτό ως τοπωνύμιο, απαντάται σε σ’όλη την Ελληνική ύπαιθρο. Ο λόγος ότι ανέκαθεν, οι άνθρωποι για το ψωμί τους, «τον άρτο τους, τον επιούσιον», έπρεπε να έχουν αλεύρι, αλέθοντας διάφορα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, κ.λπ.). Τούτο αποτελούσε ολόκληρη διαδικασία. Η με το όνομα, άλεσμα. Στις πρωτόγονες περιόδους αυτό το έκαναν χτυπώντας τα δημητριακά μέσα σε μεγάλα γουδιά ή τρίβοντας τα, κάτω από μεγάλη σφαιροειδή πέτρα πάνω σε άλλη επίπεδη. Μετά, και πριν τα μεγάλα σχετικά τεχνολογικά βήματα με τα οποία ο άνθρωπος χρησιμοποίησε την ενέργεια του νερού ή του ανέμου (υδρόμυλοι, ανεμόμυλοι), τούτο το έκαναν χειρονακτικά, χρησιμοποιώντας χειρόμυλους. Χειρόμυλους, βρίσκεις ακόμα στα χωριά μας. Εκεί, οι κάτοικοι άλεθαν σιτάρι για να κάνουν πλιγούρι ή αρακά για να κάνουν φάβα, κ.άλ. Η πρόοδος της τεχνολογίας στο να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος τις δυνάμεις της φύσης για το άλεσμα, δημιούργησε τους υδρόμυλους και τους ανεμόμυλους. Τούτοι, κατά βάση, ήταν αλευρόμυλοι.
Για τους ανεμόμυλους της γενέτειράς μου, Άντισσας, δεν έχουμε φωτογραφίες, παραστάσεις ή άλλα στοιχεία. Όμως έχουμε τρεις συγκεκριμένες θέσεις που φέρουν το τοπωνύμιο «Ανεμόμυλος». Λαμβάνοντας υπ’όψη τη ρήση των Αρχαίων «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», βοηθιόμαστε να αντιληφθούμε, ότι έχοντας κάποιος τόπος το όνομα «ανεμόμυλος», εκεί κάποτε υπήρχε αλευρόμυλος. Ο ένας απ’τους τρείς, είναι πεντακόσια μέτρα περίπου πριν την είσοδο του χωριού, ο δεύτερος, του μοναστηριού ο μύλος, στις ανατολικές υπώρειες του Υψηλού, δίπλα στον αμαξωτό, και ο τρίτος, του Γιαλαμά ο μύλος, στη μεσοαπόσταση του δρόμου Αντίσσης - Λαψάρνων, στο λόφο πάνω απ’τα Δερφώνια.
Για τον ανεμόμυλο του χωριού έχουμε ένα ιστορικό ντοκουμέντο της ύπαρξης του. Αναφορά γι’αυτόν, κατά την απελευθέρωση της Λέσβου, το 1912. Βρισκόμαστε μια βδομάδα μετά την απελευθέρωση της Μυτιλήνης και της Νότιας Λέσβου, συγκεκριμένα στις 16 του Νοέμβρη, είκοσι δύο μέρες προ της νικηφόρας μάχης του Κλαπάδου, όταν κι ελευθερώθηκε όλο το νησί. Όλο το μήνα (8.11ου-8.12ου), αντάρτικες ομάδες Τούρκων, βασιβουζούκοι, διέτρεχαν το τμήμα του νησιού που ήταν ακόμα σκλαβωμένο και εγκληματούσαν, προπηλακίζοντας, βιαιοπραγώντας, πυρπολώντας ως και σκοτώνοντας, κ.άλ., τους ραγιάδες ακόμα κατοίκους των χωριών(Πέτρα, Μεσότοπος κ.αλ.). Μια τέτοια ομάδα ανταρτών είχε έρθει και στην Άντισσα(τότε Τελώνια). Σε σχετική ανταπόκριση του, ο «Λαϊκός Αγών» της Μυτιλήνης ανέφερε στις 18/11/1912: «…περί τούς 250 Τοῦρκοι στρατιῶται ἐθελονταί φθάσαντες προχθές ἔξωθεν τῶν Τελωνίων ἄρχισαν πυροβολοῦντες πρός τήν πλευράν τῶν κατοίκων μεθ’ ὅ ἐλθόντες εἰς τό χωρίον ἀφοῦ πρῶτον ἐπυρπόλησαν τόν αὐτόθι ἀνεμόμυλον προέβησαν εἰς φθοράς, πρός ἀνακάλυψιν δῆθεν ὅπλων σπείραντες τόν πανικόν εἰς τούς κατοίκους».
Ο μύλος αυτός μαζί με τους υδρόμυλους στη Τσίθρα και της Περιβολής παλιότερα, κάλυπταν τις σχετικές ανάγκες των κατοίκων του Κάμπου, του Γαβαθά, της Αγιά Βαρβάρας και του ιδίου του χωριού. Η θέση του, ανεμολογικά ήταν καλή, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι με τις ανεμογεννήτριες που σήμερα λειτουργούν με ιδιαίτερη επιτυχία, στη Σκαμιούδα πάνω απ’το χωριό, στοχεύοντας προς βορά βρίσκονται επ’ ευθείας. Ως προς το μύλο του μοναστηριού, λαμβάνεται υπ’ όψη, ότι το μοναστήρι Υψηλού, επί Τουρκοκρατίας, είχε μεγάλη περιουσία και εκεί διαβίωναν πολλοί μοναχοί. Το ρεπορτάζ του Ταχυδρόμου της Κωνσταντινουπόλεως του 1903 (ΛΕΣΒΙΑΚΑ, τόμος κστ΄, 2020), μας πληροφορεί: «Σήμερον η εν λόγω Μονή, ενοριακή ως είρηται ούσα υπό τον μητροπολίτην Μυτιλήνης , αριθμεί 40 - 45 πατέρας, …». Παλαιότερα, ίσως τούτοι να ήσαν περισσότεροι. Προκειμένου οι πατέρες αυτοί να έχουν τον επιούσιον τους άρτο, η Μονή είχε δημιουργήσει κοντά της το μύλο της. Η θέση του ήταν ιδιαίτερα πλεονεκτική, αφού ακόμη και σε κατάσταση πλήρους άπνοιας, εκεί πάντα υπάρχει «σαλάγισμα» τ’αγέρα.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια που άρχισαν να εγκαθίστανται στο νησί μας ανεμογεννήτριες για ηλεκτροπαραγωγή, με τα προκύψαντα ανεμομετρικά δεδομένα, έχει αποδειχθεί ότι απ’όλη την έκταση της Λέσβου, οι ιδανικές ταχύτητες ανέμου μετρήθηκαν στις περιοχές, τις δυτικότερα της Άντισσας. Δηλ. εκεί που παύει η «σκίαση» του νησιού απ’την «πτέρυγα» της Τρωάδος. Εκεί απαντούν Β-ΒΑ άνεμοι, με ταχύτητα πάνω από 9 μέτρα/δευτερόλεπτο. Ο συγκεκριμένος τόπος, «ανεμόμυλος», είναι ένα απ’ τα σημεία όπου μετρήθηκαν τέτοιες ταχύτητες. Ο μύλος αυτός ήταν μεγάλης σχετικά δυναμικότητας λαμβάνοντας υπ’ όψη τα λεγόμενα Λαψαρνιωτών γερόντων, που από παλιότερους ήξεραν ότι «όταν του Γιαλαμά ο μύλος ήταν “φορτωμένος”, περίμενες πολλές μέρες μέχρι να έρθει η σειρά σου να αλέσεις. Η λύση ήταν να φορτώσεις το σιτάρι σου στο ζώο σου, να ανεβείτε σιγά-σιγά το πλάϊ προς το Υψηλό και να φθάσεις στο μύλο του Μοναστηριού. Εκεί μπορούσες να αλέσεις εύκολα, αφού πάντα υπήρχε τράτος».
Οι δύο αυτοί μύλοι στοχεύοντας προς βορά βρίσκονται επ’ευθείας και οι θέσεις τους ήταν προνομιούχες. Τούτο, αποδείχθηκε και από τα ανεμομετρικά δεδομένα που προανέφερα. Ο μύλος του Γιαλαμά εξυπηρετούσε σχεδόν αποκλειστικά τους κατοίκους των Λαψάρνων και των γύρω εξοχών. Ο αλησμόνητος Λαψαρνιώτης συντοπίτης και φίλος Χρυσόστ.Καράβασίλης, είχε καταγράψει τους κατοίκους των Λαψάρνων, απ’το μεσοπόλεμο ως μετά τον εμφύλιο, και τούτοι αριθμούσαν 353 άτομα. Άρα, ο αλευρομύλος του Γιαλαμά, έπρεπε να καλύψει τις σχετικές ανάγκες 500 περίπου κατοίκων. Ως προς την απόδοση και την ποιότητα του παραγομένου αλεύρου, βασικό ρόλο έπαιζε η ταχύτητα του ανέμου. Στην νηνεμία τα πανιά του μύλου ακινητοποιούνταν, μέχρι να ξαναρχίσει ο βοριάς ώστε σιγά-σιγά να αρχίσουν πάλι να είναι όλα κανονικά κατά τα τότε δεδομένα. Το πότε οι αλευρόμυλοι αυτοί έπαψαν να λειτουργούν δεν μπόρεσα να μάθω, ούτε να βρω κάποιο γραπτό στοιχείο. Το μόνο που πληροφορήθηκα είναι ότι 100χρονος γέροντας έλεγε ότι δεν θυμάται την ύπαρξη του ανεμόμυλου έξω απ’ το χωριό, που συμπεραίνεται ότι μετά την προαναφερθείσα πυρπόλησή του το 1912, τούτος αχρηστεύθηκε.
Ως δεδομένο επίσης έχουμε, ότι το εργοστάσιο του συνεταιρισμού Αντίσσης εκτός του λιόμυλου διέθετε και αλευρόμυλο, που μπήκε σε λειτουργία το 1947. Τούτος ήταν ηλεκτροκίνητος μεγάλης σχετικά αποδόσεως και το παραγόμενο αλεύρι ομοιογενές χωρίς διακυμάνσεις ποιότητας. Τελειώνοντας, αναφέρεται ότι τουλάχιστο ένα ακόμη ιδιωτικό εργοστάσιο στο χωριό, διέθετε αλευρόμυλο. Η παύση της καλλιέργειας δημητριακών και στην Άντισσα, ο καταναλωτικός τρόπος ζωής -που έχει επικρατήσει σ’όλη τη χώρα-, έκαναν να μη ανάβουν πιά φούρνοι στα σπίτια για το ψωμί της φαμίλιας. Έτσι, μοιραία και οι αλευρόμυλοι (συνεταιρισμού, ιδιώτη) εγκαταλείφτηκαν.