![Emprosnet_Logo_no_background_new.png](/images/Emprosnet_Logo_no_background_new.png)
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο κόσμος γίνεται καθημερινά όλο και περισσότερο συντηρητικός: Ο πόλεμος δεν σταματά, ο Τραμπ ορκίστηκε πλανητάρχης ξανά, οι άνθρωποι υποφέρουν. Καθημερινά συναντώ στον δρόμο ανθρώπους γεμάτους νεύρα, γεμάτους θυμό. Για το φανάρι που δεν ανάβει πράσινο για τη βροχή που πέφτει, για τον ήλιο που ανατέλλει. Άνθρωποι φοβισμένοι, νυσταγμένοι, παραιτημένοι. Άνθρωποι χωρίς έρωτα στα μάτια, χωρίς κανέναν πόθο για ζωή. Κινούνται με ταχύτητα συνήθειας και ρουτίνας. Χωρίς να θυσιάζουν στη ζωή, χωρίς να τη χαίρονται ούτε να την απολαμβάνουν ως αυθύπαρκτη αξία. Στο ραδιόφωνο παίζει Μάριαν Φαίθφουλ: Σκέφτομαι να ρωτήσω τον τύπο στο ακριβό σπορ αμάξι αν τη γνωρίζει. Χαμογελάω και μόνον στην ιδέα. Θα μου πείτε: «Θα έπρεπε;» Δεν έχω ιδέα. Εγώ αυτή τη φορά.
Αλλάζω σταθμό στο καντράν. Ο εκφωνητής αναρωτιέται αν υπάρχουν ακόμα στην Ελλάδα πνευματικοί άνθρωποι. Θυμάμαι την αποδημία του Αναστάσιου. «Λιγοστεύουν» απαντώ αυθόρμητα. Δεν με ακούει. Συνεχίζει ένα βαρετό λογίδριο με αφορμή την πρόσφατη αυτοβιογραφία του Σαββόπουλου. «Είναι ο Διονύσης άνθρωπος του πνεύματος;» Δύσκολη ερώτηση. Ναι υπήρξε ταλαντούχος και το ταλέντο του το απολαμβάνουμε. Εγώ τουλάχιστον.
«Στη φοιτητριούλα που σε έχει ερωτευτεί/θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή». Υπήρξε. Ναι ήταν. Ύστερα έγραψαν ιστορία οι παρέες. Ποιος θα τον κρίνει; Γιατί να το κάνεις, όταν η μέρα είναι ηλιόλουστη, ο ουρανός φωτεινός, όταν υπάρχει αρκετή βενζίνη, καύσιμο εσωτερικό και μια φωτιά να καίει τα σωθικά σου και να σε σπρώχνει να κινείσαι προς το μέλλον; Από μαζοχιστική διάθεση δεν αλλάζω τον ραδιοφωνικό σταθμό. Με διασκεδάζουν εδώ και χρόνια αυτοί οι μονόλογοι μιας αυστηρής κριτικής, που προϋποθέτει ότι όσοι την ασκούν έχουν, τρομάρα τους, το κλειδί των απαντήσεων σε όλα τα προβλήματα της ζωής.
Ο κόσμος είναι απλός. Είναι όμορφος, κάποτε σκληρός, γίνεται φωτεινός, είναι στο χέρι σου να γίνει ερωτικός, είναι απαιτητικός, είναι ανταγωνιστικός, κερδίζει όποιος αναπνέει πιο γρήγορα, όποιος ρουφά μεγάλες ανάσες ζωογόνου αέρα και προλαβαίνει να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να την απολαύσει. Χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς υποταγή στα στερεότυπα. Είναι μυστικό. «Αδράξτε τη μέρα, παιδιά»! Ανεβάζω ταχύτητα, ο δρόμος γίνεται φιδίσιος, περνά μέσα από ακριβές γειτονιές και δεντροφυτεμένες πρασιές! Ύστερα ανηφορίζει, φτάνω σε ένα άπλωμα, σταματώ, φοράω γυαλιά και κοιτάζω τη θάλασσα χωρίς να μπορώ να τη χορτάσω.
Πού πήγαν οι πνευματικοί άνθρωποι λοιπόν; Στο βιβλιοπωλείο. Αυτή τη στιγμή στέκονται στο ταμείο και περιμένουν ουρά να πληρώσουν το βιβλίο του Διονύση. «Ας κρατήσουν οι χοροί», ας είναι μεγάλες οι ουρές, γεμάτα τα ταμεία των βιβλιοπωλείων. Γελάω όσο τα σκέφτομαι όλα αυτά. «Σπιθαμιαίοι άνθρωποι, δοκησίσοφοι, λαοπλάνοι». Γελάω τώρα δυνατά. Νομίζω ότι χρειάζεται να κάνουν μερικά σεμινάρια αισθησιασμού και καλαισθησίας στους παραγωγούς του έντεχνου τραγουδιού. Από τότε που δούλευα στο έντεχνο ραδιόφωνο το πιστεύω. Τι σαχλαμάρες είναι αυτές; «Σπιθαμιαίοι άνθρωποι!» Σοβαρά τώρα; Αυτό δεν είναι λίγο ρατσιστικό; Πολύ του αποκλεισμού; Κάνουμε διακρίσεις στον λόγο ανάλογα με το φυσικό ανάστημα και έχουμε το θράσος και να κατακρίνουμε ανερυθρίαστα τους άλλους;
Η θάλασσα με προκαλεί. Αφήνω το ύψωμα και οδηγώ ως την παραλία. Παρκάρω και κατεβαίνω δίπλα της, κάθομαι στα φύκια και την κοιτάζω: Η εποχή μας έχει γίνει πολύ δύσκολη μετά τον κορονοϊό. Αρχίζω πια να το παραδέχομαι, να το καταλαβαίνω. Κάτι έχει αλλάξει. Στην ψυχολογία και στον εσωτερικό κόσμο των περισσότερων. Φόβος; Ανασφάλεια; Αγαμία; Δυστοκία; Στέρηση στοιχειωδών ή έστω βασικών αγαθών; Ζωή χωρίς στόχους; Μέρες χωρίς έρωτα; Μεγάλη εξάρτηση από τα κοινωνικά δίκτυα; Άφταστα πρότυπα; Κόμπλεξ; Αγωνίες; Απωθημένα; Καλά έφτασαν πέντε μήνες κλεισούρας, για να μας γεννήσουν τόσα κοινωνικά αυτοάνοσα; Τα κυοφορούσαμε και δεν το ξέραμε. Με τον κορονοϊό ξέσπασε όλο το σύνδρομο της κρίσης, λες και βρήκε τη διέξοδο ο θυμός, η απόγνωση και ξεχύθηκαν στις ζωές μας από το κουτί της Πανδώρας. Μυρίζω τον θαλασσινό αέρα. Η ελπίδα είναι έξω κι αυτή. Αντέχουμε ακόμη!