Λιγνίτης, ο δυναμικός ενεργειακό μας πόρος, που για μια φορά ακόμη καλείται να σώσει τη χώρα

01/05/2022 - 17:00

Η φετινή Άνοιξη, Άνοιξη δεν ήταν. Ένας μπουχός παγκόσμιας αναταραχής από την εισβολή της Ρωσίας στην μαρτυρική Ουκρανία. Του πολέμου, καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Ενός πολέμου που γίνεται στη γειτονιά μας. Στην Ευρώπη. Και πότε; Μετά, 77 χρόνια παρατεταμένης περιόδου ειρήνης, απ’τον Μάιο του 1945, που συνετρίβησαν οριστικά οι εθνοσοσιαλιστικές χιτλερικές ορδές. Οι συνέπιες του, άπειρες. Όχι μόνο για τους αμυνόμενους αλλά και τους επιτιθέμενους. Σ’ένα απάνθρωπο και ατέλειωτο πόλεμο. Πέραν, της απώλειας αναρίθμητων ανθρωπίνων ζωών (ένθεν, κακείθεν), των υλικών καταστροφών και του ξεριζωμού πληθυσμών της Ουκρανίας, πρώτη και τεράστια παράπλευρη έμμεση απώλεια, η διατάραξη της παγκόσμιας οικονομίας. Άμεση δε, κυρίως για την Ευρώπη, αυτή της ενέργειας. Με δεδομένο ότι η Ευρώπη κατά ~40% ήταν εξαρτημένη απ’το Φυσικό Αέριο(Φ.Α.) της Ρωσίας, με τον πόλεμο αυτόν διαταράχθηκε άμεσα ο ενεργειακός της εφοδιασμός. Με το που έπεσε η πρώτη τουφεκιά στα ΟυκρανοΡωσικά σύνορα την 24 Φεβρουαρίου, η ασφάλεια εφοδιασμού και η απρόσκοπτη εφοδιαστική διαδικασία της Ευρώπης διαταράχθηκε, και οι τιμές του Φ.Α. άρχισαν να καλπάζουν. Φυσικά και για τη χώρα μας, που εξαρτάτο κι αυτή ενεργειακά κατά ~40% εκ των εισαγωγών Φ.Α. απ’τη Ρωσία, συνέβη το ίδιο. 

Τούτο ατυχώς, ήταν απότοκος της κοντόφθαλμης εθνικής ενεργειακής πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια, της με κάθε τρόπο επιδίωξης μετατροπής της χώρας, σε ενεργειακά «πράσινη». Με την κατά το δυνατό μεγιστοποίηση της χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και παράλληλα με κάθε τρόπο, απολιγνιτοποίηση της. Κατά τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ το μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή για σειρά ετών ως το 2012, κυμαινόταν γύρω στο 60%. Ως το 2015 τούτο “βούτηξε” στο ~30% όπου και κυμάνθηκε ως το 2018, για να πέσει από τότε, στο ~7% ως την 24/2/2022. Αυτά δε, διότι ενώ κατά τις σχετικές δεσμεύσεις της χώρας προς την Ε.Ε. τούτο θα γινόταν ως το 2029, η σημερινή Κυβέρνηση το επιτάχυνε κατά 10 χρόνια. Τούτο, λίγο μετά την εκλογή του Κυρ.Μητσοτάκη, το 2019, δια της ανακοινώσεως, του σχεδίου απολιγνιτοποίησης της Ελλάδας, μάλιστα, στο πλέον επίσημο βήμα της Υφηλίου, αυτό του ΟΗΕ, απ’τα χείλη του πρωθυπουργού, του ίδιου. (Άξιο προσοχής το ό,τι, η Γερμανία μπορεί να χρησιμοποιεί τα ορυκτά της καύσιμα ως το 2038, η δε Πολωνία, ως το 2049!). Έκτοτε, επήλθε απίσχναση του μεριδίου του λιγνίτη από ~30% το 2018, στο ~7% ως προελέχθη. Δηλ. πτώση κατά 23% στα τρία τελευταία χρόνια! Τελικά, τούτο επιβλήθηκε και θεσμικά απ’την Κυβέρνηση Μητσοτάκη, με την ψήφιση του νόμου 4872/2021-ΦΕΚ247/Α, περί απολιγνιτοποιήσεως τον περασμένο Δεκέμβριο. Άσχετα κι αν το ΤΕΕ είχε προειδοποιήσει επανειλημμένα την Πολιτεία απ’τη δεκαετία του 2000, ότι η εγκατάλειψη του πολύτιμου εθνικού μας ενεργειακού πόρου, λιγνίτη, δημιουργεί μέγιστα προβλήματα στην ασφάλεια εφοδιασμού ενέργειας της χώρας. Ας σημειωθεί, ότι το μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή της, ήταν 75-80% τη δεκαετία του ’80, καθιστώντας αυτήν, ηλεκτρενεργειακά, ουσιαστικά αυτάρκη (κατά 10-15% συμμετείχαν οι εντόπιες υδατοπτώσεις).  

Δυστυχώς τα τραγικά γεγονότα στην Ουκρανία αποτέλεσαν τη Λυδία λίθο, για το ενεργειακό εφοδιασμό της Ελλάδας, καταδεικνύοντας του λόγου το αληθές.  

Με δεδομένο την βαθειά σχετική γνώση μου, ως επί είκοσι τόσα χρόνια μέλος/επιμελητής της Μόνιμης Επιτροπής Ενέργειας του ΤΕΕ, αλλά και ως πρώην Πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Μεταλλειολόγων-Μεταλλουργών Μηχανικών, συνέταξα και πρωτοκόλλησα στο γραφείο του Πρωθυπουργού, την 1η Μαρτίου 2022, έγγραφο μου με τίτλο «Ο εντόπιος Λιγνίτης, ο Άτλας που σήκωσε στους ώμους του, την ανάπτυξη της Ελλάδας, καλείται και σήμερα να την σώσει τους τραγικούς αυτούς καιρούς, τους εκ της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία».  

Τούτο έπραξα, την πρώτη εβδομάδα του πολέμου, παρακολουθώντας την κατάσταση πανικού που επικρατούσε στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας και όχι μόνο.  

Ανέφερα αρχικά, τον ρόλο του λιγνίτη στην ανάπτυξη της χώρας, τονίζοντας: «Εκείνο το οποίο υπήρξε γενικώς παραδεκτό από όλους τους φορείς τους σχετικούς με την ανάπτυξη της χώρας, τοπικούς και διεθνείς, και τις αντίστοιχες συντεταγμένες υπηρεσίες, ήταν, ότι η οικονομική ανάπτυξη της, υπήρξε ευθεία συνάρτηση, της δια του εντοπίου λιγνίτη ηλεκτροπαργαγωγής, αφ’ ότου ιδρύθηκε η ΔΕΗ την δεκαετία του ’50. Ο ρόλος του λιγνίτη για την Ελλάδα, υπήρξε αντίστοιχος του λιθάνθρακος για την Γερμανία».  

Συνέχιζα, λέγοντας ότι τη δεκαετία ’80-’90 σε βάση εθνικής πολιτικής, εισήχθη στη χώρα το Φ.Α. Τούτο για να αντικατασταθούν τα δραχμοβόρα θερμικά φορτία της βιομηχανίας και του οικιακού-εμπορικού τομέα (βράσιμο νερού, μαγείρεμα, θερμοσίφωνας κ.άλ.) που ως τότε, χρησιμοποιούσαν πολύτιμο ηλεκτρισμό. 

Ατυχώς, λόγω της αποβιομηχάνισης εκ της παγκοσμιοποιήσεως, αλλά και της πολύ αργής διεισδύσεώς του, στον οικιακό-εμπορικό τομέα, αναγκαστήκαμε την βάσει μακροχρονίων συμβολαίων ποσότητα Φ.Α. ανά χρόνο, να την καίμε για ηλεκτροπαραγωγή. Έτσι έχουμε σήμερα πέντε τέτοια εργοστάσια στη χώρα (Κομοτηνή, Θεσσαλονίκη, Λαύριο, Θίσβη, Μεγαλόπολη).  

Δηλ. τοιουτοτρόπως την ηλεκτρενεργειακή αυτάρκεια της χώρας μας των τελευταίων ετών του 20ου αιώνα, συνειδητά την μετατρέψαμε, με άκρατο μεταπρατισμό, σε πλήρη ενεργειακή εξάρτηση, καταβάλλοντας μάλιστα πολύτιμο συνάλλαγμα πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο για την αγορά του Φ.Α. Πλέον αυτού, βεβαίως, θα πρέπει να τονισθεί, η απώλεια των χιλιάδων θέσεων εργασίας συμπατριωτών μας, που δούλευαν στα διάφορα λιγνιτωρυχεία (ΔΕΗ, ιδιωτών). Το μερίδιο του Φ.Α. στην ηλεκτροπαραγωγή που το 2004 καταλάμβανε ένα 15,2%, το 2017 δηλ. μόλις σε 13 χρόνια διπλασιάσθηκε, 29,5%. 

Προσέθετα ακόμη, στο προαναφερθέν έγγραφό μου «Ο εθνικός αυτός ανεκτίμητος ορυκτός πόρος, δαιμονοποιήθηκε για περιβαλλοντικούς λόγους, παρ’ όλο ότι και το Φ.Α. που εν πολλοίς υποκατέστησε αυτόν, έχει κι’ αυτό αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και με τίποτα δεν μπορεί να ταξινομηθεί στις ΑΠΕ του μηδενικού περιβαλλοντικού αποτελέσματος ενεργειακούς πόρους». 

Υπόγραμιζα δε: 

«Η μη χρησιμοποίηση του λιγνίτη εκ πολιτικών λόγων οδηγεί μοιραία σε παντελή απαξίωση, του τεράστιου αυτού οικονομικού πόρου, αξίας 60 - 70 δισεκατομμυρίων ευρώ. Δηλαδή ο Λιγνίτη μας "χωματοποιείται", γιατί εν γνώσει μας τον αφήνουμε ανεκμετάλλευτο και έτσι αυτός αποκτά απλά την αξία του χώματος>>. Χωματοποίηση, ως αποτέλεσμα της δαιμονοποίησης του για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος. Τούτο όταν οι εξ αυτού ενέργεια για τη χώρα μας είναι μόνο 40 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες/έτος, ενώ ήταν, για: ΗΠΑ ~ 2.000 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες, Κίνα ~ 1.100 , Ινδία ~ 450, Γερμανία ~ 300, Ιαπωνία ~ 240, Αυστραλία ~ 170, Ρωσία ~ 165, κ.ο.κ. που καίνε τα δικά τους στερεά καύσιμα (τα στοιχεία αυτά του 2010, ελάχιστα θα έχουν διαφοροποιηθεί σήμερα). Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η Κίνα κάθε χρόνο βάζει στο ηλεκτρικό της σύστημα μία Ενεργαιακή Ελλάδα (13.000 MW).  

Έκλεινα το έγγραφό μου αυτό γράφοντας: 

«Αξιότιμε Κύριε Πρόεδρε 

Δώστε την εντολή να αρχίσουν να λειτουργούν πάλι οι λιγνιτικές αυτές μονάδες που πολλαπλώς θα υπάρξουν ευεργετικές στη χώρα, τόσο στον τομέα της ασφαλείας εφοδιασμού ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και περιστολής εξαγωγής πολυτίμου συναλλάγματος. 

Ο θυμόσοφος λαός μας λέει «ο βιός στη βιά μου». Και το μεν της βιά μας το θέμα μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία δεν χρήζει περαιτέρω αναλύσεως. Το δε του βιού μας η διαθεσιμότητα είναι τεράστια, ίση προς 7.500.000.000 τόνους και αξίας 60-70 δισεκατομμύρια Ευρώ. (Προς σύγκριση, λάβετε υπ’ όψη σας ότι από το 1950 ως το 2010 η αναλωθείσα ποσότητα λιγνίτη ήταν της τάξεως μεγέθους των 1.500.000.000 τόνων). 

Ας μείνει στην άκρη, ως να λήξει η κρίση του πολέμου αυτού, η βιαία «απολιγνιτοποίηση». 

Αξιοπρόσεκτο υπήρξε, το από τον Φρανς Τίμερμανς, τον επίτροπο για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, λεχθέν στις 7 Μαρτίου, (μια εβδομάδα μετά το έγγραφό μου) αναφορικά με τη χρήση στερεών καυσίμων, λεχθέν: «Δεν υπάρχει κανένα ταμπού σ’ αυτή την έκτακτη κατάσταση».  

Την ίδια δε μέρα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, στο μίγμα παραγωγής ρεύματος η λιγνιτική παραγωγή είχε αυξηθεί στο 19,83%, από 7% κατά μέσο όρο τον Φεβρουάριο.  

Τέλος, κατά το πρόσφατο αναθεωρημένο ετήσιο πλάνο εξόρυξης της ΔΕΗ, η παραγωγή λιγνίτη από τα 10,5 εκατομ. τόνους το 2021, αυξάνεται στα 15,00 εκατομ., το 2022.  

Όταν η ζωή διαψεύδει τις κάθε μορφής «ασκήσεις επί χάρτου», τότε το «ανάγκα και Θεοί πείθονται», επιβάλλει τα δικά του “θέλω”. 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey