![Emprosnet_Logo_no_background_new.png](/images/Emprosnet_Logo_no_background_new.png)
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Σε ένα μεγάλο βαθμό, σήμερα, έχουν ατονήσει οι πελατειακοί δεσμοί των κομμάτων με την πλειονότητα των πολιτών, οι οποίοι, ιστορικά, δημιουργούνταν -κυρίως- ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας και τους πολίτες-οπαδούς του κόμματος. Όσοι πελατειακοί δεσμοί επιβιώνουν ακόμα περιορίζονται ανάμεσα στην κομματική νομενκλατούρα, δηλαδή στην ηγετική ομάδα και ένα, μικρό ή μεγάλο, στελεχιακό δυναμικό.
Παράλληλα, έχουν ατονήσει -εάν υπήρχαν πραγματικά- οι ιδεολογικοί δεσμοί που συνέδεαν παλιότερα τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους με την Δεξιά, την Αριστερά ή το Κέντρο. Και, επίσης, έχει περιοριστεί το είδος των φανατικά αφοσιωμένων στους ηγέτες τους, όπως συνέβαινε παλιότερα με τους Παπανδρεϊκούς, Καραμανλικούς κ.λπ.
Και αφού έχουν περιοριστεί και τείνουν να εκλείψουν οι παράγοντες εκείνοι που συγκροτούσαν, παλιότερα, το σταθερό οπαδικό σύνολο των πολιτών-ψηφοφόρων ενός κόμματος, ποια είναι, σήμερα, τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να δημιουργήσουν μια σχέση εμπιστοσύνης προς το Α ή Β κόμμα;
Καταρχάς, πρέπει να επισημάνουμε ότι ένα σημαντικό ποσοστό, που πολλές φορές φτάνει το 50%, έχει άρει την εμπιστοσύνη του, γενικά, στο πολιτικό σύστημα και έχει αποστασιοποιηθεί από οποιαδήποτε συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες.
Υπάρχει, επίσης, ένα ποσοστό πολιτών, το οποίο συμμετέχει στην εκλογική διαδικασία, προκειμένου να εκφράσει την διαμαρτυρία του προς το υπάρχον πολιτικό σύστημα και ειδικότερα προς τα κόμματα που εκπροσωπούν αυτό το σύστημα -τα λεγόμενα «συστημικά»- ψηφίζοντας μικρά και νεοφανή κόμματα «διαμαρτυρίας».
Και, βέβαια, υπάρχει και εκείνο το ποσοστό των πολιτών -που αποτελεί την κρίσιμη δύναμη για την ομαλή δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος- που επιλέγει ως περισσότερο αξιόπιστο κάποιο κόμμα και προσδοκά από την πολιτική που θα εφαρμόσει ως κυβέρνηση την ικανοποίηση των προσωπικών συμφερόντων τους και -στην καλύτερη περίπτωση- την ικανοποίηση του γενικότερου συμφέροντος της κοινωνίας.
Και σε αυτή την κατηγορία των πολιτών υπάρχουν δυο υποκατηγορίες: αυτοί που λειτουργούν με βάση το τι δεν θέλουν και λιγότερο με βάση αυτό που θέλουν, καταδικάζουν, δηλαδή, το κόμμα της απαρέσκειάς τους, επιλέγοντας το αντίθετό του, το αντιπολιτευόμενο προς αυτό κόμμα και εκείνοι, οι οποίοι αναζητούν το «βέλτιστον» με βάση τα πολιτικά πρότυπα που έχουν στο μυαλό τους, ως κεκτημένο της παιδείας ή της συσσωρευμένης εμπειρικής γνώσης που διαθέτουν.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, εκείνο που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι η ρευστότητα και η αστάθεια ενός σημαντικού ποσοστού του εκλογικού σώματος, κυρίως όσον αφορά τα «κόμματα εξουσίας».
Η επιλογή του Α ή Β κόμματος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: μεγαλύτερη σημασία από την ιδεολογική ταυτότητα του κόμματος έχει, σήμερα, η ρεαλιστική προσέγγιση που κάνει ένα κόμμα εξουσίας αναφορικά με την λύση των υπαρκτών προβλημάτων που απασχολούν την κοινωνία, καθώς και η βασιμότητα της προοπτικής για την ικανοποίηση του προσωπικού ή συλλογικού συμφέροντος που θα προκύψει από την εφαρμογή αυτών των λύσεων.
Εάν θέλουμε τώρα, με βάση τις παραπάνω γενικές διαπιστώσεις, να διακινδυνεύσουμε κάποιες προβλέψεις για την διαμόρφωση στην χώρα μας των πολιτικών δυνάμεων, μέσα στα χρονικά πλαίσια της τρέχουσας τετραετούς κυβερνητικής θητείας, θα λέγαμε τα εξής: το κρίσιμο στοίχημα για την διατήρηση της λαϊκής εμπιστοσύνης που κέρδισε το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι εάν θα επιτύχει, στα χρονικά όρια της πρώτης κυβερνητικής θητείας του, να απαλλάξει τον ελληνικό λαό από τα επαχθέστερα μέτρα της προηγούμενης περιόδου και να επιτύχει την παραγωγή συγκεκριμένων αποτελεσμάτων που βελτιώνουν το επίπεδο της ζωής των πολιτών. Και ακόμα να πείσει για την αποτελεσματική συνέχεια και ολοκλήρωση της αναγεννητικής προσπάθειας προς όφελος όλων των Ελλήνων.
Όσον αφορά το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, πρωτίστως πρέπει να πείσει ότι άλλαξε, που σημαίνει ότι απέβαλε τον λαϊκίστικο και δημαγωγικό χαρακτήρα του. Ότι μπορεί να πολιτεύεται -και να αντιπολιτεύεται- ως σοβαρό και υπεύθυνο κοινοβουλευτικό κόμμα και όχι ως κόμμα διαμαρτυρίας, ρόλο που μπορούν να ασκούν, χωρίς το βάρος του κυβερνητικού παρελθόντος τους, τα άλλα μικρότερα κόμματα. Και ακόμα πρέπει να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει στον ελληνικό λαό μια νέα κυβερνητική πρόταση, περισσότερο ρεαλιστική και επωφελέστερη -από αυτή του Κυρ. Μητσοτάκη- για ολόκληρη την κοινωνία.
Οι προοπτικές για την ενίσχυση της πολιτικής δύναμης του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ είναι μάλλον δυσοίωνες. Το πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα έχει χάσει το πλεονέκτημα του κόμματος εξουσίας, με το οποίο υποσχόταν την ικανοποίηση ιδεολογικών πεποιθήσεων ή και προσωπικών φιλοδοξιών και συμφερόντων. Το ιδεολόγημα των «ίσων αποστάσεων» και η υπόσχεση για την άσκηση υπεύθυνης και δημιουργικής αντιπολίτευσης, αφενός, εμπεδώνει την θέση του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στην Αντιπολίτευση, όπου συνωθούνται και άλλα μικρότερα κόμματα, και αφετέρου, διευκολύνει την διαρροή στελεχών και «Κεντροαριστερών» πολιτών προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θεωρείται αυθεντικότερη αντιπολιτευτική δύναμη και «εν δυνάμει» επόμενη κυβέρνηση.
Υπάρχει πιθανότητα να αναστραφεί η πορεία περαιτέρω εκφυλισμού και συρρίκνωσης του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ;
Ίσως. Εάν τολμήσει επαναστατικές αλλαγές στην δομή και λειτουργία του. Εάν επεξεργαστεί μια νέα και πειστική πρόταση διακυβέρνησης της χώρας. Εάν προβάλλει την ανάγκη της ευρείας κυβερνητικής σύμπραξης, προτάσσοντας συγκεκριμένες προγραμματικές θέσεις (και πάντως όχι γενικόλογες και ασαφείς διακηρύξεις).
Και το σημαντικότερο: όταν μπορέσει να υπερβεί την εποχή… «των ειδώλων» και των «οικογενειακών κειμηλίων» και επιλέξει ως αρχηγό μια προσωπικότητα που θα έρχεται από το… μέλλον και θα μπορεί να εμπνεύσει και να χαράξει τον δρόμο για την νέα εποχή, η οποία έχει, προ πολλού, ξεκινήσει!