Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Αποκοιμηθήκαμε φίλοι μου σε έναν κόσμο και ξυπνήσαμε σε έναν άλλο.
Ξαφνικά μίκρανε. Το Παρίσι δεν είναι πια η πόλη η ρομαντική με το «Μουλέν Ρουζ», η Νέα Υόρκη με το φημισμένο Ροκφέλερ Σέντερ φαίνονται νεκρά, θυμίζει 11 του Σεπτέμβρη, το Κινέζικο τείχος έπαψε να είναι φρούριο και η Μέκκα είναι άδεια.
Οι αγκαλιές και τα φιλιά ξαφνικά γίνανε όπλα επίθεσης και το να μην πηγαίνουμε στους γονιούς και φίλους μας ακούγεται σαν πράξη αγάπης.
Κι εμείς εδώ στη δυτικιά την άκρα της λεβεντογένας, στον κόσμο μας το μικρό, στο Κισαμίτικο Καστέλι, εμείς που στέκαμε στο πλευρό όσο μας ήτανε μπορετό, στο πλευρό λέω των αναξιοπαθούντων, των φιλοξενουμένων στην κοιτίδα αγάπης και πολιτισμού, στο Αννουσάκειο, οι λεγόμενοι «φίλοι του Αννουσάκειου» ξαφνικά κι εμείς πονέσαμε, δεν πηγαίνουμε, και δείχνουμε την αγάπη μας αλλιώτικα. Μόναχα με τις προσευχές μας και με τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Παράξενο, μα επιβεβλημένο. Παραμένουμε στα σπίτια μας, δεν πάμε να τους αγγίξουμε το χέρι, να χαμογελάσουμε, να χαμογελάσουν κι εκείνοι οι άμοιροι. Όχι. Όχι γιατί τους αγαπάμε. Τους φροντίζουμε με τούτο το μοναδικό για τη στιγμή φάρμακο. Μακριά, μην πα και τους μεταφέρουμε, Θεέ μου φύλαγε, τον κορονοϊό ετούτον τον θανατηφόρο.
Βλέπουμε τραγουδιστές, ηθοποιούς και φημισμένους αθλητές να είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους, υπουργούς, διανοούμενους, καθηγητάδες και μαθητούδια γινήκαμε όλοι ένα, μείναμε αξύριστοι πολλές μέρες ασουβάντιστοι οι αστέρες του πενταγράμμου και παίζουνε με τα παιδιά τους. Φιλιωθήκαμε πιότερο, πάψανε λογομαχίες κι ανταγωνισμοί και πασκίζουμε όλοι μαζί, ναι, τούτο το μάθαμε καλά, όλοι μαζί πασκίζουμε να προασπίσουμε το μοναδικό αγαθό που έχει πια αξία, την υγεία μας.
Χωρίς πανικό, χωρίς άγχος και ψευδαισθήσεις μα με ψυχραιμία και ήρεμοι, με υπομονή, μέχρι να μας πούνε αυτοί οι θαυμάσιοι άνθρωποι που αγωνίζονται νύχτα και μέρα για τους αρρώστους μα και τους υγιείς, μέχρι, λέω, να μας πούνε πως μπορούμε να βγαίνουμε δειλά-δειλά από τα σπίτια μας να ξαναστρώσουμε τις δουλειές μας.
Άλλαξαν όλα. Μπορούσαμε να φανταστούμε, φίλοι μου, πως θα κάναμε Ανάσταση με την οικογένειά μας στο σπίτι; Όμως πρέπει. Όμως αυτό θα γίνει. Με κόκκινα αυγά, τσουρέκια και Πασχαλιάτικα πλούσια εδέσματα. Όχι τραπεζώματα, σούβλες και πανηγύρια γιορταστικά. Τα ξεχνάμε προσωρινά. Προέχει να θωρακίσουμε την υγεία μας, και τότε, μόνο τότε, θα τα απολαύσουμε αργότερα.
Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε όλοι, κι αυτοί ακόμα οι αλαζόνες, ότι τα αξιώματα, η ομορφιά και τα χρήματα, είναι άχρηστα και δεν μπορούν να μας τροφοδοτήσουν με το οξυγόνο για το οποίο αγωνιζόμαστε.
Χάσανε την αξία τους όλα. Μόνο ένα μένει στα χέρια μας που πρέπει να το προστατέψουμε. Η υγεία μας. Αυτήν που πολλοί περιφρονούσαν ή παραμελούσανε.
Βγες στο παραθύρι φίλε μου, η θάλασσα στραφταλίζει γαληνεμένη ή και φουρτουνιασμένη, ο ήλιος στο αιώνιο δρομολόγιό του δεν λοξοδρομεί, μόνο μας βλέπει κι απορεί. Τα βουνά, οι πλαγιές κι οι κάμποι φχαριστούνε το Θεό που έφερε την Άνοιξη, γιορτάζουνε, ντυθήκανε τις καλές πράσινες και πολύχρωμες φορεσιές να την καλωσορίσουνε.
Ο ουρανός πιο γαλανός μετά τη βροχή, φαίνεται ευχαριστημένος, ζεσταίνεται τη μέρα, πλημμυρίζει αστέρια που τρεμοπαίζουνε τη νύχτα και το φεγγάρι μια μεγαλώνει και γίνεται ασημένιος δίσκος και μια μικραίνει χάνεται και νιόβγαλτο αρχινάει να ξαναμεγαλώνει αιώνια τώρα.
Βλέπεις φίλε μου; Τίποτα δεν άλλαξε στη γη με την κλεισούρα μας στο κλουβί.
Ίσα, ίσα λένε πως είναι όλο το περιβάλλον πιο καθαρό τούτο το διάστημα γιατί κόπασε ο ανελέητος πόλεμος που του κήρυξε ο άθρωπος και το έχει τραυματίσει επικίνδυνα
Γι αυτό χαμογελάει η φύση ολάκερη και προσμένει. Μας προσμένει να βγούμε όξω να πάρουμε οξυγόνο μπόλικο και να μας διδάξει πως είναι ένας καλός οικοδεσπότης και μας καλοδέχεται στο αρχοντικό του, στον κόσμο ετούτο που απολαμβάνουμε. Και σαν καλός οικοδεσπότης, μας προσφέρει άφθονα τα αγαθά του και μας ψιθυρίζει. Ένα ψίθυρο που γίνεται βουή κι απειλή και μας λέει.
«Βλέπετε επισκέπτες μου; Δεν σας έχω ανάγκη για να υπάρχω λαμπερή. Μην ξεχνάτε, πως είστε φιλοξενούμενοί μου και όχι αφέντες μου.»
Κι εσείς αγαπημένοι μας φίλοι, αγαπημένοι μας παππούδες και γιαγιάδες που καρτερικά παραμένετε ασφαλείς στο φιλόξενο Αννουσάκειο, μην ξεχνάτε, πως ο Θεός κι οι άγρυπνοι φρουροί σας, από τον Σεβασμιότατο, τον διευθυντή, ως τον τελευταίο (αν και δεν υπάρχει πρώτος και τελευταίος) εργάτη εκεί μέσα, ένα σκοπό έχουν. Τη δικιά σας και τη δικιά τους υγεία να προστατέψουνε. Να είσαστε ήσυχοι.
Κι άμα οι επιστήμονες κι οι υπεύθυνοι για τη χώρα και την υγεία μας το επιτρέψουν, θα βγούμε. Και θα έρθουμε πάντα με προσοχή να σας δούμε, να χαρείτε, γιατί ξέρω μας αναζητάτε, μα να χαρούμε κι εμείς, γιατί κι εμείς σας αναζητάμε με σεβασμό κι αγάπη.
Ως τότε μια μαντινάδα του φίλου μου του Μιχάλη του Μελισσιανού σας λέω.
Δεν το περίμενα ποτέ
πως μέσα θα καθίσω
να μη μπορώ τσι φίλους μου
να τσι καλησπερίσω.
Υγεία σε όλους εύχομαι, αγώνα, κι όλα θα περάσουν.