Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Γράφαμε πριν από δεκαπέντε ημέρες για ένα σχέδιο, απραγματοποίητο έως τώρα, να συγκροτήσουν όλες οι βιβλιοθήκες της Λέσβου ένα κοινό δίκτυο. Λέγαμε μάλιστα ότι σήμερα πλέον αυτό το σχέδιο είναι εύκολο να πραγματωθεί χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, επειδή δεν είναι απαραίτητο να μετακινηθούν τα βιβλία, αλλά απλώς να καταγραφούν ηλεκτρονικά και να αποτελέσουν μια βάση δεδομένων.
Έτσι, θα ξέρουμε πόσα βιβλία υπάρχουν σε δημόσιες και πόσα σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες πάνω στο νησί. Γιατί υπάρχουν πολλαπλά αντίτυπα του ίδιου βιβλίου;
Ποιες ήταν οι σκοπιμότητες των ανθρώπων που μάζευαν βιβλία; Για ποιο λόγο βρέθηκαν στη Λέσβο; Γιατί κάποιοι άνθρωποι χάριζαν τα βιβλία τους σε κάποιους φορείς και αυτοί οι τελευταίοι πώς τα μεταχειρίστηκαν; Ποια βιβλία μετακινήθηκαν προς το νησί λόγω της μετεγκατάστασης των κατόχων τους (π.χ. λίγο πριν και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή);
Ποιους δρόμους ακολουθούσαν τα βιβλία για να φθάσουν στο νησί, από τη Σμύρνη, από την Κωνσταντινούπολη, από την Αθήνα, από τη δυτική Ευρώπη ή από όλα τα σημεία αυτά ταυτοχρόνως; Ποια βιβλία ήταν εκκλησιαστικής χρήσεως, ποια αφορούσαν την κλασική παιδεία, ποια εξυπηρετούσαν εκπαιδευτικούς σκοπούς, ποια ήταν τα βιβλία με νέες ιδέες κ.λπ.;
Είναι γνωστό ότι σε μοναστήρια και ναούς συγκεντρώνονταν ανέκαθεν βιβλία για λόγους εκκλησιαστικούς και παιδευτικούς. Ωστόσο, από κάποια στιγμή αρχίζουν να συγκροτούνται και ατομικές βιβλιοθήκες. Ποιοι λοιπόν ήταν οι φορείς, τα πρόσωπα που άρχισαν να συγκροτούν βιβλιοθήκες και τι σκοπό είχαν; Γιατί λ.χ. βρέθηκε η συλλογή του λόγιου ιερωμένου Ιωσήφ Μαύρου στο δημοτικό σχολείο της Μόριας; Και τα ερωτήματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν.
Αυτό είναι το ένα.
Δηλαδή η αποτίμηση των βιβλίων ως βιβλιολογικών μονάδων και συνόλων και η ανάδειξη των προσώπων και των φορέων που συγκέντρωναν βιβλία και φυσικά οι λόγοι για τους οποίους τα συγκέντρωναν.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό.
Επάνω στα βιβλία οι άνθρωποι, από τα χέρια των οποίων περνούσαν, έγραφαν συχνά διάφορες μαρτυρίες, που τις λέμε «ενθυμήσεις».
Από τη μια η έλλειψη χαρτιού και από την άλλη η βεβαιότητα ότι αυτό που έγραφε ο κάτοχος ή ο χρήστης πάνω στις πρώτες ή τελευταίες σελίδες (παράφυλλα), στα δεσίματα, στους κενούς χώρους των σελίδων, θα παρέμεινε μαζί με το βιβλίο να θυμίζει ένα γεγονός, μια πράξη που αφορούσε τον κάτοχο του βιβλίου ή τον αναγνώστη ή και άλλους ανθρώπους (ένας σεισμός, μια πλημμύρα, η γέννηση ενός παιδιού κ.λπ.) μετέτρεπαν τα βιβλία σε μικρά αρχεία.
Έτσι, πέρα από την καθαυτή αξία του βιβλίου που απορρέει από το περιεχόμενό του και τον χρήστη του, το ίδιο βιβλίο πολλές φορές έχει αξία και από όσα κάποιοι σε κάποιες απροσδιόριστες στιγμές (πολλές φορές και εκατοντάδες χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του) έγραψαν πάνω του, χρησιμοποιώντας τις λευκές σελίδες του ως γραφική ύλη.
Σε μια χώρα μάλιστα σαν τη δική μας, που για κάποιους λόγους, που δεν είναι της στιγμής, τα οργανωμένα αρχεία δεν εμφανίστηκαν τόσο πρώιμα όσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η σημασία των ενθυμήσεων πάνω σε έντυπα προσλαμβάνει μεγαλύτερη αξία.
Και για να γίνει αυτό κατανοητό θα δώσω ένα παράδειγμα.
Πάνω στη σελίδα ενός βιβλίου που βρίσκεται σε μια λεσβιακή βιβλιοθήκη έχει γράψει ο κάτοχός του: 1822 μαρτίου 30, αυτα τα βιβλια ενι του χ σταβρακου χ νικολαου, επαρθισαν απο εναραπι που τα εφερι [α]πο την χιον.
Με άλλα λόγια σημειώνεται ότι τα βιβλία τα αγόρασε ο Χατζη-Σταυράκης στην αγορά της Μυτιλήνης από έναν αράπη που τα έφερε από τη Χίο.
Προφανώς πρόκειται για τα βιβλία που άρπαξαν από τη Χίο Οθωμανοί στρατιώτες, που κατέστρεψαν το νησί το 1822, και τα έφεραν στη Λέσβο όταν επέστρεψαν, όπου και τα πούλησαν, επειδή οι καταστροφές και οι λεηλασίες των διαφόρων τόπων ήταν και ο τρόπος πληρωμής των στρατευμάτων της εποχής. Αλλά θα συνεχίσουμε και στο επόμενο σημείωμά μας.