Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Στις 18/10/1981 ο Λαός υπερψήφισε με 48% ένα κόμμα που είχε εκκολαφθεί μόλις πρόσφατα απ’ τα σπλάχνα της Δημοκρατικής Παράταξης. Το νεανικό, σφριγηλό και με πνεύμα νεοφωτίστου διακατεχόμενο ΠΑΣΟΚ. Με τη νίκη του αυτή, σαρωτική ανά την επικράτεια, είχε καθίσει στο θώκο της εξουσίας όντας κομιστής του νέου, του ριζοσπαστικού. Της ΑΛΛΑΓΗΣ. Είχε κομίσει στον πολυβασανισμένο Ελληνικό Λαό, την Ελπίδα. Ελπίδα που είχαν στερηθεί γενεές Ελλήνων, αφού ήταν μόλις επτά χρόνια μετά την πτώση της Χούντας που είχε επιβληθεί μετά από μια 30χρονη περίοδο περιπετειών και διακυβέρνησης της χώρας από τη Δεξιά (κάθε μορφής και εκφάνσεως της).
Ως Κίνημα, ήρθε να εκβάλει το παλιό και να παγιώσει το νέο, το της προόδου και ευημερίας, εμφορούμενο από τις ανθρωπιστικές ιδέες και υπηρετούν τις αντίστοιχες αξίες. Ήρθε να δώσει ανάσα, προοπτική και ευδαιμονία στο μη προνομιούχο Έλληνα, με αρχές, άξονα και ρότα εξουσίας με κοινό παρανομαστή τους το ανθρώπινο πρόσωπο. Κορωνίδα της κυβερνητικής πολιτικής του νεότευκτου αυτού πολιτικού φορέα (που είχε ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του την αποκεντρωμένη περιφερειακή ανάπτυξη), ήταν η κάλυψη και διαφύλαξη του πολυτιμότερου αγαθού του ανθρώπου, της ΥΓΕΙΑΣ. Της διασφάλισης της Υγείας όλου του λαού. Αυτή που θα τη διασφάλιζε με την πλήρη ιατρονοσηλευτικοφαρμακευτική περίθαλψη.
Έτσι, λίγους μήνες μετά, το 1982, η κυβέρνηση του αείμνηστου Αν. Παπανδρέου δρομολόγησε το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), θεσμοθετώντας το με νόμο, το 1983. Τούτο δε έγινε για να μεταρρυθμισθεί και αναβαθμισθεί η δημόσια υγεία, όλων των Ελλήνων. Σκοπός του ήταν η ιατροφαρμακευτική και νοσηλευτική κάλυψή τους, μέσω της παροχής των αντιστοίχων υπηρεσιών, δωρεάν. Αιχμή του συστήματος ήταν η δημιουργία σ’ όλη τη χώρα κέντρων υγείας, περιφερειακών και νομαρχιακών νοσοκομείων. Της Υγείας, που επί 10ετίες αντιμετωπιζόταν από τις ως τότε κυβερνήσεις όχι ως αγαθό αλλά ως εμπόρευμα, οι κάθε λογής δημόσιες υποδομές, κατακερματισμένες, ημιαυτόνομες, αναποτελεσματικές, δεν περιέθαλπαν τους μη έχοντες.
Έτσι η λειτουργική ενοποίηση των δημόσιων υποδομών περίθαλψης υπήρξε ο μακροπρόθεσμος στόχος που ολοκληρώθηκε τη 10ετία τού 2000, όταν δημιουργήθηκαν και τα περιφερειακά νοσοκομεία. Ως τότε, τα νομαρχιακά νοσοκομεία παρείχαν περίθαλψη σ’ όλα τα επίπεδα (πρωτοβάθμια, νοσοκομειακή δευτεροβάθμια, κάποιες φορές και τριτοβάθμια). Τούτα, αφού στηρίχθηκαν, κατά πώς απαιτείτο, με γενναίες πολιτικές και οικονομική στήριξη στο μέγιστο δυνατό, για να μπορούν να ανταποκριθούν στο τιτάνιο έργο τους, αρχικά στηρίχθηκαν δορυφορικά με τη δημιουργία των 210 Κ.Υ. «αγροτικού τύπου» (δεκαετία τού ’80), πριν αυτά στηριχθούν στη συνέχεια με τα μεγάλα περιφερειακά νοσοκομεία στις έδρες των 13 περιφερειών (εκτός, ατυχώς για μας τους νησιώτες, αυτών του Βορείου και του Νοτίου Αιγαίου) τη δεκαετία τού ’90 και μετά.
Το νησί μας ευτύχησε να δεχθεί τέσσερα κέντρα υγείας (Κ.Υ.), που χωροταξικά κάλυψαν πλήρως όλες τις επαρχίες του. Αυτά της Καλλονής, Πλωμαρίου, Πολιχνίτου και Άντισσας. Τα Κ.Υ. συνέβαλαν στη στήριξη των τοπικών κοινωνιών στον ευαίσθητο τομέα της Υγείας και συνέτειναν μαζί με την όποια οικονομική άνθιση των επομένων 20 - 25 χρόνων στην ανάσχεση της ερημοποίησης των χωριών μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα επτά χωριά του πρ. Δήμου Ερεσού - Αντίσσης, που καλύπτονται από αυτό της Άντισσας. Ενώ από το 1961 ως το 1991 είχαν χάσει περίπου το 43,6% του πληθυσμού τους, η επόμενη 20ετία ως το 2011, έδειξε ευτυχώς μείωση μόνο κατά 11,5%. Κάποια μάλιστα απ’ τα χωριά μας παρουσίασαν αύξηση πληθυσμού (Ερεσός, Βατούσα, Χίδηρα).
Η ενσκήψασα όμως Μνημονιακή θύελλα που ξεθεμελιώνει τις κάθε μορφής κοινωνικές δομές στο όνομα τάχα των διαρθρωτικών αλλαγών, δημιουργεί πλείστα όσα προβλήματα και στα Κ.Υ., έχοντας επιτείνει την υποστελέχωσή τους σε ιατρικό, νοσηλευτικό, αλλά και λοιπό προσωπικό. Έτσι οι σοβαρές ελλείψεις και η ένδεια προσωπικού έχουν μετατρέψει τους γιατρούς τους σε «τροχονόμους» ασθενών προς τα νοσοκομεία. Αυτής της γενικής κατάστασης, φυσικά, δε θα μπορούσε να διαφοροποιούνται τα Κ.Υ. του νησιού μας.
Και σα να μη έφθαναν όλα αυτά, άρχισε και ο ψίθυρος που ξεκινά συνήθως απ’ το Υπουργείο, τον ίδιο τον υπουργό Άδ. Γεωργιάδη. Ότι δηλαδή πάνε για κλείσιμο Κ.Υ. ανά την επικράτεια. Βεβαίως ο ψίθυρος αυτός δεν έχει καταλαγιάσει ούτε έχει απαλειφθεί. Γίνονται σχετικές ερωτήσεις στη Βουλή, που ή δεν απαντώνται ή οι όποιες απαντήσεις είναι χρησμοί Πυθίας. Χαρακτηριστική περίπτωση, της αντιστοίχου ερωτήσεως βουλευτών (μη Λεσβίων) τού Κ.Κ.Ε. (αλήθεια, οι βουλευτές μας οι δύο κυβερνητικοί και ο τρίτος τού ΣΥΡΙΖΑ πού είναι;) για το Κ.Υ. Άντισσας, μετά το σχετικό ψίθυρο και τις δημοσιογραφικές αναφορές περί κλεισίματός του, που αφού με ξεχωριστή ενάργεια περιγράφουν την τραγική κατάσταση του Κ.Υ. της γενέτειράς μου, καταλήγουν:
«Ερωτάται ο κ. Υπουργός ποια άμεσα μέτρα θα λάβει η κυβέρνηση ώστε όχι μόνο να μην επαληθευτούν τα δημοσιεύματα για κλείσιμο του Κ.Υ. Άντισσας, αλλά για την πλήρη κάλυψή του με το απαραίτητο μόνιμο, ιατρικό, νοσηλευτικό, τεχνικό, διοικητικό, βοηθητικό προσωπικό με βάση τις ανάγκες τόσο των κατοίκων της περιοχής, όσο και των επισκεπτών της νήσου Λέσβου.»
Βέβαια, αν δεν υπήρχε ο πολυμέτωπος πόλεμος που έχει κηρύξει ο Άδ. Γεωργιάδης προς τα φάρμακα, τους γιατρούς τού ΕΟΠΥΥ, τον ίδιο τον ΕΟΠΥΥ κ.λπ., ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι το θέμα του κλεισίματος των Κ.Υ. εμπίπτει στα πλαίσια της διαπάλης των πολιτικών και των κομμάτων, σε επίπεδο πολιτικής ή ακόμη μικροπολιτικής. Όταν όμως τη δαπάνη για τα φάρμακα θέλει να τη ρίξει κάτω από τα 2 δισ. ευρώ (Άραγε γιατί δε βάζει ως στόχο να τη μηδενίσει; Το 2009 πάντως ήταν 5,8 δισ. ευρώ), με ό,τι αυτό σημαίνει για το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων, ή απειλεί τους γιατρούς τού ΕΟΠΥΥ με plan B (απολύσεις κ.λπ.) ενώ προ μηνών στοιχημάτιζε τη θέση αν απολυθεί έστω και ένας γιατρός, ή ακόμη τη διάλυση του ιδίου τού ΕΟΠΥΥ, το να αποφασίσει και να διατάξει τη διάλυση των Κ.Υ. δε θα του ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο.
Έτσι, ας έχουμε το νου μας, γιατί μ’ αυτήν την ενδοτική κυβέρνηση και με αυτόν τον υπουργό, θα ξυπνήσουμε ένα πρωί και θα βρούμε λουκέτα στις πόρτες των Κ.Υ. μας. Και τότε η ερήμωση των χωριών μας δε θα αργήσει.