Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η κρίση που περνά η Ευρώπη, λέγεται ότι είναι κρίση του Ευρώ. Λένε ότι τούτο είναι σχεδιασμένο λάθος. Ακόμη ότι οι κλυδωνισμοί του των τελευταίων χρόνων (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ελλάδα και τελευταία Κύπρο) θα έχουν κορύφωση στην Ιταλία, που το χρέος της ξεπέρασε ήδη τα δύο τρισ. (2.000.000.000.000) ευρώ!
Η κρίση του οδήγησε την Ευρωζώνη σε κατακερματισμό και στην πράξη καθιερώθηκε Ευρώ πολλών ταχυτήτων. Άλλη η αξία του στο Βερολίνο, άλλη στη Λισαβόνα, άλλη βέβαια στη Λευκωσία. Στις πλεονασματικές χώρες του Βορρά (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία), τις ανήκουσες στην πρώτη ταχύτητά του, ασφαλώς τα οφέλη τους είναι τεράστια, ενώ στις ελλειμματικές του Νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), το αντίθετο. Έτσι το μέλλον του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος είναι ασαφές, ακαθόριστο, θολό.
Η ατελείωτη αστάθειά του τροφοδοτεί διεθνώς συζητήσεις, ως γίνεται τις τελευταίες εβδομάδες. Όταν δε ακούγεται διά στόματος του προέδρου τού ΣΕΒ, Δασκαλόπουλου, «είναι άδηλο το μέλλον του Ευρώ», τότε κατανοούμε σε ποιο αδιέξοδο πια βρισκόμαστε. Με όρους Φυσικής, η κατάσταση του Ευρώ είναι αυτή, της μεταστάθειας.
Ως η ισορροπία σφαίρας επί κορυφής κώνου. Ο ελάχιστος κλυδωνισμός και το οικοδόμημα Ευρώ καταρρέει στα εξ ων συνετέθη. Ως ενδιάμεσο στάδιο λένε ότι θα θεσμοθετηθεί Ευρώ διαφορετικών επιπέδων. Πρώτου επιπέδου, αυτού των χωρών του σκληρού πυρήνα, των πλεονασματικών χωρών. Δευτέρου επιπέδου, της Γαλλίας και κάποιων άλλων, και μετά τρίτου, τετάρτου κ.ο.κ., των ελλειμματικών χωρών. Όλα αυτά τα δαντικά ας ελπίσουμε ότι τελικά θα υπερκεραστούν.
Γράφω το παρόν τώρα, που το Ευρώ εξακολουθεί να είναι το νόμισμα της Ευρωζώνης. Η γραφή μου αυτή, όχι με την έννοια την οικονομική, τη συναλλακτική, ή την κοινωνιολογική, αλλά τη μεταλλουργική (παραγωγή αυτού). Ό,τι γράφω είναι εκ της αποθησαυρισμένης γνώσεως ως προέδρου της Μεταλλουργικής Βιομηχανίας Ηπείρου (ΜΒΗ), θυγατρικής τής ΕΒΟ, και εξ αυτού της αντιστοίχου ενασχόλησής μου στην παραγωγή του ελληνικού Ευρώ. Τούτο, όταν όλες οι χώρες τού Εurogroup ετοιμαζόντουσαν να βάλουν σε κυκλοφορία, την Πρωτοχρονιά τού 2002, το ενιαίο νόμισμά μας.
Αφορμή της γραφής μου, η σε διεθνή επίπεδα σχετική συζήτηση κατά τα στην εισαγωγή αναφερθέντα, αλλά και αυτό που μου είπε πρόσφατα ο γενικός διευθυντής του Εργοστασίου τής ΜΒΗ: «Κύριε Πρόεδρε, εξακολουθούμε και υπάρχουμε ακόμη ως εργοστάσιο και στις σημερινές δύσκολες οικονομικές συνθήκες, χάρη στις δικές σας ενέργειες και αποφάσεις, τότε». Δεκατρία ολόκληρα χρόνια μετά! Αυτό αποτελεί εξαιρετική ικανοποίηση και επίσης μεγάλη ηθική δικαίωσή μου.
Το εργοστάσιο της ΜΒΗ βρίσκεται στο Κεφαλόβρυσο Ιωαννίνων (το χωριό της μητέρας του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλια), λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα. Δημιουργήθηκε από Ηπειρώτες ευπατρίδεις περί το ’80, με σκοπό να παραγάγουν ειδικά κράματα (χαλκού, νικελίου κ.ά.). Τούτα ακόμη και για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων (εξαρτήματα, ανταλλακτικά). Οικονομικοί λόγοι έκαναν η μονάδα αυτή να προστεθεί στο πολυδυναμικό φορέα ΕΒΟ.
Έτσι, όταν το 1999 έγινα ο διευθύνων τής ΕΒΟ, ανέλαβα και τη θέση του προέδρου τής ΜΒΗ. Ως μηχανικός με διδακτορικό στη Μεταλλουργία, όπως ήταν φυσικό το εργοστάσιο αυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ακόμη, όταν είδα ότι είχαν ξεκινήσει ό,τι απαιτείτο για την παραγωγή των ευρωκερμάτων που θα κυκλοφορούσαν σε 2,5 χρόνια, προσπάθησα «κλέβοντας» χρόνο απ’ την κυρία ενασχόλησή μου στην ΕΒΟ, να τον αφιερώνω στα του Ευρώ. Το εργοστάσιο αυτό ήταν καλά εξοπλισμένο, με κατάλληλο προσωπικό (επιστημονικό, τεχνικό, εργατικό) και άρτια οργανωμένο σ’ όλη την ιεραρχία του. Στα πρώτα συμβούλια που έκανα, είχα διαπιστώσει ότι όλα ήταν καλά μελετημένα και προγραμματισμένα στην παραγωγή των κερμάτων της δραχμής. Έτσι η συνεργασία τους με το Νομισματοκοπείο - όπου και γινόταν η εκτύπωση των νομισμάτων -, ήταν επιτυχής και αρμονική και είχε αναπτυχθεί σχέση αμοιβαιότητας.
Ο μεγάλος προβληματισμός των μελών τού Δ.Σ. και των στελεχών τής ΜΒΗ ήταν το εάν θα έπαιρναν τη μεγάλη παραγγελία της παραγωγής των ελληνικών κερμάτων τού Ευρώ (η μια πλευρά τους φέρει το κοινό σήμα της Ευρώπης και η άλλη, θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος).
Η υπόθεση προχωρούσε με επιταχυνόμενους ρυθμούς [δοκιμαστικές χυτεύσεις προς επίτευξη των συνθέσεων των κραμάτων (άλλες των διμεταλλικών ενός και δύο ευρώ, άλλες των «κίτρινων» 10, 20, 50 λεπτών, άλλες των εξ επιμεταλλώσεως «κόκκινων» 1, 2 και 5 λεπτών) κατά τις ενιαίες σχετικές προδιαγραφές της Ευρωζώνης, εξέταση ιδιοτήτων, κοπή, διαστάσεις, εμφάνιση των δισκίων κ.λπ.]. Ακόμη, τα όποια απαραίτητα μηχανήματα με βασικότερο το αξίας 1 δισ. δραχμών, για το «κούμπωμα» στα διμεταλλικά κέρματα, παραλαμβάνοντο και εγκαθίσταντο στη γραμμή παραγωγής.
Όμως η αγωνία το εάν τελικά θα παίρναμε την παραγγελία, συνεχώς κορυφωνόταν. Διαδόσεις, ψίθυροι και ακριτομυθίες, για διάφορα (μη δυνατότητα παραγωγής τους στην Ελλάδα, τα κράματα θα ήταν αλλεργιογόνα, το «κούμπωμα» των διμεταλλικών θα ήταν ελαττωματικό κ.λπ.) κατέληγαν στο ότι η παραγγελία θα διδόταν στο εξωτερικό.
Τότε, μη έχοντας άλλη επιλογή, ζήτησα συνάντηση και συζητήσαμε σχετικά με τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, τον εντεταλμένο και για το Νομισματοκοπείο. Η συζήτησή μας, ποικίλου ενδιαφέροντος και στάθμης, είχε το αποτέλεσμα να επιβεβαιώσω τα διαδιδόμενα, ως και τους πιθανούς προμηθευτές (Ν. Αφρική, Ν. Κορέα).
Μόνη λύση που απέμενε, τα μεγάλα «μέσα». Λεπτομέρειες θεωρώ ότι περιττεύουν. Πάντως η επίκληση της καταγωγής της μητέρας τού νυν Προέδρου της Δημοκρατίας έπαιξε καθοριστικής σημασίας ρόλο κι έδρασε ως καταλύτης στο να αναλάβουμε την παραγγελία, αξίας περίπου 10 δισ. δραχμών. Την 01/01/2002, αλλά και για αρκετό χρονικό διάστημα (παρ’ όλο που τα πολιτικά παιχνίδια με είχαν απομακρύνει από την ΕΒΟ και ΜΒΗ), η καρδιά μου ομολογώ χτυπούσε σαν του λαγού, παρακολουθώντας την κυκλοφορία του ελληνικού Ευρώ και αφουγκραζόμενος οτιδήποτε σχετικό. Βέβαια τώρα, ύστερα πια από 12 κοντά χρόνια κυκλοφορίας, είμαι ιδιαίτατα υπερήφανος για την τότε απάντησή μου στον κ. Υποδιοικητή «η επιστημοσύνη μου», όταν ερωτήθηκα «και τι είναι εκείνο που σας κάνει, κ. Πρόεδρε, να είστε τόσο σίγουρος ότι θα “κόψετε” το ελληνικό Ευρώ και τούτο θα είναι το ίδιο με εκείνο της Γερμανίας, Γαλλίας κ.λπ.;»…