Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Ο μεγάλος αρχηγός, γητευτής των μαζών Ανδρέας Παπανδρέου, γαλούχησε πολλούς λέγοντας τόσα, όσα να γίνει διάπλατη η λεωφόρος της πολιτικής τους πορείας, όλων όσων τον πιστέψαμε, τον ακολουθήσαμε και τον τιμήσαμε εν ζωή και μετά θάνατο. Τούτο, περισσότερο ισχύει για το κόμμα, που ίδρυσε την 3η του Σεπτέμβρη 1974, το άλλοτε κραταιό, επικυρίαρχο της πολιτικής μας σκηνής, ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ.
Άφησε, ως υποθήκη μεταξύ τόσων άλλων για αυτό: «ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΔΕ ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ, ΔΕΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΕΙΤΑΙ, ΔΕΝ ΤΙΜΑΡΙΟΠΟΙΕΙΤΑΙ». Μόλις 17 χρόνια από το θάνατό του το 1996 (συμπτωματικά, επέτειος σήμερα), απεδείχθη στην πράξη «έπος πτερόεν». Λόγος κίβδηλος. Έξυπνος άνθρωπος, γνώστης της Ιστορίας και θεράπων της Κοινωνιολογίας, είναι απορίας άξιο πώς δε γνώριζε το αποτέλεσμα. Αντί να θέσει ένα πλαίσιο αρχών πάνω στο οποίο θα στηριζόταν η διαδικασία της εκάστοτε διαδοχής στο πανίσχυρο τότε ΠΑΣΟΚ, άφησε τα πράγματα στην τύχη τους. Έτσι ακολουθήθηκε η παλαιοκομματική μέθοδος, δηλαδή εκλογή του αρχηγού μέσα στα όρια της Κ.Ο..
Πίσω από τρεις υποψηφίους (Σημίτης, Τσοχατζόπουλος, Αρσένης) στοιχίστηκαν οι βουλευτές. Πρωθυπουργός, εκλέχτηκε τελικά ο πρώτος. Στη συνέχεια με λάβαρό του τον εκσυγχρονισμό, αλλά και με πολλά εκβιαστικά διλήμματα, πήρε και την προεδρία, με τη στήριξη των συνδικαλιστών και του γιου του Ανδρέα Γιώργου. Μια προεδρία που αποδείχθηκε «υπό αίρεση», αφού δεν κατάφερνε να ελέγχει τολτς υπό αυτόν. Αρχηγός δε, που δεν ελέγχει, απλά δε διοικεί.
Έτσι το «πάρτυ» της ρεμούλας, των σκανδάλων και της διαφθοράς στην οκταετία του, υπήρξε το σήμα κατατεθέν της. Τούτα «χρέωσαν» την πολιτική ζωή της χώρας, πράγμα που μας ταλανίζει ως σήμερα. Βάζοντας δε ως προκάλυμμα τη Δικαιοσύνη, γι’ όλα αυτά ακολούθησε τέλεια τακτική, Ποντίου Πιλάτου. Αποτέλεσμα, η Διοίκηση δεν εξυπηρετούσε το Δημόσιο καλό, αφού ο κάθε δημόσιος λειτουργός έκανε μόνο αυτό που τον βόλευε.
Το 2004, ο Κ. Σημίτης, βλέποντας το επικείμενο εκλογικό του Βατερλώ, έδωσε «το δακτυλίδι» στον εκλεκτό του, το μοιραίο ΓΑΠαπανδρέου, ολοκληρώνοντας παράλληλα τη μεταξύ τους συναλλαγή του 1996. Έτσι το ΠΑΣΟΚ χαρίστηκε. Ακολούθησε μία παράσταση θεάτρου σκιών, με έναν ολόκληρο Λαό να ψηφίζει σε κάποιες αλλόκοτες εκλογές να βγάλει πρώτο, άνευ δευτέρου, το Γιώργο! Εμμέσως έτσι, το ΠΑΣΟΚ, κληρονομήθηκε. Και ο Γιώργος που ψηφίστηκε με ~1.250.000 ψήφους (!), αυτή την παρωδία χρησιμοποίησε ως όπλο, για να μη δίνει λογαριασμό σε κανένα κομματικό όργανο. Απόλυτος «μονάρχης».
Αυτό το modus vivendi ο μοιραίος αρχηγός χρησιμοποίησε σ’ όλη του τη διαδρομή ως την κατάληψη της εξουσίας το Σεπτέμβριο 2009, με το περιβόητο πια «λεφτά υπάρχουν», αλλά και πέραν αυτής, με χαρακτηριστικότερο όλων το εκ μέρους του αναγγελθέν δημοψήφισμα το χειμώνα τού 2011. Πώς αλλιώς εξηγείται ότι το θέρος τού 2009 συνδιαλεγόταν με τον τότε πανίσχυρο διευθυντή του Δ.Ν.Τ. Στρος Καν για το πώς μια χώρα μπαίνει στο Δ.Ν.Τ.;
Ακόμη ολοκλήρωσε το έργο του που ονόμασε «σωτηρία της Πατρίδας», αλυσοδένοντάς μας ως γενεά εβδόμη, στα τάρταρα της Τρόικας, το Μάιο 2010. «Σωτηρία» της χώρας, υπηρετώντας τα πιο επαχθή σχέδια που θα μπορούσε να σχεδιάσει ο νεοφιλελευθερισμός. Στη δεκαετία τού ‘80 όλοι στο ΠΑΣΟΚ εξορκίζαμε τους κάθε μορφής νεοφιλελευθερισμούς: Ρηγκανισμό, Θατσερισμό, Μπερλουσκονισμό. Ο ΓΑΠαπανδρέου μετετράπη, οικεία βουλήσει, σε ενεργούμενο του πλέον άκρατου νεοφιλελευθερισμού. Το οπερετικό διάγγελμά του στο Καστελλόριζο της σωτηρίας μας (τρομάρα μας) ασφαλώς θα σηματοδοτεί ανά τους αιώνες το τι μεγάλο κακό στο Λαό μπορεί να κάνει ένας μικρός ηγέτης. Αφροσύνη χωρίς δύναμη, ως γνωστό είναι άνευ σημασίας γεγονός, ενώ αντιθέτως αφροσύνη με δύναμη, είναι γενεσιουργός δεινών και ολέθρου. Αυτό ακριβώς πάθαμε με το Γεώργιο.
Τέλος, κάτω απ’ τη Λαϊκή πίεση, αλλά και του ξένου παράγοντα, ο Γιώργος παρέδωσε την εξουσία. Το τιμόνι ανέλαβε ο Ευαγ. Βενιζέλος. Τούτο όμως ουδόλως διαφοροποίησε επί τα βελτίω του Λαού το «διάφορο», αφού η από αυτόν ακολουθηθείσα πολιτική ήταν η Μνημονιακή, η κοινωνικά ανάλγητη και αντιλαϊκή. Ο νέος αρχηγός ουδόλως αντέδρασε στα κελεύσματα των δανειστών μας και στην εξυπηρέτηση των Μνημονιακών επιταγών.
Το μιασματικό αυτό δεδομένο και άγος της αιχμαλωσίας μας στης Τρόικα τα δόκανα, με την «υποτελή» στάση των τελευταίων αρχηγών, οδήγησε το ΠΑΣΟΚ ατυχώς στην έσχατη πράξη της τραγωδίας του. Στην τιμαριοποίησή του. Κόμματα και κομματάκια δημιουργήθηκαν. Τα από τον Ανδρέα εξορκισθέντα τιμάρια, ατυχώς δεν αποφεύχθηκαν.
Αποτέλεσμα όλων αυτών, το 44% (2009) εξαχνούμενο, έγινε 12,3% (!) στις εκλογές (2012). Αυτό το «εξαχνωθέν» 32% του Ελληνικού Λαού προφανώς δε «χάθηκε» από στιγμιαία ομαδική παράκρουση ή από το άγγιγμα κακιάς μάγισσας. Τα επίχειρα των Μνημονιακών πολιτικών των ηγητόρων του, το κατέστησαν «πλάνητα λαό». Άνευ κομματικής εστίας. Μέσα σ’ αυτούς τους κομματικά ανέστιους, συγκαταλέγεται κι ο γράφων αυτό. Και ερωτώ. Γιατί;
Όλος αυτός ο κομματικά ανέστιος Λαός, είναι οι Έλληνες, που αποτελούν πάντα τον πυρήνα της πλατειάς δημοκρατικής παράταξης, αυτής που είχε φορέα των ελπίδων της το Κόμμα του Εθνάρχη Ελ. Βενιζέλου, ή της Ε.Κ. του «Γέρου της Δημοκρατίας», και βέβαια το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Οπωσδήποτε το ότι όλοι αυτοί ψηφίζουν σήμερα ένα άλλο κόμμα (από άκρα αριστερά ως δυστυχώς άκρα δεξιά) δεν τους κάνει ευτυχείς. Δυστυχείς είναι, για το ότι οι κακοί αρχηγοί (όχι μόνο) του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο επί 35 χρόνια είχαν βασίσει τις ελπίδες, τα όνειρα, την ίδια τους τη ζωή, συνετέλεσαν να υποστούν την έσχατη ταπείνωση. Να βρεθούν χωρίς κομματική εστία. Αυτή όπου γαλουχήθηκαν, ανδρώθηκαν και πίστεψαν ότι οι καλές μέρες που ζούσαν και τους έταζαν, θα γίνονταν ακόμη καλύτερες.
Η μη δυνατότητα των διαδόχων του Ανδρέα να τηρήσουν την υποθήκη του, ιστορικά τούς καθιστά αποκλειστικά υπεύθυνους για την κατάντια του Κινήματος. Μια κατάντια που μετά τον προχθεσινό «γάμο» του με τη Ν.Δ. (βλέπεις, όταν το μυρμήγκι θέλει να χαθεί, βγάζει φτερά, και το ΠΑΣΟΚ με το «γάμο» αυτό, αυτό ακριβώς κάνει), έχει ήδη πέσει στο 4% και στις επικείμενες εκλογές ζητούμενο είναι να περάσει το εκλογικό μέτρο του 3% για να έχει κοινοβουλευτική παρουσία και δυνατότητα ύπαρξης ως κομματικός φορέας.
«Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι», για το Κίνημα; Οψόμεθα.