Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Στην αρχή του 20ού αιώνα οι πρώτοι Δανοί ταξιδιώτες στη Γροιλανδία περιέγραψαν ένα σύνδρομο μεταξύ των Εσκιμώων κυνηγών. Όταν σε ηλιόλουστες μέρες βρίσκονταν έξω στην απόλυτα ήρεμη θάλασσα μέσα στα καγιάκ τους στήνοντας καρτέρι σε φώκιες, εμφάνιζαν ξαφνικά δυσκολίες αναπνοής, ταχυπαλμία και έντονο φόβο θανάτου. Τελικά κατάφερναν να φτάσουν στην ακτή, αλλά συχνά δεν τολμούσαν να ξανακυνηγήσουν.
Η λέξη «πανικός» προέρχεται από το θεό Πάνα, ο οποίος συνήθιζε να δημιουργεί φασαρία και αναστάτωση στα ξαφνικά, όταν όλοι ξεκουράζονταν. Μάλιστα, στη Μάχη του Μαραθώνα λέγεται ότι σπεύδοντας για βοήθεια των Ελλήνων, δημιούργησε φασαρία φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του, αποσυντονίζοντας τους Πέρσες.
Οι παραπάνω εξιστορήσεις περιγράφουν γλαφυρά τα κύρια χαρακτηριστικά της κρίσης πανικού. Ξαφνικά, και συνήθως σε κατάσταση χαλάρωσης και ηρεμίας, ο παθών προσβάλλεται από έντονο και απροσδιόριστο φόβο που είτε τον παραλύει, είτε τον κάνει να θέλει να «το βάλει στα πόδια». Εκτός από τα ψυχολογικά συμπτώματα, υπάρχουν και πλήθος σωματικών συμπτωμάτων, όπως ταχυκαρδία και αίσθημα παλμών, δύσπνοια, εφίδρωση, μούδιασμα στα χείλη και στα άκρα, «κόμπος» στο στομάχι, ζάλη και σύγχυση. Αυτά κορυφώνονται συνήθως μέσα σε δέκα περίπου λεπτά και διαρκούν από μισή ώρα μέχρι μερικές ώρες και δημιουργούν την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο παθών υφίσταται έμφραγμα, ή εγκεφαλικό, ή ότι «πάει να τρελαθεί», χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Η χορήγηση από ειδικό ιατρό αγχολυτικών φαρμάκων, ο καθησυχασμός από άτομα της εμπιστοσύνης και τεχνικές χαλάρωσης και ελέγχου της αναπνοής μπορούν να επιφέρουν άμεση ανακούφιση, μακροπρόθεσμα όμως μπορεί να επηρεαστεί η δραστηριότητα του παθόντα, ο οποίος αρχίζει να έχει άγχος προσμονής επικείμενης προσβολής πανικού και καταλήγει να αποφεύγει καταστάσεις και μέρη στα οποία είχε πάθει μια τέτοια κρίση. Τελικά μπορεί να προκληθεί σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητάς του.
Η κρίση πανικού πρέπει να γίνει σαφές ότι είναι σύμπτωμα και όχι ψυχική διαταραχή. Ασφαλώς, είναι το χαρακτηριστικό σύμπτωμα μιας συγκεκριμένης αγχώδους διαταραχής που καλείται διαταραχή πανικού, αλλά δεν εμφανίζεται μόνο εκεί.
Πλήθος ψυχιατρικών διαταραχών μπορεί να επιπλακεί με κρίσεις πανικού, όπως η κατάθλιψη, η υποχονδρίαση, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ειδικές φοβίες, ψυχωτικές διαταραχές, αντίδραση πένθους, η οριακή διαταραχή προσωπικότητας κ.λπ.. Είναι όμως δυνατό να εκδηλωθεί και σε υγιή άτομα, όταν αυτά καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα αιφνίδιο, ιδιαίτερα τραυματικό γεγονός, που δοκιμάζει τα όρια των ψυχικών δυνατοτήτων τους. Επιπλέον, πλήθος σωματικών καταστάσεων μπορεί να προκαλέσει εκδηλώσεις που μοιάζουν με κρίση πανικού, όπως καρδιαγγειακές και ενδοκρινολογικές διαταραχές, νόσος Wilson, φαιοχρωμοκύτωμα, φάρμακα κ.λπ..
Τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και πιο κατανοητές οι βιολογικές παράμετροι του πανικού. Οι γνώσεις μας πάνω στη νευροφυσιολογία (ρόλος της σεροτονίνης, νοραδρεναλίνης, ντοπαμίνης, GABA κ.λπ.) και την ανατομία του εγκεφάλου, καθώς και οι επιδημιολογικές μελέτες και η διερεύνηση της κληρονομικότητας, έχουν αρχίσει να ρίχνουν σημαντικό φως στους βιολογικούς μηχανισμούς του πανικού, παρέχοντας φαρμακευτικά εφόδια για την αντιμετώπισή του.
Τόσο η γνωσιακή-συμπεριφορική, όσο και η ψυχαναλυτική θεωρία, έχουν αναπτύξει ερμηνείες της παθογένειας του πανικού. Η πρώτη τον κατανοεί ως μια μαθημένη αντίδραση-απάντηση σε συγκεκριμένα εκλυτικά αίτια. Παρ’ όλο που ερμηνεύει ικανοποιητικά τη συσχέτιση πανικού και εκλυτικών αιτίων, δεν εξηγεί την εμφάνιση της πρώτης, απρόκλητης κρίσης. Η δεύτερη μελετά τους ασυνείδητους μηχανισμούς άμυνας έναντι του άγχους, το ρόλο των γονεϊκών προτύπων, τις πρώιμες εμπειρίες εγκατάλειψης, τους τραυματικούς αποχωρισμούς στην πρώιμη παιδική ηλικία, που επηρεάζουν τη δομή της προσωπικότητας και φυσικά το υπό διάπλαση κεντρικό νευρικό σύστημα, οδηγώντας σε μια νευροψυχολογική προδιάθεση για πανικό. Έτσι, παρ’ όλο που πολλοί ασθενείς περιγράφουν τις κρίσεις σα να έρχονται από το πουθενά και η νευροφυσιολογία συνδέει τους πανικούς με συγκεκριμένες δομές του εγκεφάλου, η ψυχαναλυτική διερεύνηση συχνά αποκαλύπτει ψυχολογικούς πυροδοτικούς μηχανισμούς και η έναρξη των κρίσεων γενικά συνδέεται με περιβαλλοντικούς και ψυχολογικούς παράγοντες.
Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι οι κρίσεις πανικού είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αλληλεπίδρασης βιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων και επομένως μία ένδειξη ότι ο διαχωρισμός του βιολογικού από το ψυχολογικό είναι μάλλον αδόκιμος και μια περισσότερο ολιστική προσέγγιση του ανθρώπου από την ιατρική επιστήμη πρέπει να καλλιεργηθεί.
Επίσης, γίνεται κατανοητό ότι η διερεύνηση των αιτίων των πανικών είναι μια ψυχιατρική διαδικασία, που πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες του κάθε παθόντα ξεχωριστά.
Η θεραπεία των κρίσεων πανικού είναι η θεραπεία της πάθησης στα πλαίσια της οποίας εκδηλώνονται. Χρειάζεται να καταστρωθεί μια θεραπευτική διαδικασία προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις, τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά του κάθε ασθενούς, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα. Σε αυτό εξυπηρετεί η πληθώρα θεραπευτικών προσεγγίσεων που διατίθενται στις μέρες μας και είναι τόσο φαρμακευτικές, όσο και ψυχοθεραπευτικές. Μπορεί να χορηγηθούν αντικαταθλιπτικά και ελάσσονα ηρεμιστικά φάρμακα, ενώ παράλληλα μπορεί ο παθών μέσα από τη γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία να μάθει να διαχειρίζεται τις καταστάσεις που του προκαλούν κρίσεις πανικού, ή να αμβλύνει την ένταση των συμπτωμάτων του. Τέλος, μέσα από εναισθητικού τύπου-ψυχοαναλυτικές ψυχοθεραπείες είναι δυνατή η κατανόηση των βαθύτερων αιτίων των κρίσεων, με την ελπίδα της ριζικής αντιμετώπισής τους σε βάθος χρόνου.