Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Αν η αυτοδικία είναι το απόλυτο χαρακτηριστικό μιας υπανάπτυκτης κοινωνίας, η παθιασμένη υπεράσπισή της, ποια κοινωνία μπορεί άραγε να χαρακτηρίζει; Κι αν σε μία κοινωνία βγαίνει σε γκάλοπ «μεσημεριανάδικης» εκπομπής το αν έπραξε σωστά ή όχι, ο ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου που ξυλοφόρτωσε μέχρι θανάτου έναν ανήμπορο και να σταθεί ακόμα στα πόδια του ληστή (;), πόσοι βάσιμα έχουν μείνει σε αυτή την ελληνική κοινωνία να αναρωτιούνται για το αν έχουμε βρει πάτο;
Ο προβληματισμός είναι πολύ βαθύς για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε και αποδεικνύεται από το ότι πολλοί απ’ όσοι διαβάζουν τα παραπάνω ερωτήματα, αναπτύσσουν σίγουρα ήδη έναν βαρύγδουπο αντίλογο. Κατ’ επέκταση δεν τα αντιμετωπίζουν επ’ ουδενί ως «ρητορικά».
Προσπαθώντας όμως να βρούμε μια πιο ψύχραιμη εξήγηση, τόσο για το ίδιο το συγκλονιστικό συμβάν που κόστισε τη ζωή του Ζακ, όσο και για τις αντιδράσεις που προκάλεσε αυθόρμητα στον καθένα που την πληροφορήθηκε, δεν μπορούμε αλήθεια να μείνουμε πολύ στην αντίθεση ή στην απόλυτη συμφωνία που προκαλεί η λογική των «νοικοκυραίων». Κι ούτε να μπούμε στη διαδικασία να συμμεριστούμε την προσπάθεια ηρωοποίησης του άτυχου Ζακ, γιατί θα ήταν ομολογία απόλυτης «ήττας» κατά την ταπεινή μας πάντα άποψη.
Αντίθετα καταλαβαίνουμε απόλυτα την τάση ηρωοποίησης του κοσμηματοπώλη, γιατί πολύ απλά εν αγνοία του, αλλά και εν αγνοία αυτών που τον υπερασπίζονται με τόση θέρμη, εκπροσωπεί τελικά μία μεγάλη κατηγορία ανθρώπων της ελληνικής -και όχι μόνο- κοινωνίας. Διότι εκπροσωπεί τους θρασύδειλους, τους φοβισμένους και τους παραιτημένους από την οποιαδήποτε προσπάθεια να δουν πέρα από το εγώ τους. Εκπροσωπεί αυτούς που απέναντι σε κάθε μορφή βίας που δεχόμαστε όλοι καθημερινά, επιλέγουν να αντιδρούν είτε βρίζοντας (άλλοι τη χτυπάνε κιόλας) τη γυναίκα τους, είτε βρίζοντας από τον καναπέ του σπιτιού τους, σχολιάζοντας τα δελτία ειδήσεων που παρακολουθούν. Εκπροσωπεί αυτούς που μισούν τα αφεντικά τους, που τους κακομεταχειρίζονται, αλλά τα γλείφουν ες αεί, αναβάλλοντας για αιώνες την έκρηξή τους. Εκπροσωπεί κάθε γράμμα και συμβολισμό της έννοιας της «κότας», που θα πέσει να κατασπαράξει μόνον τον πιο αδύναμο κρίκο της αλυσίδας στην οποία είναι κι αυτός αλυσοδεμένος. Αλλά εκπροσωπεί και αυτούς που πετάγανε ή θα ξαναπετάξουν πέτρες στους πρόσφυγες στην πλατεία Σαπφούς και αυτούς που όταν ζόριζε η απεργία «είχανε έναν κουμπάρο στον Μαραθώνα».
Είναι δε αρεστός στους «σταλεγάκηδες» και σε αυτούς τους πάμπολλους που για έναν περίεργο λόγο έχουν πάντα άποψη στην υποθετική ερώτηση «αν ήμουν εγώ στη θέση του θα…», αλλά στις πραγματικές ερωτήσεις που τους αφορούν, δεν θα απαντήσουν ποτέ, ή δε θα μας πουν ποτέ το τι έκαναν εκείνοι. Είναι αρεστός επίσης στους συμμαθητές μας, που μισώντας τους, εντούτοις έγλειφαν τους νταήδες, αλλά παρά ταύτα προσπαθούσαν πάντα να τους μιμηθούν τραμπουκίζοντας μόνο τον πιο φιλήσυχο ή τον πιο αδύναμο συμμαθητή τους. Ενώ από προχθές, θα τον λατρεύουν και αυτοί οι πάμπολλοι γείτονες που είχαμε όπου κι αν μείναμε κατά καιρούς, που η υψίστης σημασίας εκ των καθημερινών τους ενασχολήσεων είναι να καταφέρουν να παρκάρουν τον αυτοκίνητό τους μπροστά από τον τοίχο του σπιτιού τους. Και θα τσακωθούν -αν τους παίρνει 100%- πρόθυμα για αυτό.
Ο κοσμηματοπώλης και αυτός ο ένας ή δύο που άρχισαν μαζί του τα κλωτσίδια στον Ζακ, που δεν είχε τελικά το τρομερό προφίλ του «ληστή», πραγματοποίησαν ίσως την έκρηξή τους για όλα όσα υπέφεραν από παιδιά. Στον πιο αδύναμο κλασικά, αλλά θα περιμένουμε και το τι θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Αυτό όμως που έκαναν και κάτω από οποιαδήποτε αδιευκρίνιστη ίσως ακόμα συνθήκη το έκαναν, ικανοποίησε σε κάθε περίπτωση όλους τους προαναφερθέντες της παραπάνω παραγράφου που δεν έχουν βρει ακόμα τον δικό τους Ζακ, για να εκραγούν και εκείνοι, σε μία κατάσταση βέβαια μόνο «win win».
Μία κατάσταση που ψάχνει για χρόνια για να εκραγεί και ο Μικρός Μήτσος του Λαζόπουλου, (αυτός με την πιτζάμα) και τον καθιστά σε κάθε περίπτωση -έχοντας μπουκώσει από την κάθε λογής σφαλιάρα τη ζωής- ικανό για όλα. Μία κατάσταση που ψάχνουν πολλοί απ’ όσοι συναναστρεφόμαστε καθημερινά. Ο φούρναρης, ο περιπτεράς, ο μπακάλης μας. Και έτσι όπως είναι οι μέρες μας πανδύσκολες πια, είναι πιο επικίνδυνοι και από τους οποιουσδήποτε ληστές.