Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το δημοσίευμα της Μαργαρίτας Πουρνάρα που υπενθυμίζει τις ευθύνες των νέων δημάρχων
Στο άρθρο της στην Καθημερινή με τίτλο «Μουσειακά διαμαντάκια περιμένουν την στοργή των νέων δημάρχων» η Μαργαρίτα Πουρνάρα θίγει το γεγονός ότι χώροι πολιτισμού αντιμετωπίζονται με αδιαφορία ως βαρίδια στον οικονομικό προϋπολογισμό και ποτέ ως μοχλοί της αειφόρου ανάπτυξης και της καλώς νοούμενης προσέλκυσης τουρισμού. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι 3 στους 4 χώρους που αναφέρονται στο ρεπορτάζ της εφημερίδας της πρωτευούσης έχουν έδρα την Λέσβο. Δυστυχώς στα 2 από τα 3 οι γραφές που σημειώνονται, συγκεκριμένα για το Μουσείο Τεριάντ και Θεοφίλου, δεν είναι και τόσο κολακευτικές, ενώ αναφορά γίνεται στο Μουσείο Βρανά που το χαρακτηρίζει λαμπρό σπάραγμα βιομηχανικής ιστορίας που αναστήθηκε και συντηρείται με ιδιωτική πρωτοβουλία.
Το άρθρο της Μαργαρίτας Πουρνάρα
Με την έλευση του καινούργιου έτους θα αναλάβουν και οι νέες δημοτικές αρχές της χώρας. Το κακό είναι ότι οι δήμαρχοι ως υποψήφιοι λένε πάντα βαρύγδουπες κουβέντες για την ιστορική κληρονομιά μας και μόλις αναλάβουν τον θώκο ανακαλύπτουν πάντοτε πως άλλα θέματα είναι πιο πιεστικά. Ως εκ τούτου, τα δημοτικά μουσεία αντιμετωπίζονται με αδιαφορία, ως βαρίδια στον οικονομικό προϋπολογισμό και ποτέ ως μοχλοί της αειφόρου ανάπτυξης και της καλώς νοούμενης προσέλκυσης τουρισμού. Ας ευχηθούμε λοιπόν ότι οι νέοι δημοτικοί άρχοντες παντού θα κάνουν κάτι για την αναβάθμιση των φορέων που έχουν υπό την επίβλεψή τους αλλά και θα ασκήσουν πίεση στο υπουργείο Πολιτισμού όπου αυτό δεν δίνει τους απαραίτητους πόρους.
Μέσα στο 2023 επισκέφθηκα τρία μικρά μουσειακά διαμάντια στη Μυτιλήνη: το Μουσείο Θεόφιλου που εποπτεύεται από τον δήμο, το Μουσείο Τεριάντ που ανήκει στο ΥΠΠΟ και το Ελαιουργείο Βρανά, ένα λαμπρό σπάραγμα της βιομηχανικής ιστορίας μας το οποίο αναστήθηκε και συντηρείται χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Τα δύο πρώτα είναι «συγκοινωνούντα δοχεία», βρίσκονται δηλαδή στο ίδιο σημείο με κοινό περιβάλλοντα χώρο, ο οποίος έχει καταπληκτικές υπεραιωνόβιες ελιές. Είναι φανερό πως ενώ το περιβάλλον αυτό είναι μοναδικό, έχει αφεθεί στην τύχη του, χωρίς φροντίδα ή ανάδειξη. Είναι πολύ κρίμα διότι αυτός ο φυσικός κήπος είναι μια «εισαγωγή» στην ομορφιά του νησιού, αυτήν που ύμνησε ο μέγας Θεόφιλος. Το δε Μουσείο Τεριάντ, που ευτυχώς απέκτησε νέο κέλυφος, έχει ελάχιστο προσωπικό. Το πιο στενάχωρο δεν ήταν πως δεν λειτουργούσε ο κλιματισμός στον άνω όροφο, αλλά ότι στο πωλητήριο υπήρχε μόνον ένας μαυρόασπρος κατάλογος του μουσείου.
Είναι τουλάχιστον ντροπή. Διότι ο Μυτιληνιός Στρατής Ελευθεριάδης (Τεριάντ), φίλος όλων των σπουδαίων ζωγράφων και γλυπτών του 20ού αιώνα, από τον Πικάσο μέχρι τον Ματίς, ήταν ο θρύλος των καλλιτεχνικών εκδόσεων και παραμένει μια σπουδαία ευρωπαϊκή μορφή, ικανή από μόνη της να φέρει στη Μυτιλήνη την αφρόκρεμα των διεθνών φιλότεχνων. Θα πει κανείς ότι αυτή η μιζέρια είναι ευθύνη του ΥΠΠΟ και όχι του δήμου. Σωστά. Ομως είναι κρίμα που ακόμη και σήμερα οι αιρετοί άρχοντες δεν έχουν καταλάβει ότι αν οι ίδιοι δεν πιέσουν το υπουργείο, οι επισκέπτες θα φεύγουν μόνον με τις αναμνήσεις τους από το μουσείο του, ενώ θα μπορούσαν να χρυσοπληρώνουν καταπληκτικές εκδόσεις. Δεν συνειδητοποιούν πως ένας αντίστοιχος δήμος στη Γαλλία θα είχε πείσει τους μαγαζάτορες να έχουν ακόμη και σουπλά με σελίδες των livre d’ artiste του Τεριάντ.
Στη Σύρο, αντιστοίχως, το Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης δεν έχει σε καμία περίπτωση τη φροντίδα του δήμου στον οποίο ανήκει. Αναμένει την ολοκλήρωση του αρχικού σχεδίου του, ένα όραμα που συνέλαβε μια ομάδα πνευματικών ανθρώπων με σκαπανείς τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο και τη Χριστίνα Αγριαντώνη για να αναδειχθεί η μοναδική βιομηχανική ιστορία της Ερμούπολης. Μήπως ήρθε η ώρα να δεχθεί τη φροντίδα που του πρέπει;