Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Aντώνης Ν. Δουκέλλης
«Σταβέντο και σοφράνο» (διηγήματα)
Εκδόσεις «Άπαρσις»
Αθήνα 2017, σελ. 443
«Είκοσι πέντε αληθινές ιστορίες, τυλιγμένες με τη σαγήνη του μύθου. Ή είκοσι πέντε μύθοι, αληθινοί σαν ιστορίες. Ιστορία ή μύθος και τα δύο έχουν πλαστεί από τον άνθρωπο. Ιστορίες και μύθοι που τον καταβαραθρώνουν ή τα ανασταίνουν. Στο καράβι της ζωής, άλλοτε στεκόμαστε από την προσήνεμη πλευρά (σοφράνο), εκεί που οι αέρηδες και οι καταιγίδες χτυπούν και δοκιμάζουν τη δύναμή τους πάνω στο σκαρί και άλλοτε στεκόμαστε στην υπήνεμη πλευρά (σταβέντο) και απολαμβάνουμε τον ήλιο και τη νηνεμία. Άμα αλλάξει ρότα το καράβι, πέφτουμε ξαφνικά στα δύσκολα ή στην απανεμιά. Όλα είναι μέσα στη ζωή μας. Και το εύκολα και το δύσκολα. Και τα κατσούφικα και τα γελαστά. Σημασία έχει αν παίρνουμε τη ζωή μας σαν ένα ταξίδι που εμείς ορίζουμε τον προορισμό του, ή αν αφηνόμαστε να μας παρασύρει το ρυάκι, σαν το αδέσποτο φύλλο που πέφτει από το δένδρο, και αρμενίζει κατά τα κέφια του νερού με άγνωστο μέλλον. Σε τούτο το βιβλίο ο σπαραγμός και ο βαθύς πόνος, η απόγνωση και η απελπισία, διαδέχονται την χαρά, την ψυχική ανάταση, την ελπίδα, την αισιοδοξία. Μια αέναη εναλλαγή, που είναι η ουσία της ζωής. Σταβέντο και σοφράνο λοιπόν…».
Μετά το εξαιρετικό λεύκωμα «Η Σκάλα μας (Αγία Άννα). Χθες-σήμερα-αύριο. Η ιστορία του προσφυγικού χωριού», τα τρία λογοτεχνικά βιβλία «Αλμύρα», «Με γέλιο και με δάκρυ», «Εξιλέωση», ο Αντώνης Δουκέλλης κυκλοφόρησε πρόσφατα μια συλλογή διηγημάτων.
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, ενώ κάποιοι από τους τίτλους των διηγημάτων έχουν ως εξής: Το Θεριό, Ζήλεια, Απόγνωση, Ο Μάρκος, Ο τζογαδόρος, Ο Καταπίνος, Ακριβό τίμημα, Ο Ανεμοδούρας, Το φρικτό μυστικό, Ένα ασήμαντο συμβάν, κ.ά.
Αντιγράφουμε ένα απόσπασμα, ως μικρό δείγμα γραφής, από το διήγημα «Φασόλια μαυρομάτικα»: «Έλυσαν κάβο από τη μικρή προβλήτα της αγίας Άννας, στα μέσα του Οκτώβρη. Δύο βάρκες; Ένα πέραμα, ο “Άγιος Νικόλαος” γύρω στα εφτά μέτρα μήκος, με πλήρωμα τον Νικόλα και τον μεγάλο του γιο, τον Γιάννη και ο «Χρηστάκης», ένα μπατέλο, λίγο μεγαλύτερο από πέντε μέτρα-και τα δύο γερά σκαριά-με πλήρωμα τον Χρήστο και τον νεαρό Ηλία. Ξεκίνησαν νωρίς πριν μεσημεριάσει. Έβαλαν τις κουμπάνιες, τα τρόφιμα για το ταξίδι δηλαδή, κάτω από την πλώρη-ψωμί, ελιές, ντομάτες, ένα κομμάτι τυρί φέτα-και νερό, ένα λαγίνι και έναν κούτρουλα, ήτοι ένα σταμνί με σπασμένα χέρια και λαιμό. Πριν βγουν στο πέλαγος, είχαν να διανύσουν μιαν απόσταση περίπου δώδεκα μιλίων, το μήκος του κόλπου δηλαδή, από τον μυχό, την προβλήτα της Αγίας Άννας, μέχρι τη βραχονησίδα Καλλονή στο στόμιο του κόλπου, που οι ψαράδες την έλεγαν Γαρμπιά. Οι δύο βάρκες, δίπλα-δίπλα, αρμένιζαν κοντά στις δυτικές ακτές με μια μπουνάτσα «λάδι». Αν και είχαν δει εκατοντάδες φορές αυτή την πλευρά του κόλπου, είχαν ψαρέψει, είχαν δέσει σε βράχια και είχαν βγει στη στεριά, οι ψαράδες απολάμβαναν το μαγευτικό τοπίο, των χαμηλών λόφων που κατέληγα στο νερό σκεπασμένοι από ελαιώνες, πευκώνες, βελανιδιές, κυπαρίσσια, λεύκες, πλατάνια, συκιές, αμυγδαλιές, ιτιές, κουκουναριές, και πλήθος άλλων δένδρων. Αλλά και θάμνοι: πρίνοι, λυγαριές, σχοίνοι, βάγιες. Η χλωρίδα της περιοχής, ήταν τόσο πλούσια που λες και η φύση διάλεξε τούτο τον τόπο για να φυτρώσει όλα τα είδη της. Και μια ατμόσφαιρα τόσο καθαρή και διάφανη, σαν να βγήκαν τα βουνά από τον παλέτα ονειροπόλου, ταλαντούχου ζωγράφου…».
Π.Σ