Σε δύο άκρες του λεκανοπεδίου της Αττικής πραγματοποιήθηκαν δύο κλαδικές εκθέσεις. Στο Εκθεσιακό Κέντρο του ΟΛΠ στον Πειραιά η έκθεση «Φεστιβάλ Ελαιολάδου και Ελιάς», και το «Οινόραμα» στο Μεσογειακό Εκθεσιακό Κέντρο στην Παιανία.
Σε δύο άκρες του λεκανοπεδίου της Αττικής πραγματοποιήθηκαν δύο κλαδικές εκθέσεις τις προηγούμενες ημέρες. Από Παρασκευή έως Κυριακή στο Εκθεσιακό Κέντρο του ΟΛΠ στον Πειραιά η έκθεση «Φεστιβάλ Ελαιολάδου και Ελιάς», από Παρασκευή ως Δευτέρα το «Οινόραμα» στο Μεσογειακό Εκθεσιακό Κέντρο στην Παιανία. Είναι εντυπωσιακό το ότι οι δύο αυτές εκθέσεις παρουσίαζαν τελείως διαφορετική εικόνα.
Το «Φεστιβάλ Ελαιολάδου και Ελιάς», στο οποίο συμμετείχε με περίπτερο και η νομαρχία Λέσβου, έμοιαζε με ένα μικρό πανηγύρι, όπου σχεδόν το σύνολο των περιπτέρων ήταν περίπτερα νομαρχιών, στα οποία στεγάζονταν μικρές επιχειρήσεις τυποποίησης ελαιολάδου και βρώσιμης ελιάς. Ελάχιστες ήταν οι εταιρικές παρουσίες, με ελαιουργικά μηχανήματα, φυτώρια και άλλες επιχειρήσεις του χώρου. Αρκετά ενδιαφέρουσα ήταν η ημερίδα που διοργάνωσε το περιοδικό «Ελιά και Ελαιόλαδο» την Παρασκευή το μεσημέρι.
Το ευτυχές γεγονός για τη Λέσβο ήταν ότι απέσπασε τρία βραβεία. Συγκεκριμένα το «Aegean Gold» της οικογένειας «Ραφτέλη - Πρωτούλη Μαρία και Σία Ε.Ε.» πήρε το πλατινένιο βραβείο γεύσης στην κατηγορία του ελαιόλαδου με ισχυρή ένταση φρουτώδους, το «Όλβια» της «Μιχάλης Τζωρτζής» πήρε το χρυσό βραβείο γεύσης στην ίδια κατηγορία. Χάλκινο βραβείο γεύσης στην κατηγορία ελαιόλαδου με ισχυρή ένταση φρουτώδους πήρε το ελαιόλαδο «Ειρήνη» του Νίκου Καλαμποκά. Στο διαγωνισμό αυτό, όπως ανέφερε η διοργανώτρια εταιρεία, βραβεύτηκαν τα 26 από τα 54 ελαιόλαδα που πήραν μέρος, δηλαδή το ένα στα δύο λάδια που συμμετείχαν.
Όσο αφορά στην ουσία, δηλαδή το εμπορικό ενδιαφέρον για την έκθεση, ήταν ελάχιστο ως μηδαμινό. Το σύνολο των επιχειρηματιών του κλάδου που συναντήσαμε έλεγαν ότι η ελαιοκομία στη χώρα μας θα γνωρίσει ακόμη χειρότερες μέρες τα επόμενα χρόνια. Υπήρχε μεγάλη κατήφεια και προβληματισμός, κανείς δε μιλούσε για νέες επενδύσεις, για βελτίωση της ποιότητας του ελαιολάδου, για άνοιγμα σε νέες αγορές.
Άλλο κλίμα στο «Οινόραμα»
Τελείως διαφορετικό ήταν το κλίμα στο «Οινόραμα», όπου η εικόνα της έκθεσης ήταν πολύ καλή. Μια μεγάλη έκθεση με πολλές δεκάδες οινοποιιών και αποσταγματοποιείων να συμμετέχουν σε αυτή. Μοντέρνο και καλαίσθητο ήταν το περίπτερο της ΕΑΣ Λέσβου, όπου οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν τα κρασιά της. Εκεί δοκιμάσαμε και αφρώδη οίνο από την κλασσική λημνιά ποικιλία «Μοσχάτο Αλεξανδρείας», ένα κρασί που παράγεται εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου. Στο «Οινόραμα» συναντήσαμε και την ποτοποιία του Πέτρου Χατζηγεωργίου να προβάλλει τα δικά της κρασιά μέσα από το περίπτερό της.
Σε ξεχωριστό χώρο φιλοξενούνταν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην κατασκευή μηχανημάτων και εξοπλισμού για οινοποιίες. Είναι ενδεικτικό ότι μια από τις γνωστότερες επιχειρήσεις στον ελαιουργικό τομέα, η Pieralisi, επέλεξε να μην πάρει μέρος στο «Φεστιβάλ Ελαιολάδου και Ελιάς» αλλά στο «Οινόραμα». Στο περίπτερό της παρουσίασε νέα μηχανήματα για την επεξεργασία των σταφυλιών και την παραγωγή μούστου.
Ο κλάδος του κρασιού αντιμετωπίζει κι αυτός πολλά προβλήματα, καθώς τα ελληνικά κρασιά δέχονται μεγάλη πίεση από τα κατά πολύ φθηνότερα εισαγόμενα. Τα εντυπωσιακά περίπτερα της έκθεσης δεν μπορούσαν να κρύψουν τα προβλήματα του κλάδου, ωστόσο ο κλάδος δείχνει ότι επιλέγει να επενδύσει στην ποιότητα. Αυτό άλλωστε είναι και το μοναδικό όπλο που έχουν να χρησιμοποιήσουν οι Έλληνες οινοποιοί σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους από τις τρίτες χώρες. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίασε η εκδήλωση που διοργάνωσε η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Αμπέλου και Οίνου στην οποία παρουσίασε τη «Στρατηγική Μάρκετινγκ και Συστήματος Ταυτότητας του Ελληνικού Κρασιού στην Ελληνική και Παγκόσμια Αγορά», που έχει σχεδιάσει και πώς πρόκειται να την εφαρμόσει.
Είναι πρόωρο να κρίνει κανείς αν ο σχεδιασμός αυτός θα βγάλει τον κλάδο από την κρίση και θα καταφέρει να εξασφαλίσει ικανοποιητικό εισόδημα για τους αμπελουργούς μας. Όμως είναι θετικό ότι ο κλάδος απέκτησε στρατηγική.
Η ελληνική παραγωγή κρασιού καλύπτει το 1,32% της παγκόσμιας παραγωγής, αλλά μόλις το 0,32% των παγκόσμιων εξαγωγών.