Σε οικονομική ασφυξία οδηγείται ο δυναμικός κλάδος της ποτοποιίας στη Λέσβο και σε όλη τη χώρα, από την απόφαση του Ελληνικού Δημοσίου να επιβάλει εξαιρετικά αυστηρές διαδικασίες στην προείσπραξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης οινοπνεύματος.
Σε οικονομική ασφυξία οδηγείται ο δυναμικός κλάδος της ποτοποιίας στη Λέσβο και σε όλη τη χώρα, από την απόφαση του Ελληνικού Δημοσίου να επιβάλει εξαιρετικά αυστηρές διαδικασίες στην προείσπραξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης οινοπνεύματος. Ο φόρος αυτός, μαζί με το Φ.Π.Α., αντιστοιχεί στο 53% της τιμής ενός μπουκαλιού ούζου. Το υπόλοιπο 47% καλύπτεται από το κόστος των πρώτων υλών, τα λειτουργικά κόστη της επιχείρησης, το κέρδος του ποτοποιού, το κέρδος του χονδρέμπορου και του λιανέμπορου που πωλούν το προϊόν.
Ο ποτοποιός Μανώλης Συρέλλης μάς είπε χαρακτηριστικά ότι ένας τόνος οινοπνεύματος κοστίζει 1.200 ευρώ, αλλά μαζί με το φόρο το κόστος του ανέρχεται στα 15.000 ευρώ. Για να αποφύγουν την άμεση καταβολή τους, οι ποτοποιίες μπορούν να δημιουργήσουν φορολογική αποθήκη. Δηλαδή να δηλώσουν μια αποθήκη στην οποία αποθηκεύεται το οινόπνευμα, που θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να ελεγχθεί από τις τελωνειακές αρχές. Στην περίπτωση αυτή, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης καταβάλλεται όταν το τελικό προϊόν τιμολογηθεί.
Επίσης, κάθε φορά που ο ποτοποιός παίρνει οινόπνευμα από την αποθήκη για να το αποστάξει και να παραγάγει ούζο, το δηλώνει.
Επιβάλλει!
Προκειμένου το κράτος να είναι βέβαιο ότι θα εισπράξει το ποσό του φόρου, επιβάλλει στις ποτοποιίες που αποστάζουν έως 10 τόνους οινοπνεύματος το χρόνο να καταθέτουν ως εγγύηση 15.000 το έτος και 150.000 ευρώ αν βρίσκονται στον πρώτο χρόνο λειτουργίας τους. Όμως, φαίνεται ότι οι υπηρεσιακοί παράγοντες που χειρίζονται αυτά τα θέματα έχουν δώσει μια διαφορετική ερμηνεία και ζητούν από όλες τις μικρές ποτοποιίες που αποστάζουν λιγότερο από 10 τόνους οινοπνεύματος το χρόνο, να καταβάλουν φέτος, που είναι η πρώτη χρονιά εφαρμογής του μέτρου, 150.000 ευρώ ως εγγύηση ή μια αντίστοιχης αξίας εγγυητική επιστολή.
Επιπλέον, πρόβλημα είναι ότι ο ποτοποιός θα πρέπει μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου να καταβάλει τον Ε.Φ.Κ. και το Φ.Π.Α. για τα προϊόντα που τιμολόγησε μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου. Ωστόσο, το αντίτιμο των προϊόντων αυτών ο ποτοποιός θα το εισπράξει τέσσερις μήνες μετά. Αυτό σημαίνει ότι, για να λειτουργήσει απρόσκοπτα μια ποτοποιία, θα πρέπει να διαθέτει πολύ μεγάλη ρευστότητα ή κάποια τράπεζα να της χορηγεί πίστωση. Στις μέρες μας είναι σπάνιο φαινόμενο οι ποτοποιίες να έχουν μεγάλη ρευστότητα κι οι τράπεζες έχουν κλείσει τις στρόφιγγες χρηματοδότησης λόγω της οικονομικής κρίσης.
Με πολύ μεγάλη καθυστέρηση γίνεται και η επιστροφή τού Φ.Π.Α. στις ποτοποιίες που κάνουν εξαγωγές.
Έτσι, σε μια περίοδο μεγάλων δυσκολιών και συρρίκνωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας μας, αντί να στηρίζονται οι ποτοποιίες που προσπαθούν να αυξήσουν τον κύκλο εργασιών τους, είναι υποχρεωμένες να αντιμετωπίσουν νέα εμπόδια. Εμπόδια που τα βάζει το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο.
Η εξασφάλιση της απαιτούμενης ρευστότητας από τις ποτοποιίες κοστίζει, καθώς τα δάνεια και οι εγγυητικές επιστολές από τις τράπεζες επιβαρύνονται με υψηλά επιτόκια. Το κόστος αυτός επιβαρύνει την τελική τιμή των προϊόντων, με αποτέλεσμα να γίνονται λιγότερο ανταγωνιστικά και να μειώνονται οι πωλήσεις.