Το Σωματείο Εργαζομένων τής ΕΑΣ Λέσβου για πρώτη φορά παρεμβαίνει δημοσίως στη συζήτηση για το μέλλον της κορυφαίας συνεταιριστικής επιχείρησης του Νομού. Μιλά ανοιχτά για τα προβλήματα της οργάνωσης λίγες μέρες πριν την πραγματοποίηση της γενικής συνέλευσής της.
Κραυγή αγωνίας από το Σωματείο Εργαζομένων τής ΕΑΣ Λέσβου
Το Σωματείο Εργαζομένων τής ΕΑΣ Λέσβου για πρώτη φορά παρεμβαίνει δημοσίως στη συζήτηση για το μέλλον της κορυφαίας συνεταιριστικής επιχείρησης του Νομού. Μιλά ανοιχτά για τα προβλήματα της οργάνωσης λίγες μέρες πριν την πραγματοποίηση της γενικής συνέλευσής της και στον απόηχο της κριτικής που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ Λέσβου και της απάντησης του πρόεδρου της Ένωσης, Αλέκου Γιαζιτζόγλου. Η ανακοίνωσή του αποτελεί κραυγή αγωνίας για το μέλλον τής ΕΑΣ Λέσβου και για το εργασιακό μέλλον των μελών της.
Όπως υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση, τα οικονομικά και τα δομικά προβλήματα της Ένωσης είναι αποτέλεσμα της κακοδιαχείρισης που γινόταν στο παρελθόν, που σε συνδυασμό με την αδυναμία που επιδεικνύει η τωρινή διοίκηση και η τωρινή διεύθυνση να τα αντιμετωπίσουν, υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης, διογκώνονται.
Ευθύνες σε πολλούς
Η παραπάνω διατύπωση επιμερίζει ευθύνες σε πολλούς. Αναγνωρίζει ότι η οικονομική κρίση έχει διογκώσει τα προβλήματα, επιρρίπτοντας ωστόσο ευθύνες τόσο στο Δ.Σ. τής ΕΑΣ Λέσβου όσο και στο διευθυντή, Στρατή Χατζηδημητρίου. Δείχνει, όμως, πως ευθύνες έχουν και τα παλαιά Δ.Σ. της Ένωσης και όσοι συμμετείχαν σε αυτά.
Η αναφορά σε οικονομικά και δομικά προβλήματα δείχνει πως η Ένωση δεν αντιμετωπίζει μόνο προβλήματα ρευστότητας ή έλλειψης κεφαλαίων, αλλά και πολύ σημαντικότερα προβλήματα, που περιορίζουν τη δραστηριότητά της και τον τζίρο της. Θυμίζουμε ότι η ΕΑΣ Λέσβου έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς ζωοτροφών.
Αμέσως μετά, οι Εργαζόμενοι αναφέρουν ότι πολλές φορές έχουν ζητήσει από τη διοίκηση της ΕΑΣ Λέσβου να συζητήσουν τις λύσεις που υπάρχουν, αλλά ποτέ στο κάλεσμά τους δεν υπήρξε ανταπόκριση.
Το Σωματείο αναφέρει πως οι 39 εργαζόμενοι της ΕΑΣ Λέσβου έχουν υποστεί μειώσεις μισθών και παρ’ όλα αυτά αντεπεξέρχονται στις υποχρεώσεις τους στηριζόμενοι στο φιλότιμο και τις δεξιότητές τους. Συγχρόνως, όμως, βρίσκονται στη μέση διοικητικών αποφάσεων και στοχευμένων δράσεων παλιών και νέων «παικτών» στην αγορά του ελαιολάδου. Τούτη η αναφορά, από τη μια έχει στόχο τη διοίκηση της ΕΑΣ Λέσβου που δεν ξεκαθαρίζει την πολιτική της για το λάδι, κι από την άλλη απευθύνεται προς τα πρώην στελέχη τής ΕΑΣ Λέσβου, που τώρα δραστηριοποιούνται στο χονδρικό εμπόριο του ελαιολάδου αξιοποιώντας τις γνώσεις που απέκτησαν ως στελέχη της Ένωσης.
Σε άλλο σημείο το Σωματείο ξεκαθαρίζει πως δεν είναι εκείνο που θα κάνει καταλογισμό ευθυνών, ωστόσο θεωρεί ότι ήρθε η ώρα να αναλάβουν τις ευθύνες τους οι τοπικές αρχές, οι βουλευτές του τόπου, η διοίκηση της ΕΑΣ Λέσβου και φυσικά το σύνολο του συνεταιριστικού κινήματος.
Το Σωματείο, εξ άλλου, θεωρεί πως τώρα είναι η ώρα «το συνεταιριστικό κίνημα να αναδυθεί από τις στάχτες του και να διαδραματίσει το ρόλο που πρέπει. Να δείξει ότι ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας πλεονεκτεί έναντι των άλλων μορφών.». Ακόμη το Σωματείο υπογραμμίζει πως «η Ένωση δεν ανήκει σε κανέναν! Δεν έχει “χρώμα” και αφεντικά! Ανήκει στο Λέσβιο αγρότη, στον παππού μας, στον πατέρα μας, στον καθένα από εσάς! Μην το ξεχνάτε…».
«Καλούμε», καταλήγει η ανακοίνωση, «τις τοπικές αρχές, τους βουλευτές του νησιού οποιουδήποτε “χρώματος”, να σκύψουν πάνω από τη μακροβιότερη οικονομική επιχείρηση του τόπου (και μία από τις μεγαλύτερες πανελλαδικά), με τις αρτιότερες υποδομές, την πείρα ετών και δυνατότητες εξέλιξης, την ΕΑΣ Λέσβου, την ΕΑΣ των Λέσβιων παραγωγών, αντί να εθελοτυφλούν και να υποκύπτουν σε ιδιωτικά και κομματικά συμφέροντα. Εμείς οι απλοί υπάλληλοι της ΕΑΣ Λέσβου είμαστε εδώ, ενωμένοι, ενεργοί και πάνω από όλα πρόθυμοι για να την πάμε ένα βήμα μπροστά, για όλους εμάς τους Λέσβιους πολίτες! Μη σταθείτε στην απλή ανάγνωση της επιστολής αυτής, αναμένουμε τις ενέργειές σας για τις οποίες και θα ενημερωθεί η κοινωνία του νησιού, ανοιχτά και υπό το πρίσμα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας για το κοινό συμφέρον και την τοπική ανάπτυξη του τόπου.»