Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Προτίμησα να σε χαιρετήσω για το τελευταίο σου ταξίδι γράφοντας, ενώ παράλληλα οι θύμησες θα περνούν από το μυαλό μου και θα μετουσιώνονται σε λέξεις.
Δεν θα μιλήσω για τον άριστο μαθητή, τον ικανό αθλητή και τον οικογενειάρχη Φωτή Ξύδα, αυτά είναι γνωστά στον περίγυρο της Μυτιλήνης και της Λέσβου.
Θα μιλήσω για τον πατριώτη Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη.
Σε μια περίοδο που οι επισκέπτες-τουρίστες στη γειτονική χώρα ήταν μερικές εκατοντάδες το χρόνο, τα καραβάκια για το Αϊβαλί σπάνια, η ομογένεια στην Πόλη φοβισμένη, έβλεπαν υπάλληλο του Προξενείου και άλλαζαν δρόμο. Το Φανάρι «κλεισμένο στο καβούκι του», περιτριγυρισμένο από τους φανατικούς ισλαμιστές της κοινότητας Ισμαήλ Αγά και τους «γκρίζους λύκους».
Ήρθες εσύ με το πάθος σου, τις ικανότητές σου και την «ευελιξία» σου και σε μερικούς μήνες τα άλλαξες όλα. Ακούστηκαν ξανά ψαλμωδίες, με την παρουσία των εκπροσώπων της μητέρας Πατρίδας, στη Βλάγκα, στα Ψωμαθειά, στο Βαφειοχώρι, στα Θεράπεια και σε κάθε ελληνική γωνιά της Πόλης. Ξαναχτύπησαν οι καμπάνες στον Αϊ Γιώργη τον Κουδουνά στην Πρίγκηπο, μαζί με τα τραγούδια των ομογενών αλλά και των απλών τούρκων που προσκυνάν στον Άγιο.
Στα ομογενειακά σχολεία φύσηξε άλλος αέρας, ο ομογενειακός τύπος αναστήθηκε, τα αθλητικά σωματεία ξαναλειτούργησαν. Το αθλητικό κέντρο του Πέρα ανακαινίστηκε και ξαναλειτούργησε. Ο φόβος άρχισε σιγά-σιγά να φεύγει από τις καρδιές των λιγοστών ομογενών και κυρίως αυτών που ήταν χαμένοι μέσα στην Πόλη μακριά από το Φανάρι και το Προξενείο.
Μετά από δεκαετίες πάτησε το πόδι του Γενικού Προξένου στην Ίμβρο και την Τένεδο. Στα Αγρίδια σε υποδέχτηκαν με ανάμεικτα αισθήματα φόβου και αγάπης, στο Κάστρο, στο ερειπωμένο Σχοινούδι, στην Αγιά Παρασκευή στην Τένεδο ξανάναψε το καντήλι.
Ισορροπώντας μεταξύ Φαναρίου και Αθήνας πέτυχες να βελτιώσεις τις κάκιστες σχέσεις τους. Προσπάθησες με ευγένεια και καλοσύνη και επιμονή να πείσεις τους σεπτούς Ιεράρχες και πρώτον τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ότι τα ομογενειακά ιδρύματα είναι περιουσία του έθνους και όχι μιας ομάδας που τα διαχειριζόταν, εξάλλου συντηρούνται από το υστέρημα του ελληνικού λαού και από τα κληροδοτήματα.
Είναι πολλά -τι να πρωτοθυμηθώ καλέ μου Φίλε- αφήνω για τελευταίο το άκουσμα της ψαλμωδίας μετά από ογδόντα και πλέον χρόνια ξανά στον μισογκρεμισμένο Ταξιάρχη στα Μοσχονήσια.
Δικό σου έργο ήταν το ξαναζωντάνεμα της γραμμής Μυτιλήνη-Αϊβαλί δίνοντας πρώτος το παράδειγμα. Μετέπειτα οι διευκολύνσεις των τούρκων τουριστών, από τη θέση του Πρέσβη στην Άγκυρα ήταν δική σου προσπάθεια. Σίγουρα βοηθούν κάθε χρόνο την οικονομία του Νησιού μας.
Σου είπα φίλε όταν πήρες σύνταξη, γιατί δεν μένεις στην Αθήνα; Μου απάντησες «λατρεύω τη Μυτιλήνη, τη θάλασσα, τον ήλιο της και τους απλούς ανθρώπους της».
Τα λίγα χρόνια αυτά ένοιωσες την πίκρα από το χαμό της συντρόφου σου αλλά και τη χαρά από το διάδοχο σου το μικρό Φωτή. Δελεάστηκες από τις «σειρήνες» της πολιτικής και αγνόησες τις χωρίς υστεροβουλία συμβουλές των στενών σου φίλων, πικράθηκες και πείσμωσες. Δυστυχώς η μοίρα δεν σε άφησε να χαρείς, σε πήρε μακριά.
Καλό σου ταξίδι αγαπημένε μου Φίλε…