Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Αν και τα δυσάρεστα στην εποχή μας τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός, η θλιβερή είδηση μας ήρθε λίγο καθυστερημένα. Πάει ο Βασιλάκης ο Πίκουλος! Φουρνιά μας, συμμαθητής στο δεύτερο Λύκειο Μυτιλήνης, χάθηκε πρόωρα και ξαφνικά μ’ έναν τρόπο που δεν άφηνε περιθώρια σε μας τους φίλους τους και στους δικούς του της οικογένειας να προλάβουμε να το χωνέψουμε.
Αν μου λέγανε πες μου μια μόνο λέξη που να τον χαρακτηρίζει θα έλεγα «γλυκός άνθρωπος». Άξιος στη δουλειά του σαν επαγγελματίας οικονομολόγος, με άποψη και ευαισθησία για τα κοινωνικά ζητήματα, τον έπνιγε πολλές φορές το δίκιο -όχι το δικό του εγωιστικά, το δίκιο των άλλων, των αδύνατων και των κατατρεγμένων- φόρτωνε και μιλούσε κι έγραφε με πάθος, αλλά την ίδια στιγμή ήταν πρόθυμος να ακούσει και την αλήθεια του άλλου, να κατανοήσει, ακόμα και να συγχωρήσει αν έκρινε πως κάποιος ξεστράτισε από το σωστό.
Έτοιμος να χαμογελάσει ή και να γελάσει με την καρδιά του σαν άκουγε προσεγγίσεις της ζωής που ακουμπούσαν τα πράγματα με χιούμορ, αλλά και κρατώντας ψηλά τη σημαία της συνέπειας σε όσα πίστευε.
Ανταμώναμε στη χάση και στη φέξη, αυτός στην Αθήνα με τη Μαρία κι εμείς εδώ στο νησί, πήρε ανάποδες μια μέρα, κάτι γράφτηκε στην εφημερίδα και δεν του άρεσε, πήρε με το θάρρος το Μανώλη να του τα ψάλει, «τι μ…. είναι αυτά που γράψατε» του είπε με τον αυθορμητισμό του, δεν έχασε ευκαιρία ο Μανώλης, «γράψε εσύ ρε Βασίλη τα σωστά» γεννήθηκε μια από τις πιο ζωντανές στήλες του «ΕΜΠΡΟΣ» για μεγάλο διάστημα με τον εμβληματικό τίτλο … «Κεραμιδόγατος ο Μαντουμανταδόρος»! Πόσοι και πόσοι δεν είχανε πει στο Μανόλη όσο κρατούσε αυτή η τακτική συνεργασία, ότι συμφωνούσαν ή όχι μαζί του, ξεκινούσαν την ανάγνωση της εφημερίδας από τη στήλη του Βασίλη!
Ακόμα κι όταν διαφωνούσες μαζί του, ακόμα κι αν είχε την αίσθηση ότι άθελά σου ίσως τον αδίκησες ήταν πρόθυμος να σου δώσει την αγκαλιά του και να κρατήσει ζωντανή τη φιλία του. Μου έχει μείνει αξέχαστο ένα σκηνικό, παραμικρό ίσως, που δείχνει τη μεγάλη και γλυκιά καρδιά του.
Στα φοιτητικά μας χρόνια η ΛΕΣ (Λεσβιακή Ένωση Σπουδαστών), είχε ανάμεσα στα άλλα και θεατρικό τμήμα που έδινε παραστάσεις και στην Αθήνα αλλά και στη Μυτιλήνη και σε καμιά εικοσαριά χωριά, κάθε χρόνο με άλλο έργο. Θα ήταν το 76 θυμάμαι, ανεβάσαμε τις «Δύο καμινάδες» του Στρατή Παπανικόλα, εγώ είχα τον ρόλο του κακού γαιοκτήμονα και εργοστασιάρχη κι ο Βασίλης έκανε τον -επίσης κακό- επιστάτη μου. Έχοντας ο ρόλος μου μεγάλο κομμάτι της πρόζας, είχε σε δυο σημεία κάποιες ατάκες που έμοιαζαν. Σε δυο τρεις παραστάσεις τα μπέρδεψα, είπα τη δεύτερη ατάκα, οι άλλοι αναγκαστικά προσαρμόστηκαν μαζί μου, με αποτέλεσμα να χάνεται ένα κομμάτι του έργου γύρω στο ένα τέταρτο! Μπορεί ο πολύς κόσμος να μην καταλάβαινε το άγαρμπο αυτό …μοντάζ, έλα όμως που σε αυτό το κρίσιμο τέταρτο ήταν ολόκληρη η παρουσία του Βασίλη στο έργο!
Οποιοσδήποτε στη θέση του θα θύμωνε, τόσες πρόβες, τόσες ταλαιπωρίες όλων μας «από χωρίου εις χωρίον» εκείνος ερχόταν όσες φορές έγινε η στραβή στο τέλος της παράστασης σε μένα και εις επήκοον όλων, έλεγε δήθεν με παράπονο, μα πάντα καλόκαρδα και σιμογελώντας «Ρε σεις, πάλι με ….πηδήξατε»!
Από μένα κι από Μανόλη κι απ’ όλο το ΕΜΠΡΟΣ που τίμησες με την συνεργασία σου, Βασίλη μας στο καλό. Μαρία και Νεφέλη να ζήσετε να θυμάστε με αγάπη και υπερηφάνεια τον καλό αυτό άνθρωπο.