Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Πριν μέρες, τουρίστες-παρατηρητές της πανίδας και της χλωρίδας της Λέσβου εντόπισαν μεγάλη ποσότητα τυρόγαλου να κατεβαίνει από χείμαρρο που καταλήγει στον κόλπο της Καλλονής. Ο χείμαρρος ξεκινάει από την Αγία Παρασκευή. Η καταγγελία έγινε από την Ομάδα Εθελοντικής Δράσης Καλλονής με την επισήμανση: «Παρακαλούμε θερμά να είναι αυτή η τελευταία φορά που πραγματοποιείται ρίψη τυρόγαλου και σχετικών αποβλήτων στην προστατευμένη περιοχή του ποταμού στις Αλυκές της Αγίας Παρασκευής. Ελπίζουμε επίσης στην αντίδραση και την επαγρύπνηση των υπευθύνων.»
Όπως μας είπε μέλος της Ομάδας, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, είναι η δεύτερη φορά που γίνεται ρήψη τυρόγαλου στο συγκεκριμένο χείμαρρο φέτος. Η ρήψεις του τυρόγαλου γίνονται Σαββατοκύριακο από βυτιοφόρα οχήματα σε σημείο του χειμάρρου που δεν είναι ορατό από την Εθνική Οδό Μυτιλήνης - Καλλονής. Πέρυσι την ίδια εποχή είχαν εντοπισθεί έξι τέτοια περιστατικά.
Το μέλος της Ομάδας Εθελοντικής Δράσης Καλλονής που μίλησε στο «Ε», αναφέρει πως οι τουρίστες, εκτός από το τυρόγαλο, φωτογραφίζουν και τα αστικά λύματα που ρέουν στο χείμαρρο και καταλήγουν στον Κόλπο Καλλονής. Στη συνέχεια, οι φωτογραφίες με τη ρύπανση δημοσιεύονται σε ιστοσελίδες και προσωπικά μπλογκ, κι είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ποια είναι τα σχόλια που τις συνοδεύουν.
Σε προηγούμενα χρόνια έχουν καταγραφεί πολλά περιστατικά ρύπανσης χειμάρρων και άλλων δασικών εκτάσεων με τυρόγαλο, σε πολλά σημεία της Λέσβου. Το νέο περιστατικό δείχνει πως το πρόβλημα της διαχείρισης του τυρόγαλου δεν παραμένει άλυτο.
Η ανεύρεση της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων που επιδίδονται στην ανεξέλεγκτη ρύπανση των χειμάρρων, είναι αρκετά δύσκολη υπόθεση, καθώς απαιτεί παρακολούθηση των κινήσεων που κάνουν τα βυτιοφόρα οχήματα του νησιού.
Ο περιφερειακός διευθυντής Περιβάλλοντος και Χωροταξίας, Γιώργος Λεμονός, δήλωσε ότι στην υπηρεσία δεν έγινε καμμία καταγγελία. Επίσης υπογράμμισε ότι δυστυχώς η υπηρεσία του σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου η ρύπανση έχει τελεσθεί, είναι σχεδόν αδύνατο να βρει ποιος ή ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για αυτήν. Γι’ αυτό και η μόνη λύση είναι να υπάρξει περισσότερη αστυνόμευση προκειμένου να εντοπισθούν οι δράστες.