Μία τέχνη που δεν είναι μόνο για… παιδιά, φιλοδοξεί να «συστηθεί» στους κατοίκους της Λέσβου. Την Κυριακή 1η Νοεμβρίου, όταν γιορταζόταν η Γιορτή του Κάστανου στην Αγιάσο, μικροί και σε μεγάλοι απόλαυσαν δύο παραστάσεις κουκλοθέατρου.
«Οι κουρτίνες της σκηνής είναι κλειστές. Όλα είναι μαύρα. Κι εμείς φοράμε μαύρα ρούχα από το λαιμό μέχρι και τα δάχτυλα μας, που είναι καλυμμένα με μαύρα γάντια. Η κουρτίνα ανοίγει…» Η περιγραφή αυτή συμπυκνώνει, ίσως, όλη την ουσία μιας παράστασης κουκλοθέατρου. Πρόκειται, εξάλλου, για την καταγραφή της εμπειρίας ενός σχετικού διαγωνισμού, μιας ομάδας κουκλοθέατρου που έχει δημιουργηθεί στη Λέσβο.
Η Ευαγγελία Καμπουράκη τελείωσε το Τμήμα Θεάτρου της Θεσσαλονίκης. Αντίστοιχα, η Ευγενία Τσιχλιά τελείωσε το Τμήμα Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Και οι δύο ασχολούνται εδώ και χρόνια με το κουκλοθέατρο, και οι δύο πέρασαν - με διαφορά ενός χρόνου - στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας. Ο ντόπιος ξυλογλύπτης Γιώργος Συκομιτέλλης είναι γνωστός από τα ιδιαίτερα έργα του, ενώ ο μουσικός και οργανοποιός Αντώνης Μυλωνάς ήρθε στη Λέσβο φέτος.
Οι τέσσερίς τους έπαιξαν την Κυριακή 1η Νοεμβρίου, όταν γιορταζόταν η Γιορτή του Κάστανου στην Αγιάσο, δύο παραστάσεις κουκλοθέατρου, μία στο Αναγνωστήριο και μία στο Κέντρο Νεότητας, προσφέροντας σε μικρούς αλλά και σε μεγάλους επισκέπτες που παρευρέθηκαν στη γιορτή, την ευκαιρία να απολαύσουν ένα θέαμα σπάνιο για τη Λέσβο. Αυτό της κούκλας που παίρνει ζωή μέσα από τον «εμψυχωτή» της και… κλέβει την παράσταση…
Οι δύο αυτές 25λεπτες παραστάσεις ήταν οι ίδιες που οι τέσσερις καλλιτέχνες παρουσίασαν τον περασμένο Οκτώβριο στο διαγωνιστικό τμήμα της Διεθνούς Συνάντησης Κουκλοθέατρου και Παντομίμας, που κάθε χρόνο πραγματοποιείται στο Κιλκίς, το οποίο αφορούσε στους νέους Έλληνες κουκλοπαίκτες. Οι τίτλοι αυτών: «Όποιος έχει τη… μύγα» και «Φακιρίσματα». Μάλιστα, η δεύτερη παράσταση «έκλεψε» τον ενθουσιασμό του κοινού, αφού απέσπασε τα χειροκροτήματά του όχι μόνο όταν τελείωσε, αλλά και κατά τη διάρκειά της.
Η Λέσβος, σημείο… συνάντησης
«Τα “Φακιρίσματα” ξεκίνησαν με ιδέα της Ευαγγελίας, λίγο μετά το Πάσχα. Ξεκινήσαμε την κούκλα, την υπόθεση δεν την είχαμε ακόμη στο μυαλό μας. Συνήθως η κούκλα είναι αυτή που σου λέει τι θέλει να κάνει. Η Ευαγγελία έφτιαξε την κούκλα, μου την έδειξε και μου άρεσε, θέλαμε να πάμε και στο Κιλκίς και έτσι στήσαμε την όλη ιδέα.»
Ο Γιώργος Συκομιτέλλης, ως ξυλογλύπτης με μεγάλη εμπειρία των υλικών, ήταν επόμενο να μπορέσει να βοηθήσει, ιδιαίτερα στο κατασκευαστικό κομμάτι των παραστάσεων, αλλά και να παράσχει πολλά από τα υλικά που χρειάζονταν. Στην πορεία, βέβαια, προέκυψε και για αυτόν ένας ρόλος, αφού η παράσταση χρειαζόταν κάποιον να κάνει την… Αστυνομία και ο ίδιος κρίθηκε ως ο πιο κατάλληλος.
Στη συνέχεια, εμφανίστηκε και ο παράγοντας «τύχη» τού όλου εγχειρήματος, ο Αντώνης Μυλωνάς, αφού έφτασε στο νησί όσο η παράσταση ετοιμαζόταν και ενώ χρειαζόταν μουσική. Δεδομένου ότι ήταν πολύ πρόθυμος, ο ρόλος του ήταν απόλυτα ξεκάθαρος…
Κιλκίς και Αγιάσος
Τα «Φακιρίσματα» στήθηκαν, ουσιαστικά, μέσα στο καλοκαίρι και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Όπως λένε οι δημιουργοί τους, επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τα γεγονότα και τις δράσεις της αντιρατσιστικής συνάντησης «No Border» που λάμβανε χώρα εκείνο το διάστημα.
«Σκεφτήκαμε να κάνουμε το φακίρη μετανάστη», εξηγεί η Ευγενία. «Οι φακίρηδες κάνουν διάφορα κόλπα. Επίσης πεινάνε, και έτσι ο δικός μας φακίρης θα μπορούσε να βγάλει κάποια χρήματα κάνοντας τα κόλπα του.
Βγάζει το καπέλο του και ξεκινάει, αλλά είναι αποτυχημένος και δεν του βγαίνει κανένα κόλπο. Και σα να μην έφτανε αυτό, εμφανίζεται κάθε τόσο και η Αστυνομία που τον κυνηγάει. Στο τέλος, ο φακίρης καταφέρνει να κάνει ένα και μοναδικό κόλπο: να συρρικνώσει το περιπολικό της Αστυνομίας. Όταν όμως προσπαθεί να το φάει, δεν του αρέσει. Έτσι, η παράσταση τελειώνει με το φακίρη να φτύνει το περιπολικό και να φεύγει.»
Ο πολύ πετυχημένος αυτός συνδυασμός της σωματικής κατάστασης του φακίρη με το κοινωνικό μήνυμα - το πρόβλημα με την Αστυνομία - στάθηκε και ο λόγος που η παράσταση απέσπασε χειροκροτήματα στο διαγωνισμό που πραγματοποιήθηκε στο Κιλκίς.
«Δεν περιμέναμε να έχουμε τόση επιτυχία, ήταν μεγάλη η χαρά μας», λέει η Ευγενία.
Και η εμπειρία της Αγιάσου ήταν ενδιαφέρουσα για την ομάδα, αφού ήταν και η πρώτη τους από κοινού εμφάνιση στο νησί. «Υπήρχε ανταπόκριση από τον κόσμο, παρ’ όλο που το αρχικό σχέδιο που έλεγε να γίνουν έξω οι παραστάσεις άλλαξε λόγω καιρού και δεν υπήρξε καλή σχετική ενημέρωση. Τα παιδάκια ενθουσιάστηκαν, αλλά και πολλοί μεγάλοι μάς έδωσαν συγχαρητήρια», λέει η Ευαγγελία.
Υπηρετώντας την κούκλα
Τόσο τα «Φακιρίσματα», όσο και το «Όποιος έχει τη… μύγα», είναι παραστάσεις χωρίς λόγια, αφού οι δημιουργοί τους θεωρούν ότι πρώτα έρχεται η κίνηση και μετά η ομιλία.
«Τις περισσότερες φορές, η κίνηση της κούκλας μας λέει ό,τι θέλουμε, ώστε να μη χρειάζεται να βάλουμε λόγια», λέει η Ευαγγελία. «Το κουκλοθέατρο είναι ουσιαστικά σωματικό θέατρο, δε χρειάζεται το λόγο», συμπληρώνει η Ευγενία.
Παρ’ όλο που και οι δύο έχουν τελειώσει σχολές που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν στην ηθοποιία, τόσο η Ευαγγελία, όσο και η Ευγενία συμφωνούν τουλάχιστον σε ένα πράγμα: ότι αυτό που τις τράβηξε στο κουκλοθέατρο είναι το ότι δε χρειάζεται να βρίσκονται μπροστά από τα «φώτα».
«Μας αρέσει πολύ η αίσθηση ότι “υπηρετούμε” την κούκλα. Γι’ αυτό επιλέξαμε το κουκλοθέατρο», λένε. «Η κούκλα είναι σχεδόν αυτόνομη, απλά ο κουκλοπαίκτης χρειάζεται για να την εμψυχώσει. Όσοι ασχολούνται με το κουκλοθέατρο έχουν αυτή την αίσθηση.»
Στην Ελλάδα το κουκλοθέατρο δεν είναι ακόμη διαδεδομένο, εμφανίζεται κυρίως στην Αθήνα, όπου γίνονται και κάποια σχετικά σεμινάρια, ενώ συνήθως είναι συνδυασμένο στη συνείδηση του κόσμου με τις απλές κούκλες που χρησιμοποιούνται σε παιδικές παραστάσεις κουκλοθέατρου. Μάλιστα, σύμφωνα με την Ευαγγελία, η χώρα μας είναι η μόνη στην Ευρώπη όπου δεν υπάρχει κάποιος ξεχωριστός όρος για την κούκλα του κουκλοθέατρου. «Οι περισσότεροι νομίζουν ότι είναι κάτι απόλυτα παιδικό και εμένα την ίδια με ρωτούν συχνά πώς μπορώ και το κάνω για δουλειά. Δεν μπορούν να το καταλάβουν, γιατί δε γνωρίζουν τις δυνατότητες που έχει», λέει.
Αυτό που ενδιαφέρει τα τέσσερα μέλη της ομάδας, είναι το να παίξουν τις δύο παραστάσεις σε πολλά σημεία της Λέσβου, ιδιαίτερα στα χωριά, προκειμένου «να δει κουκλοθέατρο ο κόσμος του νησιού». Μάλιστα, προτιμούν οι παραστάσεις να γίνονται σε ανοιχτούς χώρους, αφού ο δρόμος απελευθερώνει τόσο τους κουκλοπαίκτες, όσο και το κοινό.
Εκτός από αυτό, όμως, απώτερος στόχος τους είναι να τις παρουσιάσουν σε σχολεία, μια διαδικασία που απαιτεί σχετική άδεια από τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Μάλιστα, σκέφτονται μετά από κάθε παράσταση να οργανώσουν και θεατρικό παιχνίδι, ώστε τα παιδιά «να έρθουν σε επαφή με την κούκλα, να την πιάσουν, να τη δουλέψουν». Εφόσον υπάρχει χρόνος, στόχος είναι να γίνεται και μια απλή κατασκευή κούκλας και εμψύχωσή της, κάτι απλό, αφού μπορεί κανείς να παίξει και μόνο με ένα απλό αντικείμενο. «Έχουμε ξαναπαίξει σε σχολεία. Εάν γίνει, θα είναι ένα πολύ ωραίο πρόγραμμα», υποστηρίζει η Ευαγγελία.
«Το να παίζεις σε σχολεία είναι μια πρόκληση, αφού κάθε φορά οι συνθήκες αλλάζουν ανάλογα με την ηλικία των παιδιών, αλλά και τους χαρακτήρες τους και την περιοχή που παίζει κανείς», λέει η Ευγενία.
Και η Ευαγγελία κλείνει κάπως έτσι τη γραπτή αναφορά της στην εμπειρία του Κιλκίς: «Ο Φακίρης μας έζησε μεγάλες στιγμές, αλλά τώρα η ζωή του έχει διακοπεί, προσωρινά τουλάχιστον. Θα ξαναβγεί από τη βαλίτσα του και θα ζήσει πάλι περιπέτειες. Ο Φακίρης μας τώρα δεν έχει παρόν, αλλά έχει ένα ένδοξο παρελθόν και όλες τις προϋποθέσεις για ένα ανάλογο μέλλον να τον περιμένει...»