Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Η υπεροχή του Λόγου απέναντι στα άλλα όργανα άσκησης της πολιτικής εξουσίας είναι μια αντίληψη, που ως πολύτιμη κληρονομιά κληροδότησε η κλασική αρχαιότητα στο νεότερο δυτικό φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος, με την εξαίρεση βέβαια του θεσμού της δουλείας - θεσμού όμως που χαρακτηρίζει ως κάτι αυτονόητο όλες τις αρχαίες πολιτικές κοινωνίες. Η αντίληψη αυτή προσδιόρισε τους τρόπους και τα μέσα των πολιτικών ανταγωνισμών, την άσκηση της πολιτικής εξουσίας και τη νομιμότητα του πολιτικού συστήματος. Συνακόλουθα, απέναντι στον πολιτικό ντετερμινισμό, θεώρησε ότι οι κανόνες του «πράττειν τα πολιτικά» στο πλαίσιο μιας ιστορικής και πολιτικής πραγματικότητας, όπου διασταυρώνεται το ορθολογικό και το μη ορθολογικό, είναι κύρια ευθύνη των πολιτικών υποκειμένων και ότι αυτή η διασταύρωση είναι η προϋπόθεση της πολιτικής πράξης.
Έχει επισημανθεί ότι «η πολιτική μεταβολή είναι το σημάδι μιας αλλαγής στο νοητικό χώρο»: η κατάκτηση της εμπειρικής γνώσης ότι η πολιτική αρχίζει εκεί που τελειώνει η φυσική Βία. Αντίθετα η Δίκη περιγράφει το πλαίσιο, μέσα στο οποίο πρέπει να διεξάγεται ο πολιτικός αγώνας και είναι ίσως η μεγαλύτερη πνευματική και πολιτιστική κατάκτηση της πολιτικής κοινωνίας. Σύμφωνα με τη Δίκη (Δικαιοσύνη) διαμορφώνεται η έννοια του νόμου, του αγαθού και του κακού, της ελευθερίας της έκφρασης, της ισονομίας, της ισηγορίας και ανταγορίας (του δια-λόγου), της αποφασιστικής γνώμης της πλειονότητας των πολιτών. Σκοπός της πολιτικής, όπως και της ηθικής, ορίζεται η συλλογική και ατομική «ευδαιμονία» (Jean - Pierre Vernant. Bλ. το άρθρο μου στο «Εμπρός»: Η υπεροχή του Λόγου, Πέμπτη 28 Μαΐου 2015).
Στο πλαίσιο του δημοκρατικού καθεστώτος ο (διά) Λόγος και η υλική του έκφραση -το σύστημα της γλώσσας ως σύστημα επικοινωνίας- αποτελεί το ισχυρότερο όπλο στη διεξαγωγή του πολιτικού αγώνα για τη διεκδίκηση και νομή της πολιτικής εξουσίας. Η επίκληση στη λογική, με τη χρήση επιχειρημάτων και τεκμηρίων και στο συναίσθημα με τη χρήση βιωματικού και συγκινησιακού λόγου, η προσφυγή στην αυθεντία-προσώπου εγνωσμένου κύρους και θεωρητικής και εμπειρικής γνώσης, η αναφορά με αξιολογικούς χαρακτηρισμούς στο ήθος του πομπού, του δέκτη και του αντιπάλου είναι οι κυριότεροι τρόποι της πειθούς. Απαραίτητη βέβαια, πάνω απ’ όλα, προϋπόθεση ορθής δημοκρατικής λειτουργίας του συστήματος είναι η αξιοπιστία, η ειλικρίνεια και η φιλαλήθεια των χρηστών του.
Η εγελιανή άποψη, σύμφωνα με την οποία «ό,τι είναι ορθολογικό είναι πραγματικό και ό,τι είναι πραγματικό είναι ορθολογικό», θεμελιώνεται στη μεταφυσική επίνοια της «πανουργίας του Λόγου» και τη φιλοσοφία της ιστορίας του φιλοσόφου, αλλά ακυρώνει την πολιτική πράξη και προετοιμάζει το δρόμο στον ηθικό και πολιτικό μηδενισμό ενός «σοφιστικού λόγου»: των σοφισμάτων που μόνο επιφανειακά παρουσιάζονται ως έγκυρα επιχειρήματα, αλλά στην ουσία αποσκοπούν στο να δημιουργήσουν αυταπάτες για να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή συμφέροντα και πάθη.
Η μεταμφίεση είναι ο συνήθης τρόπος στην υπηρεσία του «σοφιστικού λόγου»: στο πλαίσιο ενός συστήματος ηθικών, κοινωνικών και πολιτικών αξιών ο πραγματικός σκοπός μιας πολιτικής πράξης αποκρύπτεται πίσω από κάποιον άλλο, που είναι πιθανότερο να γίνει πιο εύκολα αποδεκτός από την πολιτική κοινωνία. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά είδη μεταμφίεσης:
- την εξιδανίκευση της εικόνας του κόμματος και του αρχηγού, ως των μόνων αδιάφθορων και ικανών, που μάχονται για το συμφέρον ολόκληρης της πολιτικής κοινωνίας (ευμάρεια του λαού, πατρίδα, δικαιοσύνη, ισότητα και την ελευθερία),
- την προπαγάνδα, ώστε η μάζα των πολιτών να πιστέψει ότι κινδυνεύουν τα συμφέροντά της, ενώ δεν πρόκειται παρά για τα συμφέροντα μιας μειονότητας πραιτοριανών, την κατασκευή ενός εσωτερικού ή εξωτερικού εχθρού,
- τη γνωστή θεωρία της συνωμοσίας και της πέμπτης φάλαγγας, με στόχο την εξασθένηση της αντιπολίτευσης, ώστε να εξαναγκαστεί να συμμαχήσει με την πολιτική παράταξη, που ασκεί την εξουσία και μ’ αυτό τον τρόπο να αυτοακυρωθεί.
Ο «σοφιστικός λόγος» είναι λόγος «εριστικός». Δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια των πραγμάτων, αλλά «τον ήττω λόγον κρείττω ποιείν» (Αριστ. Ρητορική, 1402α 23). Γι’ αυτό οι «Αντιλογίες ή Δισσοί Λόγοι» κυριαρχούν στην αρχαία σοφιστική.
Η σημερινή ελληνική πολιτική πραγματικότητα -που ολοένα βυθίζεται μέσα σε μια οικονομική και εν γένει πολιτιστική δίνη- εμφανίζεται με το χαρακτήρα ενός, τουλάχιστον, παράδοξου πολιτικού φαινομένου, που θυμίζει ωστόσο αμυδρά τα τελευταία χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: την «παρά φύσιν» συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία θα καταγραφεί ως η κυβέρνηση με τις πιο χαμηλές επιδόσεις σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής που έχει βυθίσει τους περισσότερους πολίτες σ’ ένα βάλτο πενίας και απόγνωσης.
Το πιο επικίνδυνο, ωστόσο, για τη Δημοκρατία δεν είναι η ανικανότητα των προσώπων και η άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής που εδώ και χρόνια έχει ναυαγήσει. Είναι ο ιδεοληπτικός δογματισμός και λαϊκιστικός οπορτουνισμός αυτών των προσώπων, η παχυλή υποκρισία τους είναι η εξόφθαλμη διάσταση λόγων και πολιτικής πράξης, είναι οι ποικίλες μεταμφιέσεις τους, τα ψεύδη, ο δόλος και η απάτη, είναι η πολιτική αντίληψη που εκφράζουν τα εμφυλιοπολεμικά, βολονταριστικά και μανιχαϊστικά πολιτικά συνθήματα: «Ή εμείς ή αυτοί», «Ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν»: συνθήματα που δεν έχουν καμιά σχέση με το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, είναι η επιχείρηση να υποτάξουν και να ελέγξουν την πληροφόρηση και τα ΜΜΕ.
Αυτή η κυβέρνηση υποσχέθηκε πάρα πολλά, έπραξε τα αντίθετά τους. Της λείπει παντελώς η Αιδώς που συνοδεύει τη Δίκη, σύμφωνα με τον πλατωνικό Πρωταγόρα. Αν και διαθέτει την εμπιστοσύνη της βουλής, έχει χάσει πλέον τη νομιμοποίηση -έννοια με πολιτική αλλά και ηθική σημασία- διότι «εφαρμόζει» ένα πρόγραμμα τελείως διαφορετικό από τις εξαγγελίες με τις οποίες κατέλαβε τη εξουσία. Σημασία όμως στην πολιτική έχει η πράξη ως σαρκωμένος Λόγος.
Όταν ο Φάουστ στο ομώνυμο έργο του Γκαίτε επεχείρησε να μεταφράσει στα Γερμανικά την αρχή του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου «Εν αρχή ην ο Λόγος», κατέληξε εν τέλει στη μετάφραση: «Βοηθά το πνεύμα! Φως μου φέγγει, ας μη διστάξει/η πένα μου να γράψει: Πρώτα ήταν η πράξη».-
Ο Γιάννης Κωνσταντέλλης είναι φιλόλογος, δρ Πολιτικής Επιστήμης.