Tο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη είναι μια ταινία με ονομασία προέλευσης, τη γνησιότητα της οποίας ας κρίνει ο ντόπιος θεατής. Πρόκειται για έναν ύμνο της μυτιληνιάς ιδιοσυγκρασίας, όπως αυτή ζυμώνεται με τη γλώσσα, τις καθημερινές συνήθειες, τις χαρακτηριστικές χειρονομίες, τις ιδιαίτερες εκφράσεις.
Tο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη είναι μια ταινία με ονομασία προέλευσης, τη γνησιότητα της οποίας ας κρίνει ο ντόπιος θεατής. Πρόκειται για έναν ύμνο της μυτιληνιάς ιδιοσυγκρασίας, όπως αυτή ζυμώνεται με τη γλώσσα, τις καθημερινές συνήθειες, τις χαρακτηριστικές χειρονομίες, τις ιδιαίτερες εκφράσεις, τα χρώματα και τ’ αρώματα του τόπου, την αρχιτεκτονική, την ιστορία του.
Τη γλώσσα και την έκφραση αποδίδει αριστοτεχνικά ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, σε μια εξαίσια ερμηνεία, που οδηγεί σε κρεσέντο συγκίνησης χωρίς να φαλτσάρει πουθενά. Στο πρόσωπο του πλανόδιου φωτογράφου που υποδύεται, συνοψίζεται το τραγελαφικό του Μυτιληνιού γονιού, που μαλώνει και χαϊδεύει, ονειρεύεται και απελπίζεται, κλαίει και γελάει - συχνά ταυτόχρονα -, ζει και πεθαίνει, αποκλειστικά και μόνο μέσ’ από το παιδί του. Η παθολογική αυτή λατρεία, που λίγο πολύ όλοι οι Μυτιληνιοί έχουμε βιώσει, με τον τρόπο ακριβώς που αποδίδεται στην ταινία, μας φέρνει δάκρυα στα μάτια. Ο νόστος του αφηγητή που αναπολεί τις ρίζες του, συνθέτει τον προσωπικό μας νόστο στην παιδική ηλικία. Να κλάψω ή να γελάσω όταν θυμηθώ τη γιαγιά μου που στα 82 πίστευε ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να μεγαλώνουν, μάλλον, μετά τα 100, αν κρίνω από το ότι θεωρούσε τους 80ρηδες «μικρούς», όπως και ο Θόδωρος Κατσαδράμης, που ενσαρκώνει το ρόλο του παλιού αριστερού;
Ένα θλιμμένο χαμόγελο προκαλεί κι η τραγική τρυφερότητα με την οποία φροντίζει ο κεντρικός ήρωας να μην τρυπηθεί από την πέτρα που δένει πάνω του για να φουντάρει στο πέλαγος, σα να μην ετοιμάζεται για θάνατο αλλά για βαρκάδα με βαρκάρη το Χάροντα, κατά την αρχαία δοξασία. Καλά να πεθάνει, αλλά όχι και να τρυπηθεί! Χαζός δεν είναι.
Πόσους αριστοφανικούς τρελούς μας θύμισε ο Χ. Χατζηπαναγιώτης όταν μέσα στην απόγνωσή του αναπαράγει με σοφία τα παλαβά τους φερσίματα! Άνθρωποι που γύριζαν στα χωριά μας, αντικείμενα χλεύης, λοξοί εκ γενετής ή εκ πεποιθήσεως ή ακόμη, επειδή τα είχαν χάσει όλα εκτός από τη λογική τους, ν’ αντιλαμβάνεται και να μετράει τον πόνο τους. Υποκλίνομαι στη λόξα τους. Μπροστά τους, τύφλα να ‘χουν οι γνωστικοί.