Η Ηώ Αγγελή, η Γεραγώτισσα καλή ζωγράφος μιλάει στο «Ε» για την Τέχνη και τον τόπο της
Γεννήθηκε στο Σκόπελο της Γέρας, αλλά δεν έζησε ποτέ ουσιαστικά εκεί, αφού μεγάλωσε και ζει μόνιμα στην Αθήνα. Κι όμως, η Ηώ Αγγελή, η ζωγράφος που πρόσφατα επιμελήθηκε την παρουσίαση ορισμένων από τα βιβλία του παλιού ελαιοτριβείου Βρανά στον Παπάδο της Γέρας - το οποίο εγκαινιάστηκε ως Μουσείο Βιομηχανικής Ιστορίας της Λέσβου το προπερασμένο Σάββατο - και της οποίας ένα έργο βρίσκεται στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου, έχει μια σχέση ιδιαίτερη με τη Λέσβο. Τη συναντήσαμε στο σπίτι των παππούδων της στο Σκόπελο όπου μας μίλησε για τη συνεργασία της αυτή, αλλά και τη δουλειά της συνολικά, τη σχέση της με το νησί και το πώς φαντάζεται την καλλιτεχνική δημιουργία στη Λέσβο.
Κατάγεστε από το Σκόπελο της Γέρας, κι όμως μένετε μόνιμα στην Αθήνα. Ποια είναι η σχέση σας με το νησί της Λέσβου;
«Γεννήθηκα στο Σκόπελο, αλλά η οικογένειά μου μετακόμισε στην Αθήνα όταν ήμουν εννέα μηνών. Ήταν δύσκολες εποχές τότε, ειδικά επειδή ο πατέρας μου ήταν αριστερός. Έτσι, μέναμε μόνιμα στην Αθήνα, ώσπου ο πατέρας μου επέστρεψε στο νησί στις Προεδρικές Εκλογές του ‘81 και επανεκλέγηκε και πάλι, όπως και πριν φύγει, πρόεδρος του Σκοπέλου, διατελώντας για δύο δεκαετίες.
Τη δική μου σχέση με τη Λέσβο τη χαρακτηρίζουν περίεργα και έντονα συναισθήματα. Έρχομαι μόνο για διακοπές και αυτό πάλι δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε χρόνο. Ωστόσο, νοιάζομαι τον τόπο από όπου κατάγομαι. Στεναχωριέμαι περισσότερο από ό,τι θα στενοχωριόμουν για οποιαδήποτε άλλη περιοχή όταν, για παράδειγμα, βλέπω αυθαίρετες ή και νόμιμες ακόμη παρεμβάσεις στην αισθητική των κτηρίων που προσβάλλουν τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα - όπως κουφώματα αλουμινίου αντί για ξύλινα κουφώματα -, αντίστοιχα χαίρομαι περισσότερο όταν βλέπω να γίνεται κάτι καλό στην περιοχή της Γέρας και σε όλο το νησί.»
Πώς ξεκινήσατε τα βήματά σας στο χώρο της ζωγραφικής και πώς δουλεύετε σήμερα;
«Τελείωσα την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στη συνέχεια πήρα υποτροφία για το Λονδίνο, όπου και συνέχισα τις σπουδές μου. Επιστρέφοντας στην Αθήνα ξεκίνησα να εκθέτω σε διάφορες γκαλερί και αίθουσες τέχνης, τόσο στην πόλη των Αθηνών, όσο και στο εξωτερικό και κυρίως στην Αγγλία, όπου και σπούδασα. Θέλω να είναι ζωντανή η σχέση μου με τη ζωγραφική. Όταν ισχύει αυτό, ο κόσμος το καταλαβαίνει και σου το ανταποδίδει.
Σήμερα, έχω το προσωπικό μου εργαστήριο στην Αθήνα και δουλεύω για εκθέσεις. Αυτήν τη στιγμή ετοιμάζω την επόμενη έκθεσή μου, για την Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, με τίτλο “Τετελεσμένο μέλλον - Έφηβος Χρόνος”, η οποία έχει να κάνει με τη συνείδηση ενός προδιαγεγραμμένου μέλλοντος και αναφέρεται, κυρίως, στην επέκταση της πόλης, στο πώς επεμβαίνει το αστικό τοπίο στο υπαίθριο και πώς όλες αυτές οι συνθήκες επηρεάζουν τους ανθρώπους. Η συγκεκριμένη έκθεση, αναφέρεται κυρίως στους εφήβους.»
Τι σας εμπνέει για να δημιουργήσετε; Κινείστε γύρω από κάποια συγκεκριμένη θεματολογία;
«Δουλεύω όλα τα υλικά. Λάδι, ακριλικό, περισσότερο όμως τα υδροδιαλυτά χρώματα. Και δουλεύω κυρίως πάνω στον τόπο - το τοπίο - και τη φιγούρα. Με εμπνέει ο τρόπος που ο άνθρωπος επεμβαίνει στο τοπίο, συνήθως γεωμετρικά, αλλά και συνειδησιακά.
Από εκεί και πέρα, όταν πρόκειται για κάποια ανάθεση έργου, το ίδιο το θέμα σε καλεί να του δώσεις υπόσταση, ανεξαρτήτως υλικού.»
Για το λιοτρίβι στον Παπάδο
Εκτός από τη συμμετοχή σας με ένα έργο σας στη μόνιμη συλλογή του, επιμεληθήκατε την παρουσίαση ορισμένων από τα παλιά λογιστικά βιβλία του ελαιοτριβείου του Παπάδου, που πριν λίγες μέρες εγκαινιάστηκε ως Ελαιοτριβείο - Μουσείο της Βιομηχανικής Ιστορίας της Λέσβου. Πώς προέκυψε η δουλειά σας αυτή και με τι συναισθήματα σας άφησε;
«Αυτοί που μου μίλησαν για το ελαιοτριβείο και για την ύπαρξη των βιβλίων, ήταν η Ρούρα Σιφναίου και ο Νίκος Σηφουνάκης. Πήγα και είδα τα βιβλία στο χώρο συντήρησής τους, στο Εργαστήριο Συντήρησης Χάρτου του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης. Ήταν μια εμπειρία ιδιαίτερα συγκινητική για εμένα, αφού έβλεπα στις σελίδες τους πολλά ονόματα μελών της οικογένειάς μου, που ήταν πελάτες του ελαιοτριβείου Βρανά, πηγαίνοντας εκεί τις ελιές τους για άλεσμα.
Σχεδόν παράλληλα, βρέθηκε και το ημερολόγιο του παππού μου, που εκείνο τον καιρό ήταν δημογέροντας στη Γέρα. Έτσι, από την αρχή μού άρεσε πολύ ως θέμα αυτή η προσπάθεια. Με ενδιέφερε το να αναδειχθούν τα ίδια τα βιβλία. Έτσι χρησιμοποίησα υλικό πρωτογενές, που προερχόταν από αυτά και μέσω της λογικής του “παλίμψηστου”, την τοποθέτηση διάφανων επιφανειών τη μια πάνω στην άλλη, ώστε μέσα από τη μία να φαίνονται και οι υπόλοιπες, έκανα μια δουλειά σε ψηφιακή μορφή. Η ιδιαιτερότητα που είχε η συγκεκριμένη δουλειά ήταν το ότι με αφορούσε προσωπικά, αφού συνδέεται με την προσωπική μου ιστορία. Ωστόσο, είναι και κάτι που από εδώ και πέρα ενδιαφέρει ερευνητικά τον οποιονδήποτε.»
Πόσο σημαντικό είναι το ότι διασώθηκαν αυτά τα βιβλία;
«Πολύ σημαντικό. Μέσα από τα 112 αυτά βιβλία, ξετυλίγεται η ιστορία και ο κοινωνικός ιστός του τόπου αυτού. Βλέπεις ονόματα πλούσιων και ονόματα φτωχών οικογενειών, αλλά και ονόματα Τούρκων. Εξάλλου, από μόνα τους τα βιβλία είναι αντικείμενα τέχνης, αφού βλέπεις σε αυτά από τη μια τη φθορά από το χρόνο και από την άλλη την αντοχή στο χρόνο. Υπάρχει η αντίφαση του ότι, παρ’ όλο που ήταν θαμμένα σε λάσπες για 50 χρόνια και ενώ το χαρτί παραμένει σχεδόν άθικτο και τα κείμενα ευανάγνωστα, αυτήν τη στιγμή εάν έρθουν σε επαφή με το φως, μπορεί να καταστραφούν. Για το λόγο αυτό, πρέπει να συντηρούνται σε ειδικές συνθήκες υγρασίας, θερμοκρασίας, φωτός κ.λπ..»
Διατηρείτε επαφή με τα καλλιτεχνικά δρώμενα της Λέσβου και τους ανθρώπους τους;
«Έχω συμμετάσχει μία - δύο φορές σε εκθέσεις ομαδικές πάνω στο νησί, που είχαν ένα στόχο, όπως, για παράδειγμα, μία ομαδική έκθεση στη Δημοτική Πινακοθήκη Μυτιλήνης ζωγράφων από Αθήνα, που ως σκοπό της είχε την ανάδειξη του χώρου εκείνου, η οποία όμως δεν έμεινε για πολύ καιρό. Επίσης, έχω συμμετάσχει και σε μια πολύ αξιόλογη έκθεση, συλλογής έργων σύγχρονων ζωγράφων στο υπουργείο Αιγαίου, που ως θέμα της είχε την ιστορία του νησιού, αγγίζοντας θέματα όπως η μικρασιατική καταστροφή, η καταστροφή της Χίου κ.λπ., αλλά και με πορτραίτα πολιτικών προσωπικοτήτων με καταγωγή από το Αιγαίο, όπως ο Βενιζέλος, ο Σοφούλης κ.λπ..»
Πολιτισμός στη Λέσβο
Θεωρείτε ότι η πολιτιστική δημιουργία στη Λέσβο έχει τη θέση που της πρέπει;
«Υπάρχουν άλλα νησιά που έχουν μια καλλιτεχνική-εμπορική ζωή, κυρίως αυτά που έχουν και πολύ τουρισμό - ποιοτικό τουρισμό. Η Μυτιλήνη έχει περισσότερο το δυναμικό της παραγωγής-δημιουργίας, αλλά δεν υπάρχει κάποιος οργανωμένος αποδέκτης για αυτήν. Υστερούμε στο να φαίνεται η δουλειά εδώ στο νησί, δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μπορούν να κινήσουν τα νήματα, να φέρουν κάποιο κόσμο από Αθήνα, για παράδειγμα, σχετικό με εκθέσεις έργων. Στο Μόλυβο υπάρχει σταθμός Καλών Τεχνών, έχουν γίνει κάποια σποραδικά πράγματα, όχι όμως με την έννοια της συνέχειας ή του θεσμού.
Φέτος και πέρυσι υπήρξαν ορισμένες πολύ καλές πρωτοβουλίες στον πολιτιστικό τομέα, όπως οι προβολές ταινιών στο Αρχοντικό Γεωργιάδη που είναι εξαιρετικές, αλλά και ορισμένες συναυλίες ή θεατρικές παραστάσεις. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι ανάγκη να γίνονται αριστουργήματα, μπορούν να γίνονται και πράγματα μέσου βεληνεκούς, αρκεί να γίνονται και να γίνονται και πειραματισμοί. Να ξέρει ο επισκέπτης ότι ερχόμενος στη Λέσβο θα μπορεί να παρακολουθήσει και ενδιαφέροντα πράγματα.»
Πιο πειραματικά…
Το κοινό της Μυτιλήνης και της Λέσβου είναι έτοιμο για πιο… πειραματικά εγχειρήματα;
«Υπάρχει από κάτω ένα πολύ καλό δυναμικό ανθρώπων που είναι πολύ ευαισθητοποιημένοι και το οποίο θα έπρεπε να διαχέεται στον κοινωνικό ιστό. Να μην αποτελεί απλά έναν πυρήνα, αλλά να περνάει την αγωγή στον πολίτη, ώστε να καταλάβει τι είναι καλό και τι όχι.
Άλλωστε, το κοινό εκπαιδεύεται από εμάς. Δεν αντιγράφεις το κοινό, το κοινό αντιγράφει ορισμένους ανθρώπους. Όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, “το κοινό θέλει να σου μοιάσει…”, πρέπει να έχεις τη δύναμη να το τραβήξεις. Ο κόσμος πάει σε αυτό που ξέρει και στο οποίο έχει εθιστεί. Αν του δείξεις ότι υπάρχει και κάτι άλλο, θα πάει και προς τα εκεί. Εξάλλου και σε άλλες περιοχές που το κοινό δεν ήταν εκπαιδευμένο, κάποια πράγματα έχουν πλέον γίνει θεσμός…»