Το ξωκκλήσι μικρό, απέριττο και πανέμορφο βρίσκεται καταμεσής του οροπεδίου της Ανωγής, ενός των τριών ορεινών χωριών της Ιθάκης, που υπάρχουν τουλάχιστον από τον ύστερο μεσαίωνα.
Το ξωκκλήσι μικρό, απέριττο και πανέμορφο βρίσκεται καταμεσής του οροπεδίου της Ανωγής, ενός των τριών ορεινών χωριών της Ιθάκης, που υπάρχουν τουλάχιστον από τον ύστερο μεσαίωνα. Από τη μια μεριά το καταπράσινο αμπέλι του Φ.Μ., απ’ την άλλη ένα τεράστιο χωράφι, χωρίς ούτε μια πετρούλα να ξεμυτίζει, φροντισμένο από τους παλιούς, ακούραστους αγρότες, όλες οι πέτρες βαλμένες στις ξερολιθιές ή σε τεράστιους σωρούς (βολιάδες). Γύρω τριγύρω χώμα, κόκκινο σαν αίμα, δέντρα, θάμνοι και βράχοι ριζιμιοί σαν μοντέρνα γλυπτά. Από πάνω γαλάζιος ουρανός με άσπρα συννεφάκια.
29 Ιουνίου, το ημερολόγιό μου λέει: «Πέτρου και Παύλου των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων». Αυτή είναι η μέρα που πανηγυρίζει το εκκλησάκι.
Τον Πέτρο «τον πάω» γιατί τράβηξε μαχαίρι. Διαισθανότανε φαίνεται ο απλοϊκός ψαράς μιαν αλήθεια που πρέπει να την καταλάβουν πια όλοι οι ανθρωπιστές, που προσπαθούν να δημιουργήσουν μια κοινωνία δίκαιη και βιώσιμη, ότι κάτι τέτοιο δεν κατορθώνεται μόνο με την αγιαστούρα, με θεσμικές αλλαγές που θα βάλουν φρένο στην απληστία των εχόντων. Γιατί οι έχοντες, οι προνομιούχοι θα προσπαθήσουν να καταστείλουν με τη βία όποια θεσμική αλλαγή πάει κόντρα στα συμφέροντά τους. «Ναι», λοιπόν, στους Τσάβες της ανθρωπότητας, «όχι» στους Αγιέντε. Γιατί αν οι εργάτες της Χιλής είχαν από ένα καλάσνικοφ κάτω από το κρεβάτι τους δεν θα σήκωνε κεφάλι ο χασάπης Πινοτσέτ, το τσογλάνι των εχόντων και της CIA.
Τον Παύλο δεν «τον πάω», τον απορρίπτω γιατί ήταν γλείφτης των προνομιούχων. Ήταν μεταξύ άλλων και μισογύνης. Υποψιάζομαι ότι είχε κι αυτό που ονόμασε ο χουντοχριστόδουλος «κουσούρι». Με γεια τους με χαρά τους τα όποια κουσούρια, αλλά να σου κάνουν και το δάσκαλο από πάνω!
Όταν φτάσαμε, το Παυλικό μέρος της φιέστας είχε τελειώσει. Κάμποσοι σερνικοί παρακολουθούσαν την ιεροτελεστία του ψησίματος και του διαμελισμού με μπαλτά μιας προβατίνας και ενός κατσικιού που είχαν δωρίσει ο Στάθης και ο Τηλέμαχος, δευτεροξάδερφα, γόνοι τσελιγκάδων.
Οι πολλοί ήταν μαζεμένοι μπροστά από την εκκλησία. Το κέφι άρχιζε να παίρνει την ανιούσα. Ο Π.Μ. έπαιζε ακορντεόν και ο Π.Π. και η κυρία Α.Κ. τραγουδούσαν πρίμο - σεκόντο. Το πόσα ωραία τραγούδια ακούσαμε ήταν άλλο πράγμα! Ούτε μια επανάληψη, υπέροχο ρεπερτόριο.
Παγωμένη μπύρα άφθονη, αλλά και κρασοποσία. Αγνό Ανωησάνικο κρασί! Το άσπρο του Καμαροκοίλι, το κοκκινέλι του Τελαμώνα…
Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε, μπήκαμε στην άλλη φάση, όπου το μουσικό κουτί του Γ.Σ. άρχισε να παίζει την ακόμα πιο μερακλίδικη μουσική του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ο Φ.Μ. και ο Γ.Π. χόρευαν ακούραστα τον πολεμικό χορό των Ζεϊμπέκηδων, που οι Νεοέλληνες μετέτρεψαν στον χορό με τον οποίο εξωτερικεύουν τον σεβντά τους. Η Ε.Σ. με τις πανέμορφες χορευτικές κινήσεις ενός καρσιλαμά πρόσθετε τον απαραίτητο ερωτισμό στην ατμόσφαιρα. Ο Γ.Σ. μάς θύμιζε κάθε τόσο ότι η αγάπη λύνει όλα τα προβλήματα κι οι Φ.Μ. και Γ.Π., ένθεοι πια (με την Διονυσιακή έννοια) από την κρασοποσία, φιλούσαν ο ένας τον άλλο στο κούτελο.
Ώρες βάστηξε το πανηγυράκι στο οποίο όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο συμμετείχαμε ψυχικά. Μήπως εν τέλει κι εμείς οι Νεοέλληνες, μιμούμενοι τους ειδωλολάτρες προγόνους μας, μεταχειριζόμαστε την κάθε παυλική συμμάζωξη σαν αφορμή για να πετύχουμε, έστω και μια προσωρινή ψυχική ανάταση; Αυτός δεν είναι ο σκοπός του γλεντιού;
Τώρα πια το γλέντι στην Ανωγή δεν είναι παρά μια ανάμνηση.
Είναι όμως μια ωραία ανάμνηση και όλοι μας ευχόμαστε να επαναληφθεί το πανηγύρι και του χρόνου!