Μετά την ποιητική συλλογή «Διεθνή ύδατα», η οποία απέσπασε πλήθος εγκωμιαστικών κριτικών, η Λενέτα Στράνη συνεργάστηκε με το Εργαστήριο Μελέτης Νεοελληνικών Διαλέκτων του Πανεπιστημίου Πατρών και κυκλοφόρησε το θεατρικό της έργο «Στου αμπελιώνε τσι φουρκάδες ή ο γάμος πάει αμόντε».
Λενέτα Στράνη
Σχέδια: Αριστείδης Πατσόγλου
Πρόλογος: Σταύρος Κουμπιάς, Χρήστος Τερέζης
Εκδοση Πανεπιστήμιο Πατρών, Εργαστήριο Μελέτης Νεοελληνικών Διαλέκτων
Αθήνα 2010, σελ. 137
Η Λενέτα Στράνη, σύζυγος του προέδρου τής ΟΛΣΑ, Χριστόδουλου Τσακιρέλλη, κατάγεται από τη Ζάκυνθο, όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπούδασε Ψυχολογία και εργάστηκε στις κοινωνικές ασφαλίσεις στον τομέα των διεθνών σχέσεων. Ασχολείται με τη λογοτεχνία, το παιδικό βιβλίο και την ποίηση. Έχει κυκλοφορήσει πέντε βιβλία. Στίχοι της μελοποιήθηκαν από το συνθέτη Τιμόθεο Αρβανιτάκη. Έχει συνεργαστεί με λογοτεχνικά περιοδικά, επτανησιακά έντυπα και εφημερίδες. Ήταν υπεύθυνη έκδοσης του λεσβιακού περιοδικού (των Φιλιανών της Αθήνας) «Ροδοστάλι». Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Μετά την ποιητική συλλογή «Διεθνή ύδατα», η οποία απέσπασε πλήθος εγκωμιαστικών κριτικών, η Λενέτα Στράνη συνεργάστηκε με το Εργαστήριο Μελέτης Νεοελληνικών Διαλέκτων του Πανεπιστημίου Πατρών και κυκλοφόρησε το θεατρικό της έργο «Στου αμπελιώνε τσι φουρκάδες ή ο γάμος πάει αμόντε». «Το έργο της κ. Στράνη κατακτά μία περίλαμπρη θέση στη λογοτεχνική παράδοση των τοπικών γλωσσικών ποικιλιών, αφού αποτελεί εξαίρετο δείγμα λογοτεχνικής γραφής σε γλωσσικό ιδίωμα. Είναι δε σημαντικό ότι το βασικό κείμενο συμπληρώνεται από μια αναφορά σε ζακυνθινά έθιμα, σημαντικού ενδιαφέροντος για τους ερευνητές λαογράφους, καθώς και από ένα γλωσσάρι με ζακυνθινές λέξεις, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαλεκτολογικής έρευνας και ανάλυσης», σημειώνει στον πρόλογό του ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών, Σταύρος Κουμπιάς, ενώ ο Χάρης Τερέζης, κοσμήτωρ της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Ερευνών, επισημαίνει: «Το ανά χείρας πόνημα έρχεται να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο ο γλωσσικός πλούτος μιας διαμορφωμένης κοινωνικά και πολιτιστικά περιοχής προβάλλεται μέσα από τις αισθητικές αρετές της τέχνης.»
Η Λενέτα Στράνη στο εισαγωγικό της σημείωμα εξηγεί τους λόγους που την οδήγησαν στη συγγραφή του έργου και στην ενασχόλησή της με το γλωσσικό και λαογραφικό θησαυρό της γενέθλιας γης. Καταλήγει με τα παρακάτω: «Εύχομαι και ελπίζω η ελάχιστη αυτή προσπάθεια ν’ αποτελέσει αφορμή για πιο μακρινές και διεισδυτικότερες διαδρομές, σε κάθε ελληνική γωνιά, όπου κι αν αυτή βρίσκεται. Είθε οι νεότερες γενιές ν’ ανασκαλέψουν τις λέξεις μέσα στο μπαούλο, στο σετούκιν, στην κασέλα, στο κασέλι, στο φότζερο, στο παρακάσελο.
Και βέβαια, όχι για να τις συμπεριλάβουμε αναγκαστικά στο σημερινό μας λεξιλόγιο - ο χρόνος είναι ποτάμι που τρέχει ασταμάτητο - αλλά για να τις πλησιάσουμε, ν’ ακούσουμε τη μοσκιάδα τους, να τις αφήσουμε να μας οδηγήσουν, μέσ’ από το λιμπρέτο της παραθυρούλας του χρόνου, στο ξαστοχημένο πολιτιστικό μας παρελθόν.
Είναι κι αυτός ένας από τους πιο ενδεδειγμένους τρόπους να διευρύνουμε εμείς οι Νεοέλληνες το στοχασμό μας και οι διαπροσωπικές μας σχέσεις ν’ αποκτήσουν λέξεις-στέρεους αρμούς, έτσι ώστε να επανακτήσουμε το γνήσιο και το αληθινό, αρετές που θα επιφέρουν την επαναστατική αλλαγή στην καθημερινή μας ζωή, περιορίζοντας το έλλειμμα της ουσιαστικής επικοινωνίας των ημερών μας.»