Ο Δημήτρης Σαραντάκος, τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας μας, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη από πατέρα Μανιάτη και μητέρα Μυτιληνιά. Τελείωσε το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Μυτιλήνης και σπούδασε χημικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Δημήτρης Σαραντάκος
Ευτράπελες ιστορίες από αρχαίους συγγραφείς και συλλόγους
Εκδόσεις Γνώση
Αθήνα 2008, σελ. 218
Ο Δημήτρης Σαραντάκος, τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας μας, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη από πατέρα Μανιάτη και μητέρα Μυτιληνιά. Τελείωσε το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Μυτιλήνης και σπούδασε χημικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Εργάστηκε στη βιομηχανία, στην τεχνική εκπαίδευση, στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού και στην Αγροτική Τράπεζα, από την οποία και συνταξιοδοτήθηκε.
Υπήρξε βασικός συνεργάτης στην τελευταία έκδοση (1975 - 1980) του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού του Ήλιου. Από το 1989 εκδίδει στην Αίγινα το σατιρικό «Φιστίκι». Έχει στο ενεργητικό του οχτώ βιβλία, τρεις οδηγούς για την Αίγινα και το λεύκωμα «Αιγαίο, Αρχιπέλαγος Μαρτυριών». Στο περιοδικό «Φιστίκι» διατηρεί μια σελίδα με τον τίτλο «Οι Αρχαίοι είχαν την πλάκα τους», όπου δημοσιεύει διάφορες ευτράπελες ιστορίες από αρχαίους συγγραφείς και ανθολόγους. Η απήχηση που είχαν στους αναγνώστες τού έδωσε την ιδέα να συγκεντρώσει πολλές από αυτές σ’ έναν αυτοτελή τόμο.
Γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογό του: «Το βιβλίο αυτό δεν είναι συλλογή από κείμενα αρχαίων συγγραφέων, αλλά απάνθισμα από διάφορες σύντομες, ευτράπελες και ιλαρές ιστορίες, που βρίσκονται στα έργα τους. Δεν πρόκειται άλλωστε για κατά λέξη μετάφραση των αντίστοιχων κειμένων. Περισσότερο είναι πιστή στο νόημα, αλλά ελεύθερη στην απόδοση μεταφορά τους. Πολλές από τις ιστορίες αυτές περιέχονται αυτούσιες σε βιβλία των συγγραφέων αυτών, άλλες όμως έχουν παρθεί από δύο ή περισσότερα έργα του ίδιου συγγραφέα ή και από δύο ή τρεις διαφορετικούς συγγραφείς. Σε όλες πάντως αναφέρονται οι πηγές τους.
Συνολικά στο βιβλίο περιλαμβάνονται 51 ιστορίες, που προέρχονται από τον ανυπέρβλητο Ηρόδοτο, τον αμίμητο Λουκιανό, το χαριτωμένο Διογένη το Λαέρτιο, τον επιμελή Πλούταρχο, τον περισπούδαστο Αιλιανό και άλλους συγγραφείς, ακόμα και από το λεπτολόγο Ιώσηπο. Το γεγονός ότι ο Λουκιανός ήταν Σύρος ή Καρδούχος, ο Αιλιανός Ρωμαίος και ο Ιώσηπος Εβραίος, δεν αφαιρεί στο ελάχιστο την ελληνικότητά των κειμένων τους, εφόσον μετείχαν της ελληνικής παιδείας και έγραψαν σε άψογα ελληνικά τα έργα τους. Είναι λοιπόν και αυτοί δικοί μας.»
Ο Δημήτρης Σαραντάκος επισημαίνει ότι «οι αρχαίοι Έλληνες ήταν άνθρωποι εύθυμοι, φιλόγελοι, που χαίρονταν τη ζωή, σα γνήσια παιδιά της φύσης, με την οποία ήταν στενά δεμένοι. Θεωρούσαν πως η ηδονή (με την αρχική έννοια του όρου, δηλαδή: η γλύκα της ζωής), η χαρά και το γέλιο, μας απαλλάσσουν από το φόβο, κάνουν καλό στην υγεία μας και παρατείνουν τη ζωή μας. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι δεν ήταν καθόλου σοβαροφανείς (σε αντίθεση με πολλούς απογόνους τους). Τους άρεσαν τα αστεία και διάνθιζαν την κουβέντα τους με ευφυολογήματα. Στο βιβλίο θέλω να δείξω αυτή την άγνωστη, στους πολλούς, πλευρά του ελληνικού πνεύματος, την ευθυμία και την ιλαρότητα, που σε συνδυασμό με την παρρησία, την αυτογνωσία και το μέτρον το κάνουν τόσο σημαντικό για μας και πραγματικά αθάνατο.».
Ως μικρό δείγμα αντιγράφουμε μια ιστορία από τον Κλαύδιο Αιλιανό που έχει τίτλο «Η μη θεραπεία των Τροιζηνίων».
«Οι ευθυμότεροι χωρίς άλλο από τους αρχαίους Έλληνες ήταν οι Τροιζήνιοι, που τους έλεγαν φιλογέλωτες, γιατί δε σταματούσαν να χωρατεύουν και να αστειεύονται, ακόμα και την ώρα των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου. Και ναι μεν τα αστεία και τα πειράγματα προκαλούσαν άφθονα γέλια, εμπόδιζαν όμως την ομαλή λειτουργία των συνελεύσεων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να παίρνουν αποφάσεις σε σοβαρά ζητήματα.
Τελικά κατέφυγαν στο Μαντείο των Δελφών, μήπως ο Απόλλων τούς βρει κάποια λύση. Η Πυθία τούς συμβούλεψε πως τότε μόνο θα θεραπευτούν, αν καταφέρουν να θυσιάσουν στον Ποσειδώνα έναν ταύρο, χωρίς καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας και της θυσίας να γελάσει έστω και ένας από τους συμμετέχοντες.
Συμμορφώθηκαν με την εντολή του θεού, αλλά καλού κακού κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της θυσίας έδιωξαν από το χώρο όλα τα παιδιά, μήπως με τις αναπόφευκτες σκανταλιές τους δώσουν αφορμή στους μεγάλους να γελάσουν. Έτσι και έγινε, αλλά την ώρα ακριβώς της θυσίας οι ιεροθύτες ανακάλυψαν έναν πιτσιρικά, που παρακολουθούσε κρυμμένος τη διαδικασία.
«Φύγε από δω μικρέ» του έβαλαν τις φωνές.
«Γιατί, φοβάστε μη σας φάω τον ταύρο;», απάντησε αυτός θαρρετά, προκαλώντας ακράτητα γέλια.
Όπως ήταν επόμενο η θυσία ματαιώθηκε, γιατί οι Τροιζήνιοι κατάλαβαν πως ο θεός ήθελε να τους δείξει ότι η περίπτωσή τους ήταν ανίατη.»