Ένας λαμπρός ποιητής της γενιάς τού ’70 ο Δημήτρης Νικορέτζος με την έκδοση ενός νέου σπουδαίου έργου, κριτικού και ανθολογικού, που αναφέρεται στη ζωή και την πνευματική δράση του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Δημήτρης Νικορέτζος
Εκδόσεις Αιολίδα
Ένας λαμπρός ποιητής της γενιάς τού ’70 ο
Δημήτρης Νικορέτζος, γνωστός και από τα άλλα σημαντικά δημοσιεύματά του, καθώς και από τις εύστοχες και φιλοδίκαιες βιβλιοκρισίες του και τις άλλες κριτικές μελέτες που δημοσιεύουν στη Νέα Εστία την εποχή που το λαμπρό περιοδικό διευθυνόταν από τον
Πέτρο Χάρη, τιμά τον εργατικότατο εαυτό του, αλλά και το αναγνωστικό του κοινό και πάλι, με την έκδοση ενός νέου σπουδαίου έργου, κριτικού και ανθολογικού, που αναφέρεται στη ζωή και την πνευματική δράση του νομπελίστα ποιητή
Οδυσσέα Ελύτη. Ο κ. Νικορέτζος ίσως να ξεκίνησε την πολυσέλιδη αυτή εργασία (δύο τόμοι των 500 περίπου σελίδων ο καθένας) και από αγάπη προς τον ποιητή, αλλά και από καθήκον να μιλήσει για ένα δοξασμένο συμπατριώτη του (Μυτιληνιό) ποιητή.
Άξια η έμπνευσή του και άξιο το αποτέλεσμα της τίμιας και αφιλοκερδούς εργασίας του. Ας το πούμε από την αρχή πως το δίτομο αυτό πολυτελούς εμφανίσεως «θηρίο» κοσμείται με δεκάδες φωτογραφιών (ασπρόμαυρων και έγχρωμων).
Έγχρωμοι είναι και οι δεκάδες των πινάκων με τους οποίους ομορφαίνει το βιβλίο και οι οποίοι σχετίζονται με το βασικό θέμα του έργου. Πρόκειται για δημιουργίες ζωγράφων που εμπνέονται από το τοπίο του νησιού, αλλά και έργα (κολλάζ) του ίδιου του Ελύτη που φιλοτεχνούσε κατά καιρούς ως σχόλια στα ποιήματά του. Και όλα αυτά σε άρτια τυπογραφική παρουσίαση σε χαρτί πολυτελείας και εμφάνιση άκρως καλλιτεχνική.
Τα ιστορικά μάλιστα της οικογένειας
Αλεπουδέλη όχι μόνον ξετυλίγονται με την άνεση συγγραφέα που γνωρίζει να εκμεταλλεύεται, αλλά και να τιμά το θέμα του, τόσο με την κριτική του οξύτητα όσο και με την ανιδιοτελή αγάπη του προς τον ποιητή.
Ο συγγραφέας, από τις πρώτες σελίδες της συγγραφής του καθορίζει τους σκοπούς και τις διαστάσεις του εγχειρήματός του. Γράφει: «Αποκλειστική πρόθεση αυτού του βιβλίου είναι ν’ αναδείξει ό,τι συσχετίζει τον Ελύτη με τη Λέσβο και τους ανθρώπους της (είτε άμεσα είτε έμμεσα). Κάθε τι άλλο που το διαφοροποιεί από αυτό το καθορισμένο “πλαίσιο” δεν αποτελεί αντικείμενο της έρευνάς του.»
Στο «Ενημερωτικό Προαύλημα», δηλ. στον πρόλογο του πρώτου τόμου του έργου θα προσθέσει ακόμη και άλλες χρήσιμες παραμέτρους για την καλύτερη αναγνώριση του συνολικού περιεχομένου του έργου, αφού «ο συγγραφέας, όντας ελάχιστα σοφός, δεν είναι, ως εικός, άτρωτον από ελλείψεις, ατέλειες ή και αυθαιρεσίες, που είναι εξ ορισμού βέβαιες». Γίνεται φανερό πως ο κ. Νικορέτζος δεν επιχειρεί να γράψει με το πόνημά του αυτό την πρώτη, πλήρη και εξαντλητική διαδρομή της ζωής του ποιητή. Τον ενδιαφέρει αποκλειστικά η λεσβιακή εκδοχή του. Ακόμα ο συγγραφέας υπογραμμίζει πως ενώ για το έργο του Ελύτη έχει κατατεθεί πληθώρα μελετών και βιβλίων, επικεντρωμένων σχεδόν αποκλειστικά στην ανάλυση και κριτική της ποίησής του, για τα περιστατικά που συγκροτούν τη ζωή του ελάχιστα επισημάνθηκαν. Συνεπώς το έργο αυτό του κ. Νικορέτζου είναι το πρώτο του είδους της αληθινής βιογραφίας, καλύπτοντας τα περιστατικά της λεσβιακής περιόδου του βίου του. Σκέπτομαι πόσο καλό θα ήταν να βρισκόταν άλλος είναι επιμελής, φιλομαθής και μαχητικός Νικορέτζος για να καλύψει τα βιογραφικά του ποιητή της αθηναϊκής καθώς και της γαλλικής περιόδου του βίου του. Το φιλολογικό είδος της βιογραφίας επανήλθε πια σε θέση συγγραφικής υπολήψεως και τιμής μετά την αδικαιολόγητη υποτίμησή του για κάποια περίοδο στους αιώνες που ακολούθησαν τον 19ο. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι «τα γεγονότα που συγκροτούν τη βιογραφία του ποιητή, κατευθύνουν συχνά το ίδιο το έργο του». Σχετικά ο
Γιάννης Παρίσης - όπως σημειώνει ο κ. Νικορέτζος - θα παρατηρήσει: «Η βιογραφία ενός δημιουργού είναι ένα από τα πολλαπλά συμφραζόμενα μέσα στα οποία τοποθετείται το έργο του. Αναμφισβήτητα η βιογραφική μέθοδος ως ένα βαθμό επεξηγεί και φωτίζει τα προϊόντα της λογοτεχνίας. Για παράδειγμα, η γνώση των βιογραφικών στοιχείων μπορεί να βοηθήσει σε τομείς όπως η ιστορία της λογοτεχνίας... Η σχέση μεταξύ τέχνης και πραγματικότητας είναι πολύ πιο περίπλοκη, ενώ η τέχνη εμπνέεται εξίσου όχι μόνον από την πραγματική ζωή αλλά και από φανταστικές καταστάσεις ή ακόμα και από την ίδια την τέχνη. Εξάλλου αρκετά έργα είναι ανώνυμα ή με συγγραφείς των οποίων αγνοούνται εντελώς τα βιογραφικά στοιχεία, πράγμα που δείχνει την ανεπάρκεια της βιογραφικής μεθόδου για την μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων» (βιογραφική κριτική στο λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, σελ. 301).
Όμως υπάρχουν και συγγραφείς που το έργο τους πηγάζει απ’ ευθείας από τη ζωή τους και το περιβάλλον που αυτοί δημιούργησαν (βλέπε περιπτώσεις
Παπαδιαμάντη, Καβάφη, Κρυστάλλη, Καρυωτάκη). Κατά την άποψη του κ. Νικορέτζου το λυρικό «πεδίο αναφοράς» του Ελύτη, με τα επίγεια και τα υπόγεια ρεύματα που το αρδεύουν, εντοπίζεται κυρίως στη Λέσβο. «Εδώ προσορμίζεται η φορτηγίδα της ποίησής του και εδώ προσαγκυρώνονται τα πλέον στιβαρά της αρχέτυπα.
Ο κ. Νικορέτζος θήρευσε μανιωδώς, θα έλεγε κανείς, στα ενδότερα, ίσως και στα άδυτα της ελυτικής ιστορίας. Και είναι βέβαιο πως την πίστη του για τη συγγραφή του βιβλίου αυτού την ενέπνευσε κυρίως η αίσθηση ενός ανεξόφλητου χρέους του νησιού του προς τον ποιητή. Του νησιού του αλλά και του ίδιου ως Λεσβίου και ως ποιητή. Έτσι κατάφερε να οικοδομήσει στον γενέθλιο τόπο ένα φιλολογικό του προσκυνητάρι και ένα μυροβόλο «περιβόλι ωδείο των λουλουδιών», καθώς διαβάζουμε στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ο Ελύτης στη Μυτιλήνη έζησε τον ήλιο ανάμεσα στον τόσο ιδιαίτερο τόνο των ελαιώνων καθώς και το χρώμα των βράχων και της θάλασσας, για να δοκιμάσει την αγαλλίαση μιας τέτοιας επιβίωσης διά μέσου της τέχνης.
Ο κ. Νικορέτζος ανέκαθεν επιθυμούσε να «εξερευνήσει» το τοπίο της ζωής του Ελύτη στα χώματα των προγόνων του· ν’ ανακαλύψει το ήθος και τη φυσιογνωμία του λεσβιακού χώρου και να αποκαλύψει τη φυσιοκρατία της ποιητικής του, που οι ρίζες της απλώνονται στα χώματα του ευλογημένου εκείνου χώρου. Γιατί όπως συμβαίνει συχνά, γνωρίζοντας από κοντά την πατρίδα του ποιητή θα προσεγγίσει πιο ουσιαστικά την ποίησή του. Με την βοήθεια του τόπου, ακολουθώντας τα μονοπάτια του λυρισμού του θα γίνει ένας αυθεντικότερος ερμηνευτής της λυρικής βουλής και της δημιουργίας του.
Το κατόρθωμα του ποιητή και συγγραφέα Δημήτρη Νικορέτζου να φέρει εις πέρας κατά τρόπο ολοκληρωμένο τα περιστατικά του λεσβιακού βίου του Οδυσσέα Ελύτη είναι μεγάλο και η ολοκλήρωση του έργου του συνιστά αληθινό πνευματικό άθλο. Ξεκίνησε από την αποθάρρυνση, εσωτερική και εξωτερική ώσπου τελικά με τις δυνάμεις που άντλησε κυρίως από μέσα του, τόσο κατά τη διάρκεια του πειράματος της συγγραφής όσο και κατά τον χρόνο της προετοιμασίας, έφτασε στο άκρως πνευματοφόρο αποτέλεσμα της συγκέντρωσης της ύλης και τελικά της συγγραφής αυτού του σχεδόν αγιολογικού συναξαριού της ζωής του ποιητή στον τόπο της πατρομητρικής καταγωγής του. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο για πολλούς λόγους, αλλά και για το ότι ο ίδιος ο Ελύτης κάθε φορά που επισκεπτόταν τον τόπο του φρόντιζε να κρατεί τις υλικές και πνευματικές πορείες του μυστικές. Οι λεσβιακές του επισκέψεις ή αναψυχές δεν ήταν τόσο εμφανείς στον τόπο καταγωγής των προγόνων του. Θα μας πει ο βιογράφος του πως «ο ίδιος φρόντιζε σε όλα τα ταξίδια του στη Λέσβο να κινείται “λάθρα”, χωρίς θορύβους και προβολή και πάντα με άκρα διακριτικότητα». Ο συγγραφέας θα συμπληρώσει: «Κανείς δεν τον είδε να περιδιαβάζει στους δρόμους της αγοράς ή να πίνει τον καφέ του στο Δημοτικό Κήπο της Μυτιλήνης, όπου ο τόπος συνάντησης των ντόπιων φιλολογούντων. Το δρομολόγιό του ήταν κατά κανόνα από του Ακλειδιού ως την Κράτηγο, με πολύ στενή παρέα και συντροφιά. Από χαρακτήρα ενδοστρεφής, απέφευγε την πολυκοσμία, την δημοσιότητα, τις δηλώσεις, τις εφημερίδες». Ο Ελύτης, όπως μας τον δίνει αντικειμενικά ο κ. Νικορέτζος, δεν ήταν ιδιαίτερα «γνώριμος στη Λέσβο, γιατί όταν ερχόταν στο νησί δεν ανέπτυσσε εκείνες τις κοινωνικές επαφές που θα τον έκαναν λαοφιλή. Αγαπούσε τον τόπο του με τον δικό του τρόπο, προτιμώντας να περνά απαρατήρητος, αποφεύγοντας τις πολλές συνάφειες με τον κόσμο, ο οποίος περισσότερο τον “άκουε” παρά τον “έβλεπε”. Έτσι περισσότερα γνώριζαν για τον ποιητή Ελύτη, ενώ αγνοούσαν τα πάντα για τον άνθρωπο Ελύτη».
Το πόνημα αυτό του κ. Νικορέτζου είναι λαμπρό, δηλ. επαρκές από κάθε άποψη και σίγουρα αποτελεί βιογραφία του Ελύτη, τουλάχιστον μέχρι το 1948, παρά τα όσα αντίθετα εκθέτει σεμνοπρεπώς ο πολύ μοχθήσας συγγραφέας του. Και βεβαίως αποτελεί καρπό μεγάλου ερευνητικού μόχθου, που πρέπει να αποτιμηθεί με υπευθυνότητα, αλλά και τη γενναιότητα που δικαιούται. Είναι εντελώς αληθινή η εξομολόγηση του συγγραφέα ότι εργάστηκε «με την επιμέλεια της μέλισσας και την υπομονή του μερμηγκιού».
Μαρούσι 14 - 18 Ιαν. 2011
Θανάσης Παπαθανασόπουλος