Αντί για χρεωκοπία να κάνουμε πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης»

01/07/2012 - 05:56
Η υποτίμηση της ισοτιμίας του νομίσματος μιας χώρας απέναντι στα νομίσματα των άλλων χωρών είναι η πρώτη κίνηση που γίνεται σε μια σειρά μέτρων που αποβλέπουν στη διόρθωση της ανταγωνιστικότητας και την περιστολή των ελλειμμάτων της.
Η υποτίμηση της ισοτιμίας του νομίσματος μιας χώρας απέναντι στα νομίσματα των άλλων χωρών είναι η πρώτη κίνηση που γίνεται σε μια σειρά μέτρων που αποβλέπουν στη διόρθωση της ανταγωνιστικότητας και την περιστολή των ελλειμμάτων της.
Οι σημαντικότεροι εθνικοί λογαριασμοί μιας χώρας είναι το εμπορικό της ισοζύγιο και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Εκεί καταγράφονται οι οικονομικές επιδόσεις της και η επιτυχημένη τοποθέτησή της στις διεθνείς αγορές. Εκεί βρίσκονται όλες οι πηγές των προβλημάτων της και δυστυχώς η Ελλάδα από το 1995 καταγράφει εκεί συνεχώς αρνητικές επιδόσεις. Ουσιαστικά, σε παγκόσμιο επίπεδο το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών είναι ισοσκελισμένα (τα παγκόσμια ελλείμματα ισούνται με τα παγκόσμια πλεονάσματα), έχοντας όμως (όπως μια παρτίδα παιχνιδιών στο ποδόσφαιρο) τους χαμένους (ελλειμματικοί) και τους κερδισμένους (πλεονασματικοί). Οι ελλειμματικοί θα βρίσκονται να χρωστάνε και οι πλεονασματικοί να γίνονται δανειστές (ενίοτε και δυνάστες) των πρώτων. Οι ελλειμματικοί χρειάζονται να γίνουν το συντομότερο πλεονασματικοί, να μάθουν να πουλάνε περισσότερα και να αγοράζουν λιγότερα. Ίσως εδώ να χρειάζονται μία υποτίμηση του νομίσματός τους.
Όμως, τι γίνεται όταν η χώρα έχει για εθνικό της νόμισμα το ευρώ;
Με δεδομένο ότι το δικαίωμα της υποτίμησης το έχει χάσει, η προσπάθειά της χρειάζεται να ξεκινήσει από μέτρα οικονομικής πολιτικής που αποβλέπουν στη λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση».

Στην περίπτωση της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος (όπως ήταν η δραχμή), μία συγκεκριμένη ημέρα, πάντα αιφνιδιαστικά, η χώρα βρίσκεται με το σύνολο των εισαγόμενων προϊόντων να έχουν σημαντικά (ανάλογα με το ποσοστό που υποτιμάται το εθνικό νόμισμα) ακριβότερη τιμή. Την ίδια στιγμή, οι ξένες αγορές και οι πελάτες των εθνικών μας προϊόντων σε αυτές τα βρίσκουν σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές, κερδίζοντας ανταγωνιστικότητα που είχε χαθεί στο προηγούμενο διάστημα. Οι εισαγωγές περιορίζονται, οι εξαγωγές αυξάνονται και το εμπορικό ισοζύγιο, όπως και το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, βελτιώνονται με στόχο τουλάχιστον το δεύτερο να είναι το ελάχιστο ισοσκελισμένο.
Στην περίπτωση της «εσωτερικής υποτίμησης» αποβλέπουμε ακριβώς στον ίδιο διπλό στόχο. Να κάνουμε τα εισαγόμενα προϊόντα ακριβότερα και τα εγχώρια προϊόντα σημαντικά φθηνότερα. Στα μέτρα οικονομικής πολιτικής που έχουμε να πάρουμε, εκτός από την απώλεια του εθνικού νομίσματος, μια πολύ σημαντική δυσκολία είναι το «κοινοτικό κεκτημένο» που θέλει να μην υπάρχει διακριτική αντιμετώπιση των λοιπών προϊόντων προέλευσης Ε.Ε. από τα εγχώρια.
Ένας πολύ λειτουργικός και απόλυτα σύννομος με την Ε.Ε. τρόπος να ακριβύνουμε τα εισαγόμενα προϊόντα είναι με την επιβολή ειδικών φόρων κατανάλωσης. Κάτι αντίστοιχο κάνουμε σήμερα με αγαθά όπως τα αυτοκίνητα, τα αλκοολούχα ποτά, τα προϊόντα καπνού, καύσιμα κ.λπ. και την κατηγορία Φ.Π.Α. στην οποία τα εντάσσομε.

Στην προσπάθεια αυτή είναι σημαντικό να περιλάβομε άμεσα στους ειδικούς φόρους όλες εκείνες τις κατηγορίες προϊόντων που η χώρα δεν παράγει πλέον καθόλου, προχωρώντας αμέσως μετά σε όλα εκείνα που η χώρα, αν και παράγει, έχει χάσει πλέον την ανταγωνιστικότητά της στις διεθνείς αγορές. Είναι ευνόητο ότι θα μείνουν εκτός ειδικών φόρων όλα εκείνα τα προϊόντα στα οποία η χώρα εξακολουθεί να έχει ικανοποιητικές επιδόσεις στην εσωτερική αγορά. Τα εισαγόμενα ηλεκτρονικά είδη (π.χ. βιντεοκάμερες, τηλεοράσεις κ.λπ.) έχουν φτάσει σε απίθανα χαμηλές τιμές και ουσιαστικά πριμοδοτούν έναν ανεξέλεγκτο καταναλωτισμό. Ένας ειδικός φόρος κατανάλωσης της τάξης τού 30 - 50% μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο ισόρροπη κατανάλωση.
Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης μπορούν να διορθώσουν στην εσωτερική αγορά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των εγχώριων προϊόντων. Αυτό θα συμβεί διότι η καταβολή των ειδικών φόρων θα γίνεται στα εισαγόμενα κατά την εισαγωγή, αφαιρώντας ρευστότητα, ενώ των εγχώριων κατά την εκκαθάριση μετά την πώληση (μήνας, τρίμηνο σύμφωνα με την απόδοση του Φ.Π.Α.).
Η προσπάθεια να κάνουμε τα εγχώρια προϊόντα μέσω της «εσωτερικής υποτίμησης» φθηνότερα είναι πολύ περισσότερο σύνθετη και απαιτεί σωστά υπολογισμένα πακέτα μέτρων οικονομικής πολιτικής. Στόχος εδώ είναι η μείωση του κόστους παραγωγής.

Μία εξαιρετικά λανθασμένη προσέγγιση θα ήταν να πιέσουμε τους μισθούς και μόνο, διότι έτσι αφαιρούμε αγοραστική δύναμη, που ιδιαίτερα στους χαμηλόμισθους στηρίζει κατά κύριο λόγο ζήτηση σε εγχώρια προϊόντα και υπηρεσίες.
Σε μια πιο επεξεργασμένη προσέγγιση, θα επιδοτούσαμε, σε μεγάλη έκταση σε στοχευόμενους κλάδους, το κόστος εργασίας (επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών με βάση προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας) μέσα από τα έσοδα των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Αποτέλεσμα: Μείωση του κόστους παραγωγής σε επίπεδο επιχείρησης, αύξηση των εσόδων των κοινωνικών ταμείων με δυνατότητα βελτίωσης των χαμηλών συντάξεων και δημιουργία αποθεματικών που τροφοδοτούν την αγορά κεφαλαίων και τη διάθεση κρατικών ομολόγων στην εσωτερική αγορά, μειώνοντας τον εξωτερικό δανεισμό. Ως στοχευόμενους κλάδους θεωρούμε όλους εκείνους που άμεσα ή έμμεσα δημιουργούν πολλές θέσεις εργασίας.
Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης μπορούν να φέρουν στα ταμεία του κράτους σημαντικά έσοδα, που μπορούν να προσεγγίσουν ακόμη και το 20 - 30% των εσόδων τού Φ.Π.Α. χωρίς να δημιουργήσουν κοινωνικά άδικη μεταχείριση των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, με την προϋπόθεση της αξιοποίησής τους με τρόπο ταυτόχρονα αναπτυξιακό και κοινωνικά δίκαιο.

Μετά τη μετάταξη των τουριστικών υπηρεσιών στο μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. 6,5% (παλαιότερα εκεί ήταν μόνο τα βιβλία), ουσιαστικά επισημοποιήθηκε η λειτουργία τριών συντελεστών (6,5%, 13%, 23%). Η επιβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης θα βοηθούσε σημαντικά τη μείωση των συντελεστών Φ.Π.Α. σε δικαιότερα επίπεδα (5%, 10%, 20%) και την επιλεκτική μετάταξη προϊόντων από τη μία κατηγορία στην άλλη. Αντί όλα τα είδη διατροφής να είναι στο 13%, είδη βασικής ανάγκης (γάλα, ψωμί κ.λπ.) να πάνε στο μειωμένο 6,5% και λιγότερο σημαντικά να πάνε στο αυξημένο (23%). Αυτό θα ήταν ταυτόχρονα σημαντική συμβολή στη διαδικασία της «εσωτερικής υποτίμησης», ουσιαστική βοήθεια στον αγώνα επιβίωσης των χαμηλόμισθων, ενώ θα εξισορροπούσε τις επιπτώσεις στο δείκτη τιμών καταναλωτή και θα απέτρεπε πληθωριστικές πιέσεις.
Πολύ σημαντική συμβολή στη διαδικασία της «εσωτερικής υποτίμησης» θα είχαμε εάν η λειτουργία του δημόσιου τομέα γινόταν λιγότερο δαπανηρή. Οι πολιτικές οριζόντιας μείωσης μισθών είναι αναξιοκρατικές και αναποτελεσματικές στη διαδικασία της «εσωτερικής υποτίμησης». Ο δημόσιος τομέας χρειάζεται άμεση ανάταξη της παραγωγικότητάς του μειώνοντας άμεσα τον αριθμό εργαζομένων που απασχολεί, χωρίς τη μετατροπή τους σε άεργους μισθοδοτούμενους μέσα από το καθεστώς των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, που καταστρέφει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Ίσως ακούγεται σκληρό, αλλά τουλάχιστον 150.000 εργαζόμενοι είναι απαραίτητο να φύγουν από το δημόσιο προκειμένου να εξορθολογιστεί το κόστος με το οποίο επιβαρύνει (μέσα από φόρους, τέλη, γραφειοκρατία) την οικονομία (προϊόντα και υπηρεσίες), με σημαντικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά της στην εσωτερική και τις διεθνείς αγορές.

* Ο Γιώργος Καρίμαλης είναι οικονομολόγος (gkarim@otenet.gr).

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey