Έφυγε προχθές από τη ζωή, σε ηλικία 77 ετών, ένας δικός μας άνθρωπος. Ο καλός συνεργάτης τού «Ε», λογοτέχνης, ερευνητής του λαϊκού πολιτισμού και δημοσιογράφος Βασίλης Πλάτανος. Έσβησε στο χειρουργικό κρεβάτι νοσοκομείου της Αθήνας.
Έφυγε προχθές από τη ζωή, σε ηλικία 77 ετών, ένας δικός μας άνθρωπος. Ο καλός συνεργάτης τού «Ε», λογοτέχνης, ερευνητής του λαϊκού πολιτισμού και δημοσιογράφος Βασίλης Πλάτανος. Έσβησε στο χειρουργικό κρεβάτι νοσοκομείου της Αθήνας αντιμετωπίζοντας με τόλμη, όπως πάντα στη ζωή του, αυτήν τη φορά τον καρκίνο.
Η κηδεία του θα γίνει την Παρασκευή στις 4 το απόγευμα, από το Κοιμητήριο της Καλλιθέας.
Γεννήθηκε 21 Οκτωβρίου 1934 στην Άντισσα, όπου τέλειωσε το δημοτικό. Γυμνάσιο πήγε στη Μυτιλήνη. Πριν υπηρετήσει στο Ναυτικό, δούλεψε ναυτικός σε ψαροκάικα κι απόχτησε ναυτικό φυλλάδιο. Φοίτησε στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Σπύρου Μελά (1962) και στη Σχολή Σκηνοθεσίας Κατσέλη (1972). Άρχισε να δημοσιογραφεί από το μυτιληνιό «Δημοκράτη» (1950) και συνέχισε ως καλλιτεχνικός και πολιτιστικός συντάκτης στις εφημερίδες «Καθημερινή», «Μεσημβρινή», «Βήμα», «Νέα», «Αυγή», «Ελευθεροτυπία» κ.ά.. Για ένα διάστημα ήταν αρχισυντάκτης του ραδιοφωνικού σταθμού Αιγαίου τής «ΕΡΑ». Από νέος ασχολήθηκε με την ποίηση, το διήγημα και - κυρίως - με τη λαογραφία. Συνεργασίες του δημοσιεύθηκαν στο μυτιληνιό περιοδικό «Λόγος» (1954), στην «Εστία» και αλλού. Ήταν μέλος της παράνομης ΕΠΟΝ (1955 - 1958). Μέλος του «Ιδρύματος Σοσιαλιστικών Ερευνών. Σταύρος Καλλέργης» κ.ά.. Βραβεύτηκε από την «Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών» (1952) και το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως (1956). Τύπωσε τα βιβλία: «Τρανές λειτουργίες» (1958), «Ο χορός των αλόγων» (1962), «Ελληνικά λαϊκά πανηγύρια» (1963), «Εν πλω» (1974) κ.ά.
Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφούσε συχνά για θέματα πολιτισμού από τις σελίδες της εφημερίδας «Εμπρός».
Θα βρεις εκεί πάνω κανένα ρακί;
Από προχτές το βράδυ που το ‘μαθα, σκέφτομαι συνέχεια εκείνη τη βραδιά πριν χρόνια στα Πηγαδάκια. Η Ντανιέλ, ο Γιώργος, εσύ κι εγώ…
Σπαρέλια, ντομάτα και κρεμμύδι και ρακί… «Ρε σεις, τούτουνας είνι παράδεισος» έλεγες, χαζεύοντας μια τα χρώματα της Δύσης στον κόλπο της Γέρας και μια την κατακόκκινη ντομάτα της σαλάτας… Και σβήνοντας την κάψα του καλοκαιριού με τη φωτιά του ρακιού.
Ο Γιώργος θα σε περίμενε προχθές, είρωνας όπως πάντα. «Βασιλάκη, πώς από τα λημέρια μας, μυρίστηκες ψητό;» σα να τον ακούω, κι η Ντανιέλ θα έτρεξε να σε προϋπαντήσει μαζί με τη Σαπφώ της και το Θεόφιλό σου…
Πανηγύρι θα ‘γινε κει πάνω προχτές… Πλάκωσε κι ο Αναστασέλλης στα σίγουρα. «Έφιρις, ρε, τίπουτα απού κάτου;» θα σε ρώτησε, ο Θεόφιλος σε έβλεπε κι αναρωτιόταν μην πείραξε κανείς τα χρώματά του (τι να του πεις;), κι εσύ σκούπιζες τον ίδρωτα σου με το χέρι και ανέβαζες το ναυτικό καπέλο όπως πάντα…
Άμα σε ρώτησα - θυμάσαι ρε, Βασίλη; - από πού το κληρονόμησες ετούτο το κασκέτο, μου απάντησες, «εγώ, ρε, δε γεννήθηκα δημοσιογράφος. Σε ψαροκάικο έμαθα τη δουλειά. Και το χαρτί το τιμώ, αλλά και το πρώτο μεροκάματο το τιμώ…».
Θα μας λείψεις, πάντως. Αλήθεια, θα μας λείψεις… Κι εκεί πάνω μπορεί να γελάτε τώρα με την παλιοπαρέα σου, αλλά εδώ κάτω θα μας λείψεις. Θα μας λείψουν οι φάκελοι της «Αυγής» και το δημοσιογραφικό χαρτί με τα κείμενά σου στη γραφομηχανή. Θα μας λείψουν τα γραφτά σου.
Εσένα δεν ξέρω τι θα σου λείψει από δω κάτω. Σπαρέλια, ντομάτα κόκκινη και κρεμμύδια πρέπει να ‘χει ο Παράδεισος. Για ρακί δεν ξέρω... Θα βρεις εκεί πάνω κανένα ρακί; Μπα… Θα βρεις. Κι αν δε βρεις εσύ, σίγουρα θα σου βρει ο φίλος σου ο Άγιος Γιάννης ο Θεολόγος. Αγαπημένος μαθητής του Χριστού είναι, όλο και κάτι θα μπορεί να σου βρει. Μόνο μη σε παίρνει ο ύπνος, ρε Βασίλη, σαν πίνεις… Μη σε παίρνει ο ύπνος.
Άντε γεια… Στρατής Μπαλάσκας
Το τελευταίο κείμενο που έστειλε ο Βασίλης Πλάτανος στο «Ε» Άνοιξη στην «Αιολίδα»
Αεράκι θλιμμένο και περίλυπο στην Αιολίδα, από τ’ Άπαστρα ως τα Λάψαρνα, κι από τη Βίγλα ως τ’ Ανεμοβούνι, κι ανάμεσα στα ροδοπέταλα και στα θαλασσόκρινα κείται ο σκοτωμένος Ιησούς.
Κι η Άνοιξη, με το φως και τη ζωή, με μπροστάρηδες το Χριστό και τον Ορφέα, φέρνουνε στην γαλαζόλευκη Αιολίδα τον έρωτα, τις λαμπρογιορτές, τα πανηγύρια, τις κούνιες, τα λαμπροαρραβωνιάσματα, τη χαρά στα πρόσωπα και την ευτυχία.
Σκληρό και δυνατό κρότο ακούσαμε στο λιθόστρωτο, στη Χριστοεκκλησοσπηλιά, «γκραπ-γκρουπ», ανήμερα Μεγάλη Πέμπτη, κι όλοι γυρίσαμε στην πόρτα ορθάνοιχτη, μ’ ένα φως βυζαντινό που ‘πεφτε από το λιοβασίλεμα, καθώς τον είδαμε να στέκεται αρχαγγέλινος με την κορμάρα και τα δεκανίκια του, ξεφωνήσαμε με μια κραυγή: «Α!, ο Λευτέρης».
Αντάρτης τρία χρόνια στο βουνό, κάποιο φασιστικό οπλοπολυβόλο τόνε γάζωσε και του ‘κοψε τα ποδάρια. Με «ακροτομία», κούτσα-κούτσα, κατέβηκε από το Γαβαθά, περπάτησε όλο το μακρύ κατάγιαλο κι έφτασε στη σπηλιοεκκλησιά ν’ ακούσει την καλλίφωνη μάνα του Μαγδαληνή να μοιρολογά τον Ιησού. Μόλις τον είδε ο παπάς, για καλωσόρισμα, πήρε το θυμιατήρι και τόνε θύμιασε. «Παπά Καρδάρα, άσε τα θυμιατίσματα, γιατί θα σε θυμιατίσω κι εγώ με τις πατερίτσες μου», του ‘πε γελαστά ο Λευτέρης.
Ο τελευταίος φάκελος του Βασίλη. Στάλθηκε στις 3 Μαΐου
Γαβαθάς εβραϊκά, δεν είναι ο λιθόστρωτος τόπος στ’ αντισσιώτικα θαλασσοτόπια, που έστησε ο Πιλάτος το Χριστό για να τον κρίνουν οι Ιουδαίοι.
Αυτός είναι στα Γερασόλυμα. Στη Λέσβο το νησάκι κοντά είναι σα γαβάθα-πινάκα ξύλινη, που ροφάμε τον τραχανά και τρώμε τα διάφορα φαγητά. Από τη «γαβάθα» η στεριά έγινε «Γαβαθάς», όμως δεν έχει να κάνει με το μαρτύρι στο Χριστό.
Έβγαλε ο παπάς τον Σταυρωμένο και τον έμπηξε στον πέτρινο Γολγοθά, στη μέση στην εκκλησιά, να τόνε προσκυνήσουμε. Γίνεται κι η «Αποκαθήλωση». Κατέβηκε το ιερό και θείο σώμα από το Σταυρό. Οι μαυροφορεμένες, με μαύρα κεφαλομάντηλα, ε πεσμένες καταγής, βουβά θρηνούνε το σκοτωμένο Ιησού ανάμεσα στα τριαντάφυλλα και στις βιόλες. Τα ματωμένα χεροπόδαρά του είναι χλιαρά ακόμα. Οι Μυροφόρες γυναίκες θρηνούνε το Ναζωραίο: «Ω, φως των οφθαλμών μου!». «Μάτια και φως μου!» Τον μοιρολογά κι η Μαγδαληνή, η μάνα του Λευτέρη, η γνήσια, η τρυφερότατη φωνή από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση:
«Σήμερα μαύρος ουρανός,
σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα βάλανε βουλή
οι άνομοι Οβραίοι,
να θανατώσουν το Χριστό,
...............
Τον άγιο λόγο λέγει:
- Που σου ‘χα κούνιες αργυρές,
φασκιές μαλαματένιες,
όπου σε νανουρίζανε
οι δώδεκα παρθένες,
που σου ‘χα χρυσοστέφανο,
σου βάλανε αγκάθι,
που σου ‘χα ασημοζώναρο,
σου βάλανε βατάρι
Πού ‘ναι γκρεμνός να γκρεμνιστώ,
φωτιά να πάγω να πέσω;
πού ‘ναι πηγάδι να πνιγώ
για τον μονογενή μου;»
Τον Λευτέρη ακλουθούσε ο αδερφός του Πέτρος τ’ ανταρτόπουλο. Του ‘βαζε η μάνα του Μαγδαληνή φαγί στην καστάνια, κουκιά, ρεβύθια, φακές, και τα πάγαινε στον αδερφό του στο βουνό. Αν δεν τον έβρισκε τ’ άφηνε σε σπηλιά, κρυφή, και το ‘παιρνε. Στο τέλος ο Πετράκος, για να μην ανεβαίνει στον Αϊτό για το φαγί στον αδερφό του, έγινε ανταρτόπουλο. Κι όταν ακλούθησε το Λευτέρη στο Γαβαθά, πήρε μιαν ελίτσα φυτώριο και τη φύτεψε σε μια βράχινη γούβα έξω από το Χριστό. Μάζεψε με τις φούχτες του κοκκινόχωμα και τη φύτεψε. Είπε ο Λευτέρης στον Πετράκο, «μη μ’ ακολούθας, γιατί θα μ’ απαρνηστείς πως είμαστε αδέρφια στο βουνό, όταν θα λαλήσει ο πετεινός». Ο Πετράκος έπεσε σε σκέψη και τον ακλούθησε.
Μάθανε οι «μπουραντάδες», οι κυνηγοδημοκράτες τα φασιστόμουτρα, μ’ αρχηγό τους τον αιματοβόρο-αιματόδιψο μανιάτικο τσακαλόλυκο Βουδοκλάρη -όνομα και πράμα- χτύπαγε τον βούρδουλα στις πέτσινες μπότες από τη φασιστική του λύσσα, τη μανιασμένη ορμή ενάντια στους δημοκράτες, κι ήρθανε στο Γαβαθά να μαζέψουνε τους συντρόφους του Λευτέρη στο βουνό και να τους στείλουνε για βασανιστήρια στον Κρανίου Τόπο, στα Γιούρα. Κι όταν είδανε την ελίτσα μπροστά στο ξωκκλήσι, ρωτήσανε ποιος τη φύτεψε. Κι η Ρηνούλα, η μικρή Ειρήνη που σημαίνει Γερουσαλήμ και Γερουσαλήμ Ειρήνη, από αγαθότητα κι ευσέβεια, είπε πως τη γούβιασε ένα ανταρτόπουλο, για να φέρει ειρήνη και γαλήνη σ’ όλους μας, χωρίς να ξέρει πως οι μπουραντάδες θα του κάνανε κακό. Κι όταν κάποιος τον υποψιάστηκε και τόνε ρώτησε αν ήτανε στο βουνό με το Λευτέρη και φύτεψε την ελίτσα, ο ΙΙετράκος αρνήθηκε σφόδρα.
Και τότε, απέναντι, από τ’ αμπέλι που έχει ο Γιορντάνης με το κοτέτσι του, ξεπετάχτηκε ο κόκορας και κακάρισε δυνατά. Ο Πετράκος θυμήθηκε το λόγο που του ‘πε ο Λευτέρης, έγειρε στον ξερόβραχο κι έκλαιγε πικρά. Πάνω στην ώρα κατέβηκε κι η πανέμορφη Λεμονίτσα από τ’ Ανεμοβούνι, με ανθισμένους αγάπανθους κι ασφόδιλους πένθους στην αγκαλιά της, να μοιρολογήσει τον Ιησού. Και σαν είδε τον Πετράκο να κλαίει πικρά, του χάιδεψε τα μαλλιά. Η Ρηνούλα της είπε πως τον κυνηγάνε με μανία οι μπουραντάδες, κι η Λεμονιά, αφού απόθεσε τα λουλούδια και θρήνησε λίγο το Χριστό, τον πήρε στ’ Ανεμοβούνι, στη στάνη της, βοσκόπουλο.
Το Μεγάλο Σάββατο τη νύχτα κατέβηκε η Λεμονιά στο σπηλιοξωκκλήσι και πήρε τ’ αναστάσιμο άγιο φως. Το ‘φερε στη στάνη κι άναψε τη λαμπάδα που βαστούσε ο Πετράκος. Χαράς ευαγγέλια. Με τη φλόγα σταυρώσανε τα ζωντανά, κατσικοπρόβατα, τη μάντρα, τα παχνιά, τις ταγίστρες, ψάλανε «Χριστός Ανέστη», φιληθήκανε σταυρωτά, αδερφικά.
Τη Λαμπρή πρωί, αφού ξεσκουμπιστήκανε τα κοπρόσκυλα, οι μπουραντάδες, κατέβηκε ο Πετράκος στο Χριστό με σκοινιά και παχνιά-ταγίστρες από τη στάνη κι έφτιαξε κούνιες, κρεμασμένες στην ανθισμένη μεγάλη βαλανιδιά. Τις στόλισε με αγριολούλουδα, παπαρούνες, μαργαρίτες, θαλασσόκρινα από το κατάγιαλο και πολύ πάθος, οίστρο γιορτινό. Χτύπησε την καμπανούλα στο ξωκκλήσι και με την μπουρού-κοχύλα φύσηξε δυνατά, για ν’ ακούσουν οι κοπελιές και τα παληκάρια να ‘ρθουνε στα Λαμπρόγιορτα, στα Λαμπροπανηγύρια. Με χαρούμενες φωνές και σφυρίγματα γεμίσανε στο Γαβαθιανό Χριστό, το πρόκλιτο, και στα καταπράσινα αρμυρίκια στρωθήκανε υφαντές πάνες με λουκουμάδες, τηγανίτες, πασπαλάδες, κλωστρά, κρασί, ανάμεσα σε λουλούδια και κρασοπότηρα. Το λαμπρό πανηγύρι ξεφάντωσε σαν οι λαχταριστές, κοκκινορόδινες, κι αφράτες παρθένες στολισμένες με τα γιορτινά τους ανεβαίνουνε στις κούνιες, κι όλοι τραγουδάνε:
«Πάνω στην κούνια κάθονται
τέσσερα μαύρα μάτια,
τέσσερα χείλια κόκκινα
και δυο κορμιά δροσάτα.
(για ζευγάρια)
Κουνήσετε τις όμορφες,
κουνήσετε τις άσπρες,
κουνήσετε τις λεμονιές
με τον ανθό γεμάτες.
Πάνω στην κούνια κάτσανε
τέσσερα μαύρα μάτια,
τέσσερα χείλια κόκκινα
και δυο λιγνά κορμάκια.
Χριστός Ανέστη μάτια μου,
έλα να φιληθούμε,
και τις παλιές αγάπες μας
να ξαναθυμηθούμε.
Χριστός Ανέστη μάτια μου,
έλα να φιληθούμε,
κι αν σου αρέσει το φιλί,
έλα ν’ αρρβωνιαστούμε.
Χρίστος Ανέστη μάτια μου,
χάρηκαν οι γι’ αγγέλοι,
και μεις που ανταμώσαμε
οι πολυαγαπημένοι.
Το γυαλί το λεν κρουστάλλι,
βγήτε σεις να μπούνε κι άλλοι.
Άσπρες διόλες και κνικάτες,
βγείτε σεις να μπούνε κι άλλες.»
Έγινε αλλαγή στις κούνιες, ανεβήκανε άλλα ζευγάρια, κι άξαφνα ήρθε ο Ματζαράνας, με το τύμπανό του και τους παιχνιδιάτορες. Τον Βασλάρα Ασανιά με το σαντούρι του, τον Ορφέα από τα Ορφήκια με την κοχυλολύρα του. Και φούντωσε το Λαμπροπανηγύρι με τους Καλλονιάτες να τραγουδάνε:
«Θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά,
στ’ αγιού Γιωργιού το δώμα,
να κόψω δυο γαρύφαλα
να πλέξω φρουκαλιούδα,
να φρουκαλώ τη θάλασσα,
ν’ αράζουν τα καΐκια.
Ένα καΐκι άραξε
στου βασιλιά την πόρτα,
κι ο βασιλιάς δεν ήτανε,
μον τρεις βασιλοπούλες.
Η μια κεντά τον ουρανό
κι η άλλη το φεγγάρι,
η τρίτη η μικρότερη
κεντά τον άγιο Γιάννη.
- Κεντά το, κόρη μ’, κέντα το,
τ’ αρρβουνιασκού σ’ μαντήλι,
να το γεμίσεις ζάχαρη,
να στείλεις στ’ αργαστήρι,
κι απ’ τ’ αργαστήρι στο σκολειό,
κι απ’ το σκολειό στο σπίτι
κι αν ειν’ η πόρτα σφαλιχτή,
ριξ’ το απ’ το παναθύρι.»
«Το φλουρί το λεν ατσάλι,
έβγα συ, να μπει κι η άλλη».
Κι οι πανηγυριστές από την Πέτρα, που ανεβήκανε στις κούνιες, αποσώσανε:
«Μέσα στην κούνια έκατσες,
σαν την περιπλοκάδα,
και περιπλέκεις τα βουνά
και βγάζουν πρασινάδα.
Με τίμησες πουλάκι μου,
διπλά να σε τιμήσω,
να βγάλω από την τσέπη μου
μήλα να σου χαρίσω.
Τραγούδια και παινέματα,
ξέρω κι εγώ καμπόσα,
μα δε μ’ αφήνει να τα πω
η ταπεινή μου γλώσσα.»
Οι Πλωμαρίτες με το δικό τους μακρόσυρτο σκοπό:
«Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι,
καρδιές παρηγορούνε,
σαν τους νεκρούς που καρτερούν
Ανάσταση να δούνε.
Και τα τραγούδια λόγια ‘ναι,
τα λεν οι παθημένοι,
τα λεν και βγαίνει ο καπνός,
μα φλόγα μέσα μένει.
Για δες λουλούδια που θωρώ
‘πο βάγιες ανθισμένες,
όσες θωρούν τα μάτια μου,
είναι ζωγραφισμένες.
Δεν ήξερα και ρώτησα,
πού ‘ναι γι απάνω βρύση,
πο ‘χει κορίτσια όμορφα,
ο κόσμος ν’ απορήσει.
Νύχτα ‘ναι και ξημερώνει,
κι η αυγή τα φανερώνει.»
Οι Πολιχνιάτες που ήρθανε στο Γαβαθά με το πλεούμενό τους, στις κούνιες τραγουδήσανε:
«Έχεις μαλλιά σα σέλινα
στις πλάτες σου ριγμένα,
κι όποιος γυρίσει και τα δει
τρελαίνεται για σένα.
Ρίξε τα μαλλιά σου πίσω
να σε δω να σ’ αγαπήσω.
Ρίξε τα μαλλιά σου πρίμα
σαν τον διάκο μες στο βήμα.
Τα μαλλιά σου τα πλεγμένα
περιπλέξανε και μένα.»
Τα μάτια κοιταζότανε μεταξύ τους σταθερά κι ακίνητα, χωρίς να βλέπουνε πουθενά αλλού. Μερικά βουρκώσαν από πάθος και συγκίνηση. Ανοίξαν οι αγκαλιές και φιληθήκανε στόμα με στόμα, χείλια με χείλια. Αρραβωνιαστήκανε.
Στα ξεβγάλματα ο φίλος μου Ευαγγελιστής Ιωάννης μου ‘πε, ο Λιθόστρωτος μαρτυρικός Γαβαθάς είναι στα Γεροσόλυμα (κεφ. ιθ΄, 12). Στην Αιολίδα είναι τόπος για Λαμπροπανηγύρια και Λαμπροαρραβωνιάσματα. Βασίλης Πλάτανος
Βασίλης Πλάτανος
ο λυρικός μας λαογράφος*
«… τα δημοτικά μας τραγούδια του γάμου και της χαράς, του θανάτου και του πόνου, τα παραμύθια, οι ιστορίες, οι θρύλοι, οι σάτιρες, τα νιώσματα, τα ήθη και έθιμα και τα λογής-λογής άλλα λεσβιακά αριστουργήματα, τα αμάραντα αυτά αγριολούλουδα που είναι σκορπισμένα σ’ όλες τις βουνοπλαγιές και τ’ ακρογιάλια του νησιού μας, άρχισαν να ξεχνιούνται ή να ξεθωριάζουν.»
Αυτή η κραυγή αγωνίας ξεπήδησε από τη γραφίδα του Βασίλη στον πρόλογο του πρώτου του βιβλίου «Τρανές λειτουργιές», που εκδόθηκε το 1958 και πήρε το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, κι από τότε, σ’ όλη του τη ζωή αγωνίζεται για τη διάσωσή τους.
Σφαλνώ τα μάτια, θωρώ τη Μεγαλόχαρη που συχνά τη φέρνει δίπλα μας, και παρακαλώτηνε, να μου δώκει φώτιση να γράψω τούτα τα ταπεινά για ένα μύστη της λαογραφίας, ηθογραφίας, πεζογραφίας, δημοσιογραφίας και ποίησης, που τιμά το νησί μας, το συγχωριανό και φίλο μου, Βασίλη Πλάτανο.
Πορπάτηξε όλα τα σοκάκια και τις λεωφόρους στου γραφτού λόγου την τέχνη. Χώθηκε βαθιά στις ρίζες μας, ξεψάχνισε, μελέτησε, ξέθαψε θησαυρούς και μας τους δώρισε των αχράντων τη μετάληψη στων προγόνων μας τη χιλιοτραγουδημένη τούτη κοιτίδα πολιτισμού, που χωρίς αυτήν απομένουμε ξεγυμνωμένοι στον παγερό βοριά.
Και να, ακάματος και μεθοδικός μαζώνει τις παροιμίες της λεσβιακής Άντισσας, τις ομαδοποιεί, τις ερμηνεύει και πάνω απ’ όλα τρυπώνει σε βάθος από Παλαιά Διαθήκη και Μυθολογία ως τις εγκυκλοπαίδειες και μελέτες, για να μας δώσει καθάρια την εικόνα για τη σημασία, τη μορφή και τον ρόλο που έπαιξαν στον τόπο μας. Και καταλήγει:
«Για ξέβγαλμα σημειώνω τούτα:
Παροιμία είναι λαϊκή φράση που εκφράζει σύντομα και με μεταφορικό, αλληγορικό ή σκωπτικό, χλευαστικό, κοροϊδευτικό τρόπο μια σημαντική και σημαδιακή αλήθεια, όπως: “ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται”.»
Παίρνω τα θάρρετα, ζητώ σας, παρακαλεστά, άφεση, και ξεχωρίζω λίγες ψηφίδες από τα κείμενά του.
«[…] Ήτανε απόγεμα τις δεκαοχτώ του Δεκέμβρη, αξέχαστη μέρα, που ακόμα τώρα τη θυμάμαι κι ανατριχιάζω. Το καΐκι νόμιζες μια πετούσε και μια καρφωνότανε στο κατάβαθο της θάλασσας ίσαμε που μπηγότανε το μπαστούνι μέσα στα πελώρια κύματα [...]»
«[…] Κάθε χρόνο στα νιάμερα της Παναγιάς το πανηγύρι της Λιώτας είναι και πανηγύρι μας, γιατί τη μέρα τούτη το μοναχικό ξωχικό μας σπιτάκι παίρνει σουσούμι πανηγυρίστικο [...]»
«[…] Ο πρώτος που αξιώθηκε τη μεγάλη ευτυχία, θυμάμαι, στάθηκε ένας φονιάς. Ναι, μα τον αγιασμένο δαυλό που πελεκώ, σκότωσε! Ο Αχλιόπτας ήτανε ήσυχος, απλός και συσταζούμενος άνθρωπος, δεν πείραζε ούτε μέρμηγκα [...]»
Το παθιασμένο, ψυχόπνοο, όλο ντομπροσύνη και προγενιών λαλιά και ρύμα ποτισμένο έργο του, μας ‘γγίζει, μας συνεπαίρνει.
Επροψέ, μου ‘ρθανε, «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής κι αγάπης» του, τα δυο πρόσφατα πονήματά του, κι ένιωσα ένα θαλασσινό νησιώτικο αρωματισμένο μαϊστράλι να με παρασέρνει:
- με το ποιητικό του έργο «Διάψαλμα» που υμνούν με «τ’ αφροθρεμένα στήθια τους οι Αιγαιοπελαγίτες ψαράδες» τη θάλασσα και τους ζωντανούς οργανισμούς στα σπλάχνα της.
«… και θα ψαλμωδώ
Γοργόνες
τον Κύριο
στις σπηλιές
τον Ύψιστο
Θαλασσοσπηλιές
Διάψαλμα
Ιγαϊών
ιεροπρεπή μουσική
με άρπα
και κιθάρα…»
- και με τα επύλλια, όπως το ελάχιστο τούτο δείγμα,
«Ηλιακάτη
Σε βαθύ κύμα
Λευκών μανιακών αλόγων
Με τα πόδια ψηλά πηδούσε...»,
στην πραγματεία του, «Ήριννα», για τη μεγάλη λυρική ποιήτρια της σαπφικής περιόδου.
Στερνό αφήκα το «τριζόνι» του, ένα ποίημα ξεχειλισμένο πόνο και κατευόδιο.
«Ξανάρθε το τριζόνι μου
στο καταμεσονύχτι
και γιατί κλαις μου λάλησε
πάνω στο ψαροδίχτυ;
Έχασα την αγάπη μου
ψάχνω την στους ελιώνες
μες στα κρινάτα χέρια της
θαλασσοανεμώνες
να θέσω με ευλάβεια
μελωδικά κοχύλια
για να τη συντροφεύουνε
στ’ ατέρμονά της μίλια.»
Γερός να ‘σαι, Βασίλη μου, να μας φωτίζεις.
Γιώργος Καμβυσέλλης
(Το κείμενο του Γιώργου Καμβυσέλλη για το Βασίλη Πλάτανο δημοσιεύτηκε στο «Ε» στις 24/07/2009.)