«Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», επιγραφή αριστερά και δεξιά από το «θεϊκό μάτι», στην κορυφή της εικόνας, ιστορημένη από τον αρχαγγελικό οιστρήλατο Λέσβιο λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.
Σπάνια σ’ έμπνευση και φιλοτέχνηση, ξεχωριστή στη νεοελληνική γενικά ζωγραφική, κι όχι μόνο στη λαϊκή. Βρίσκεται στο Εκκλησιαστικό Βυζαντινό Μουσείο Μυτιλήνης, που δημιούργησε η Ιερή Μητρόπολη στα 1978, απέναντι από τη μεγάλη εκκλησιά, τον Άγιο Θεράποντα, στον αυλόγυρο. Βρέθηκε στο παρεκκλήσι Ταξιάρχης, στον οικισμό Τσέντρο (Κέντρο), στο λεσβιακό Κόλπο Γέρας, μαζί μ’ ένα ξύλινο βημόθυρο, που εικονίζει την Αγία Τριάδα, ζωγραφισμένο κι αυτό από το Θεόφιλο. Έτσι σωθήκανε δυο θαυμάσια έργα φιλοτεχνημένα από τον κορυφαίο λαϊκό ζωγράφο. (Λαθεμένα γράφεται στον κατάλογο του μουσείου ότι η «Κοίμηση» προέρχεται από τον ιερό ναό του Αγίου Παντελεήμονα Μυτιλήνης.)
Είναι ζωγραφισμένη σε πανί-τελάρο, σε ανοιχτό γαλάζιο κάμπο-βάθος, με ύψος 77 και πλάτος επίσης 77 εκατοστά, μαζί με την ξύλινη κορνίζα. Βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, σα να ‘γινε πρόσφατα, με ζωηρά χρώματα. Ο Θεόφιλος πήρε τα βασικά στοιχεία από την παραδοσιακή βυζαντινή εικόνα και δημιούργησε δική του σύνθεση.
Ξαπλωμένο το ιερό σκήνωμα, το λείψανο με την ψυχή της Παναγίας στο νεκροκρέβατο, με νεκροσέντονο στολισμένο ολόκληρο με λουλούδια και φύλλα, σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, φωτοστέφανο, στοιχείο αγιότητας, γύρω στο κεφάλι, κόκκινο μαφόρι (ωμοφόρι) και γαλάζιο ποδήρη χιτώνα (αντερί), όπως συνηθίζεται να ζωγραφίζεται στην παραδοσιακή εικόνα, στην Ανατολική Τέχνη. Ήρεμη και γαλήνια, φυσικά με τα βλέφαρα κλειστά. Κεκρύφαλο κεφαλοπάνι με ψιμύθια-φκιασίδια, με λεπτή χρυσοκοντυλιά. Στον οριζόντιο άξονα της εικόνας το λεπτομερειακά ιστορημένο σκήνωμα της Θεοτόκου.
Στον κατακόρυφο τονισμένο άξονα στη σύνθεση στη μέση πίσω από το νεκροκρέβατο, προεξάρχοντας, στεκάμενος όρθιος ο Χριστός, με σταυροφόρο χρυσό φωτοστέφανο γύρω στο κεφάλι του, όπου στις κεραίες-άκρες του σταυρού με κεφαλογράμματα «Ο ΩΝ», ντυμένος με κόκκινο χιτώνα και γαλάζιο εξωτερικό φόρεμα, γενειοφόρος με μακριά καστανά μαλλιά, που χωρίζονται στα δυο πάνω από το κούτελο και πέφτουν πλούσια στους ώμους, δοξαστικός, αρχαγγελικός, βαστά με τα χέρια στην αγκαλιά του, από την αριστερή μεριά, την Παναγίτσα, τη σπαργανωμένη άγια ψυχή της Μητέρας του, φασκιωμένο βρέφος η μορφή της.
Πίσω και πάνω από το Χριστό τρεις φτερωτοί άγγελοι, με γαλάζιο, ανοιχτό κόκκινο και πράσινο χιτώνα ο καθένας, με γαλάζιες φτερούγες. Νεανικά πρόσωπα με καστανά ωραία μαλλιά. Ο τιμωρός άγγελος για τον Εβραίο έχει σηκωμένη τη ρομφαία, γυμνό υψωμένο το σπαθί του, ο άλλος σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος κι ο τρίτος με τις παλάμες ανοιχτές σε στάση προσευχής και δέησης. Γύρω από το Χριστό, στον ίδιο κατακόρυφο άξονα, δεξιά κι αριστερά, στριμωγμένοι οι έντεκα Απόστολοι, που, σύμφωνα με το απόκρυφο ευαγγέλιο, καταφτάσανε «εκ περάτων υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι» (C. TISHENDORF 1866) για να παραβρεθούνε στην Κοίμηση. Όπως βλέπουμε την εικόνα, πέντε δεξιά κι έξι αριστερά (λείπει ο Θωμάς, που, σύμφωνα με τους κώδικες, τ’ αρχαία χειρόγραφα, δεν βρέθηκε στην Κοίμηση της Παναγίας). Γύρω στο σκήνωμα οι απόστολοι, με χρωματιστούς χιτώνες, πράσινους, ρόδινους, καστανούς, κόκκινους, βαθυγάλαζους, γενειοφόροι, καστανομάλληδες, γκριζομάλληδες κι ασπρομάλληδες, φωτοστέφανα στα κεφάλια τους, σφόδρα θλιμμένοι. Ο Απόστολος Πέτρος, πάνω από το κεφάλι της θυμιατίζει μ’ εκκλησιαστικό θυμιατήρι, «κι ανάμεσά τους, στα χρυσά ντυμένοι, με θυμιατήρια οι ιερείς», ψέλνει ο Άγγελος Σικελιανός. (Στην παραδοσιακή εικόνα θυμιατίζει από τη μεριά που βρίσκονται τα πόδια της.) Ο Παύλος, γονατισμένος στα πόδια της Παναγιάς, έχει αγκαλιάσει το νεκροκρέβατο. Ο Ιωάννης, γέροντας πια, θρηνεί, ακουμπισμένος στο ιερό σκήνωμά της. Από τους αποστόλους, δυο που φαίνονται τα πόδια τους, είναι γυμνοπόδαροι. Μπροστά από το νεκροκρέβατο, από τη μέση και πάνω, με εβραίικο καλπάκι στο κεφάλι, ο Εβραίος Ιεφωνίας, με κομμένα τα χέρια από τις παλάμες, που βρίσκονται πίσω του, κατάχαμα. Αυτός, σύμφωνα με την παράδοση, θέλησε να ρίξει χάμω το ιερό σκήνωμα της Παναγίας. Όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουνε στην παραδοσιακή εικόνα για την «Κοίμηση».
Τι βάζει ο Θεόφιλος…
Ο Θεόφιλος στη σύνθεσή του, στη θέση που στην παραδοσιακή εικόνα ζωγραφίζεται ξαφτέρουγο σε ακτινωτή δόξα, βάζει το θεϊκό μάτι, απ’ όπου φεύγουν ακτίνες πλατιές χρυσές, σε σχήμα ελλειψοειδές, που τελειώνουνε σε δυο σειρές από άσπρους μικρούς κύκλους. Είναι τα σύννεφα που πήγανε τους Αποστόλους στη Γεθσημανή. Επίσης, στην εικόνα του Θεόφιλου δεν υπάρχουνε τα κτήρια, τα σπίτια, τα μανουάλια με αναμμένες λαμπάδες, δίπλα στο νεκροκρέβατο, οι άγιοι ιεράρχες Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Ιερόθεος και Τιμόθεος να βαστάν ευαγγέλια, γυναίκες να κλαίνε, οι δώδεκα απόστολοι να έρχονται μέσα σε σύννεφα, ο Δαμασκηνός Ιωάννης να βαστά χαρτί, ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής. Το περίγραμμα της εικόνας είναι ζωγραφισμένο με δυο κίτρινες ίσιες γραμμές, με άσπρες και κίτρινες κουκκίδες ανάμεσά τους, και μέσα σε καστανό κάμπο-βάθος με άσπρα μικρογράμματα η επιγραφή: «Αφιέρωμα, των τέκνων Ευστρατίου Ανδρέα 1931. Έργον Θεοφίλου Γ. Χ”Μιχαήλ».
Η Θεοτόκος γέννησε τον Γιο της Ιησού Χριστό, τον ανάθρεψε, τον μεγάλωσε, είδε τα θαύματα κι άκουσε τη διδασκαλία του. Έζησε τ’ Άγια Πάθη, το Σταυρικό Θάνατο και πόνεσε σα Μάνα. Βρέθηκε στη χαρμόσυνη Ανάσταση και στην ένδοξη Ανάληψη. Κι ακόμα βρέθηκε στην άγια Πεντηκοστή, όπου ιδρύθηκε η Εκκλησία του Χριστού. Είχε τελειώσει την αποστολή της στη γη κι ήρθε η στιγμή να πάει στην αιώνια ζωή. Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση ο Γιος της μήνυσε πως θα βρισκότανε μαζί. Η Θεοτόκος προσευχήθηκε, ευχαρίστησε το Μεγαλοδύναμο, ξάπλωσε στο νεκροκρέβατο κι ετοιμάστηκε για το αιώνιο ταξίδι της. Μέσα σ’ αστραφτερά σύγνεφα φτάνουν οι απόστολοι από τα πέρατα του κόσμου, όπου διαλαλούσανε το ευαγγέλιο.
«Απόστολοι εκ περάτων
συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεθσημανή τω χωρίω,
κηδεύσατέ μου το σώμα·
και συ Υιέ και Θεέ μου,
παράλαβέ μου το πνεύμα».
(Εξαποστειλάριο, δηλαδή τροπάρι-εκκλησιαστικό άσμα από την ακολουθία του Όρθρου-χάραμα-αυγή, ψάλλεται πριν από τους αίνους-δοξαστικούς ψαλμούς· το τροπάρι αυτό λέγεται και φωταγωγικό, γιατί σ’ αυτό διαβάζεται και το «Κύριε εξαπόστειλον το φως Σου».)
Όταν παρέδωσε το πνεύμα της η Παναγία, οι απόστολοι κηδέψανε το άχραντο σώμα της σε τάφο στη Γεθσημανή, όπου πηγαίνουμε και προσκυνάμε σήμερα, καθώς ψέλναν επιτάφιους ύμνους.
«Χρυσοπλοκώτατε πύργε,
και δωδεκάτειχε πόλις,
ηλιοστάλακτε θρόνε,
καθέδρα του Βασιλέως,
ακατανόητον θαύμα,
πώς γαλουχείς τον Δεσπότην».
Ψέλνανε κι οι άγγελοι στον ουρανό και καλωσορίζανε την «Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν των Σεραφείμ», τα ουράνια πλάσματα, στην υπηρεσία του Θεού.
«Την υψηλοτέραν των ουρανών,
και καθαρωτέραν,
λαμπηδόνων ηλιακών,
την λυτρωσαμένην,
ημάς εκ της κατάρας,
την Δέσποιναν του κόσμου,
ύμνοις τιμήσωμεν».
Μετά τρεις μέρες που πήγαν οι απόστολοι να προσκυνήσουνε στον τάφο της, τον βρήκαν αδειανό. Είχε γίνει «Μετάσταση» στον ουρανό τ’ άγιο σώμα της. Γι’ αυτό το θάνατο της Παναγίας τον λέμε «Κοίμηση» ή «τελευτή», που τιμάμε και γιορτάζουμε στις 15 Αυγούστου.
Στην παραδοσιακή βυζαντινή εικόνα και στις τοιχογραφίες, η «Κοίμηση της Θεοτόκου», όπως περιγράφει ο ιερομόναχος Διονύσιος ο εκ Φουρνά (Άγραφα), στο βιβλίο του «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης (Εν Πετρουπόλει 1909) ζωγραφίζεται έτσι: «Σπίτια και μέσον η Παναγία κειμένη επί κλίνης νεκρά, έχουσα έμπροσθέν της σταυρωμένα τα χέρια, και πλησίον της κλίνης ένθεν και ένθεν μανουάλια με λαμπάδας αναμμένας· και εις Εβραίος έμπροσθεν της κλίνης, έχων κομμένα τα χέρια, κρεμασμένα εις την κλίνην, και έμπροσθεν αυτού εις άγγελος με γυμνό σπαθί· και εις τους πόδας της ο απόστολος Πέτρος θυμιών με θυμιατόν, και εις την κεφαλήν της ο άγιος Παύλος και ο θεολόγος Ιωάννης ασπαζόμενοι αυτήν· και γύρωθεν οι λοιποί απόστολοι και οι άγιοι ιεράρχαι, Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Ιερόθεος και Τιμόθεος, βαστάζοντες Ευαγγέλια, και γυναίκες κλαίουσαι· και επάνωθεν αυτής ο Χριστός βαστών εις τας αγκάλας του την αγίαν αυτής ψυχήν λευκοφόρον· και γύρωθεν αυτού φως πολύ και πλήθος αγγέλων, και άνωθεν εις τον αέρα πάλιν οι δώδεκα απόστολοι ερχόμενοι μετά νεφελών· και εις την δεξιάν άκρην του σπιτίου ο Δαμασκηνός Ιωάννης βαστών χαρτί λέγει· «Αξίως ως έμψυχον σε ουρανόν υπεδέξαντο ουράνια, πάναγνε, θεία σκηνώματα, και παρέστηκας» κ.τ.λ.. Και εις την αριστεράν ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής βαστών χαρτί λέγει· «Γυναίκα σε θνητήν, αλλ’ υπερφυώς και μητέρα Θεού ειδότες, πανάμωμε».
Ο ενταφιασμός της Θεοτόκου: «Μνημείον και έσω ο απόστολος Πέτρος βαστών την Παναγίαν από το κεφάλι, και ο Παύλος έξωθεν βαστάζων αυτήν από τους πόδας και ο θεολόγος Ιωάννης ασπαζόμενος αυτήν· και οι άλλοι απόστολοι τριγύρου λαμπαδηφόροι κλαίοντες».
Η μετάσταση: «Μνημείον ανεωγμένον, άδειον, και οι απόστολοι τριγύρου θαυμάζοντες· και ο Θωμάς εν μέσω αυτών βαστών ζώνην δεικνύει αυτήν προς αυτούς· και επάνωθεν αυτών εις τον αέρα η Παναγία επί νεφελών ανερχομένη εις τον ουρανόν· και ο Θωμάς πάλιν, και αυτός εις νέφαλα πλησίον αυτής λαμβάνει την ζώνην της εκ των χειρών της».
Ανάμεσα στα θέματα που εικονίζονται στις εκκλησιές, εμπνευσμένα από τα απόκρυφα ευαγγέλια, είναι και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Το ιερό αυτό «δρώμενο» ζωγραφίζεται συνήθως πάνω από την πόρτα, που μπαίνουμε από το νάρθηκα στον κυρίως ναό και με όψη σ’ αυτόν. Ακόμα κι όταν η πόρτα για την είσοδο τοποθετείται στο βόρειο μέρος του ναού, όπως στην Περίβλεπτο στο Μυστρά, πάνω από την πόρτα της ζωγραφίζεται η εικόνα με την Κοίμηση της Θεοτόκου, ξεχωριστά γιατί συχνά χαρακτηρίζεται η Παναγιά ως η «Πύλη του φωτός», στην υμνογραφία. Το αρχαιότερο παράδειγμα που έχουμε, την παράσταση και την τοποθέτηση της Κοίμησης της Θεοτόκου βρίσκεται, δυστυχώς πολύ κολοβωμένο, στη Μονή Δαφνιού, στην Αττική. Με την Κοίμηση κλείνει ο κύκλος με τις δώδεκα μεγάλες θεομητορικές γιορτές, γιατί ταυτόχρονα το ιερό «δρώμενο» ανήκει στον κύκλο αυτό. Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι σύνθεση, που έχει ξεχωριστή αρχαία ομορφιά. Έχει πολλές διακοσμητικές γραμμές κι αρμονικό ζύγιασμα στα διάφορα πρόσωπα που δημιουργούνε τη σύνθεση. Ξεχωριστή εντύπωση κάνει η αντίθεση ανάμεσα στην όρθια μορφή του Χριστού, που τοποθετείται στον κατακόρυφο τονισμένο άξονα και βαστά το βρέφος (την ψυχή της Παναγιάς), προς την οριζόντια γραμμή-άξονα να σχηματίζει η ξαπλωμένη Παρθένος στο νεκροκρέβατο. Επίσης τα διάφορα πρόσωπα (οι απόστολοι, οι ιεράρχες, οι γυναίκες), που γέρνουν προς το νεκροκρέβατο κι έτσι σχηματίζεται πυραμίδα με την κορυφή στο κεφάλι του Χριστού. Στη σύνθεση αυτή υπάρχει νέα τέχνη, που θα ήταν έργο εμπνευσμένου τεχνίτη.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, όπως τη βλέπουμε στις φορητές εικόνες και στις πιο πολλές τοιχογραφίες, ιστορείται με κατάνυξη στο θρησκευτικό «δρώμενο» για την κηδεία της. Η Παναγιά στο νεκροκρέβατο εικονίζει την κιβωτό με το αγίασμα, καθώς προεικονίστηκε στην Παλαιά Διαθήκη με τον ψαλμό ΡΑΒ΄(8) από τον Δαβίδ: «Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου, συ και η κιβωτός του άγιασματός σου». Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με το χαρτί του λέγει: «Παρθένοι νεανίδες, συν Μαριάμ τη προφήτιδι ωδήν την εξόδιον νυν αλαλάξατε· η παρθένος γαρ και μόνη Θεοτόκος προς λήξιν ουράνιον διαβιβάζεται». Ιεζεκιήλ: «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται και ανοιχθήσεται, και ουδείς ου μη διέλθει δι’ αυτής». [σε μετάφρασή μου οι στίχοι): «Απόστολοι στάζουν από τα σύννεφα δροσιά προς το θεοδρόσιστο από το ύψος ποκάρι (μαλλί από πρόβατο), σταγόνα ο Χριστός πνεύμα από τη μητέρα παίρνει».
Στην Αγία Γεθσημανή
Το «Προσκυνητάριον» περιγράφει την αγία Γεθσημανή, όπου πήγαμε με τη συγχωρεμένη μάνα μου Έλλη και προσκυνήσαμε το πανάγιο μνήμα της Παναγίας: «Η αγία Γεθσιμανή, εις την οποίαν είναι το πανάγιον μνήμα της παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας· αυτού κατερχόμενοι από μίαν ευρυχωροτάτην πέτρινην σκάλαν, με πενήντα βαθμίδας ... Καταβαίνοντες δε, κάτω εις το έδαφος, κατά το δεξιόν μέρος, είναι το άγιον Κουβούκλιον, ένθα είναι και το άγιον μνήμα της κυρίας ημών Θεοτόκου, μάρμαρον λευκότατον, αναπέμπων ευωδίαν θαυμάσιον, επάνω του οποίου κρέμανται, καντήλαις ακοίμηταις εικοσιδύο, και λειτουργούσιν οι ορθόδοξοι καθ’ εκάστην ημέραν, υπέρ ψυχικής σωτηρίας των ευσεβών χριστιανών ... Εντεύθεν ως λίθου βολήν είναι λίθος ριζημαίος, και αυτού η πανάμωμος Θεοτόκος, εν τη μεταστάσει αυτής, ανερχομένη εις τους ουρανούς, έδωκε την ζώνην αυτής τω Αποστόλω Θωμά, εις πίστωσιν της Αναστάσεως αυτής ... Αυτού εις τον ίδιον τόπον εφάνη Άγγελος Κυρίου πάλιν προς την Θεοτόκον, και δίδωντας αυτή ένα κλάδον φοίνικος, της εμύνησε την εις ουρανούς μετάστασίν της».
Γεθσημανή σημαίνει στα εβραϊκά λιοτρίβι, από τους ελιώνες και τα λιοτριβειά που υπήρχανε την εποχή του Χριστού σ’ αυτό τον τόπο. Γραπτή παράδοση στον 8ο αιώνα μ.Χ. αναφέρει ιδιοκτήτη τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Εδώ το πανάγιο Μνήμα-Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου, που ανήκει στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ιστορικοί, αρχαιολόγοι κι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έχουνε διαφορετική γνώμη για τον κτήτορα και τη χρονολογία της πρώτης εκκλησιάς. Η πιο παλιά αυθεντική πληροφορία πως υπήρχε κτίσμα στο πανάγιο μνήμα, βρίσκεται στο «Εγκώμιον Β΄ εις την πάνσεπτον Κοίμησιν της Θεομήτορος» του Ιωάννη Δαμασκηνού (πριν το 754 μ.Χ.), που παίρνει από τη λεγόμενη «Ευθυμιακή Ιστορία».
Ο άγιος Δαμασκηνός αναφέρει ότι ο γέροντας βυζαντινός αυτοκράτορας Μαρκιανός (450 - 457) και η γυναίκα του Πουλχερία «κάλεσαν τον Ιουβενάλιο και τους άλλους επισκόπους της Παλαιστίνης, που βρίσκονταν τότε στην Κωνσταντινούπολη για την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451) και τους είπαν: «Ακούμε ότι στην Ιερουσαλήμ βρίσκεται η πρώτη και εξαιρετική εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας στο χωρίο που ονομάζεται Γεθσημανή, όπου κηδεύτηκε το πάναγνό Της σώμα ... ».
Η είδηση βεβαιώνεται κι από τον εγκωμιαστικό λόγο «στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που εκφώνησε ο άγιος Ιερώνυμος το 386: «Μέχρι τα χρόνια μας δείχνουν τον τάφον Της στη μέση της κοιλάδας Ιωσαφάτ, που βρίσκεται μεταξύ της Σιών και του Όρους των Ελαιών. Και συ, Παύλα, είδες τον τόπο, όπου προς τιμήν Της έκτισαν εκκλησία με ωραίους λίθους. Όλοι κηρύσσουν ότι η Μαρία τάφηκε μέσα σ’ αυτήν, αλλά ο τάφος Της είναι άδειος».
Σύμφωνα με πληροφορίες αυτή η χρονολογία ανοικοδόμησης του Θεομητορικού Μνήματος στη Γεθσημανή τοποθετείται ανάμεσα 379 - 386 επί Θεοδοσίου του Μεγάλου. Η υπόθεση ενισχύεται μάλιστα και από την είδηση του χρονικού του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ευτύχιου (933 - 940), που σύμφωνα μ’ αυτή «ο βασιλιάς Θεοδόσιος έχτισε επίσης στην Ιερουσαλήμ την Εκκλησία της Γεθσημανής, όπου βρίσκεται ο τάφος της Παναγίας και την οποίαν κατέστρεψαν οι Πέρσες, όταν κυρίευσαν την πόλη και κατέστρεψαν τις εκκλησίες της, που μένουν ερειπωμένες ως τις μέρες μας». Μ’ αυτά συμφωνεί και το Τυπικό της Εκκλησίας Ιεροσολύμων του 7ου αιώνα, όπου αναφέρεται ότι στις 22 Οκτώβρη γίνανε «μεγάλα εγκαίνια στη Γεθσημανή, στο ευκτήριον του αυτοκράτορα Μαρκιανού» (ευκτήριον-παρεκκλήσι).
Επίσης, βυζαντινό χειρόγραφο του 11ου αιώνα, που βρίσκεται στο Βατικανό, περιλαμβάνει την εκκλησία της Θεοτόκου στη Γεθσημανή ανάμεσα στους 28 ναούς που έχτισε η αγία Ελένη. Μ’ αυτή την πληροφορία συμφωνεί απόλυτα ο εκκλησιαστικός συγγραφέας του 14ου αιώνα Νικηφόρος Κάλλιστος - Ξανθόπουλος.
Ο πανάγιος Ναός-Τάφος είναι σταυροειδής βασιλική. Το Κενοτάφιο βρίσκεται στη μέση του ναού. Όπως παρατηρεί σημαδιακά ο Μέγας Βασίλειος «δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει κάτω από τη γη το Σώμα Εκείνης, χάριν της Οποίας ο θεός έπλασε όλο τον κόσμο», γι’ αυτό αναλήφτηκε στους ουρανούς κι έμεινε ο τάφος κενός. Οι Έλληνες Αγιοταφίτες καλόγεροι κάνουνε κάθε μέρα λειτουργία στο ιερό κουβούκλιο του τάφου της Παναγίας. Στις 12 Αυγούστου (με το παλιό ημερολόγιο) παραμονές της Κοίμησης της Θεοτόκου, μεγαλόπρεπη πομπή ξεκινά από το μετόχι της Γεσθημανής, που βρίσκεται στην Άγια Αυλή του πανίερου Ναού της Ανάστασης. Ο ηγούμενος της Γεθσημανής βαστά την εικόνα της Κεκοιμημένης Παναγίας. Τον συνοδεύουν αρχιερείς, ο κλήρος και πολλοί πιστοί ψέλνοντες. Περνάνε από την Οδό του Μαρτυρίου (εκεί μέναμε με τη μάνα μου, απέναντι από το σπίτι της Αγίας Βερονίκης, που σκούπισε το ιδρωμένο, το ματωμένο πρόσωπο του Ιησού κι αμέσως αποτυπώθηκε η θεανδρική μορφή Του στο Άγιο Μανδήλιο) και την Πύλη με τα Λιοντάρια, κάνουνε στάσεις και δεήσεις στα ορθόδοξα μοναστήρια, φτάνουνε στο θεομητορικό Μνήμα, όπου ο ηγούμενος αποθέτει το σεπτό Της σώμα. Στις 14 Αυγούστου το πρωί ψάλλονται τα επιτάφια εγκώμια της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπως τη Μεγάλη Παρασκευή, και περιφέρεται ανθοστολισμένο κουβούκλιο με την εικόνα της Κεκοιμημένης Παναγιάς. Στις 15 Αυγούστου (28 με το νέο ημερολόγιο) τιμάται η Κοίμηση της Θεοτόκου και η εικόνα Της γυρίζει στο μετόχι στα εννιάμερα.
Στην Έφεσο
Στη μικρασιατική Έφεσο που πήγα, οι Καθολικοί-παπικοί δείχνουνε τον τάφο της Παναγιάς στο βουνό του Κορησού, στην τοποθεσία «Καπουλί Παναγιά». Είναι ένα παρεκκλήσι που το λένε «Οίκο της Παρθένου», κι έτσι το διαφημίζουν οι βάρβαροι Τουρκαλάδες, για να μαζεύουνε τουρίστες και μπόλικους παράδες. Ακόμα σταυρουδάκια και εικονίτσες πλαστικές με την Παναγιά πουλάνε οι Τούρκοι στην Έφεσο, όπου, λένε, μετά το σταυρικό θάνατο του Χριστού, πήγε η Μητέρα του με το μαθητή του Ιωάννη και πέρασε τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Όλα τα ελληνικά μνημεία τα εκμεταλλεύονται οι Τούρκοι. Το διαπίστωσα και στην Καππαδοκία, που, μέσα σε σπηλιές και στοές, υπάρχουνε πολλές εκκλησιές και μοναστήρια ορθόδοξα ελληνικά καταγραμμένα από βυζαντινές τοιχογραφίες. Έχουνε βγάλει τα μάτια σ’ όλους τους άγιους στις τοιχογραφίες, ξύσανε το φρέσκο στον ασβέστη και πουλάνε... τουρισμό και πολιτισμό!
Για την «Κοίμηση της Θεοτόκου» υπάρχουν αρκετά μνημεία κι αντικείμενα τέχνης, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες, ψηφιδωτά, ξυλόγλυπτα κ.λπ.. Έτσι, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας εικόνα από το δωδεκάορτο επιστυλίου τέμπλου, με σπάνια εικονογραφική λεπτομέρεια στην απόδοση του θέματος, η παρουσία στα ανοίγματα του κτηρίου του βάθους δυο γυναικείων μορφών. Το έργο στο 17ο αιώνα αποδίδεται σε άγνωστο καλλιτέχνη που ήταν εξοικειωμένος με τις κατακτήσεις της κρητικής σχολής, κυρίως σε ό,τι αφορά την τεχνική ποιότητα και την εικονογραφία. Στο ίδιο μουσείο εικόνα, που η παράσταση παρακολουθεί το διαμορφωμένο από τα παλαιολόγεια χρόνια βυζαντινό πρότυπο. Φιλοτεχνήθηκε από άγνωστο τεχνίτη που έδρασε γύρω στο 1700 (Βυζαντινό Μουσείο, Τα νέα αποκτήματα, 1986 - 1996).
Στη Μονή Σταυρονικήτα, στ’ Αγιονόρος, εικόνα αυγοτέμπερα σε ξύλο, στα 1546, Κρητικής Σχολής. Ο Θεοφάνης Κρης ακολουθεί ένα λιτό, σφιχτό και ισόρροπο συνθετικό σχήμα, που, μέσα από την παράδοση της παλαιολόγειας ζωγραφικής, πέρασε στην κρητική σχολή του 15ου αιώνα.
Στη Μονή Παντοκράτορα, στ’ Αγιονόρος, εικόνα αυγοτέμπερα σε ξύλο, στο 16ο αιώνα (αμφιπρόσωπη). Πάνω από κύκλο απλώνεται ανοιχτό ειλητάρι-μακρόστενη λωρίδα περγαμηνή, κου βαστούνε δυο άγγελοι, με επιγραφή από το Άσμα Ασμάτων «ΑΝΑΣΤΑ ΔΕΥΡΟ ΚΑΛΗ Η ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΟΥ ΚΑ/ΛΗ Η ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ ΜΟΥ». Στο πάνω αριστερό τμήμα της εικόνας εικονίζεται μέσα σε σύννεφο ο απόστολος Θωμάς, να βαστά τη ζώνη της Παναγίας.
Στη Μονή Κουτλουμουσίου, στ’ Αγιονόρος, εικόνα αυγοτέμπερα σε ξύλο, στα 1657. Εκτός από την παράσταση της Κοίμησης, η σύνθεση περιλαμβάνει και τη Μετάσταση της Θεοτόκου με την παράδοση της ζώνης στον απόστολο Θωμά, καθώς και τη μεταφορά των αποστόλων σε σύννεφα, που βαστούν άγγελοι, ενώ τα αρχικά του ονόματός τους γράφονται δίπλα σε κάθε απόστολο. Στην πίσω όψη της εικόνας εικονίζεται με κόκκινο χρώμα σταυρός με το αποτροπαϊκό (αποκρουστικό) ΙΣ-ΧΣ-ΝI-ΚΑ, κι ανάμεσα στις κεραίες του τα αρχικά: Θ ΤΗΣ ΕΚ/ΚΛΗΣΙ/ΑΣ ΘΘΘ. ΧΧΧΧ = Χριστός Χάριν Χριστιανοίς Χαρίζει. ΕΕΕΕ = Ελένη Εύρε Ελέους Έρεισμα.
Στη Μονή Βατοπεδίου, στ’ Αγιονόρος, εικονίδιο με Δωδεκάορτο σε στεατίτη, στο 14ο αιώνα. Σ’ ένα από τα διάχωρα η επιγραφή: Η ΚΟΙΜΗCΙ(ς) ΤΗΣ Θ(εοτο)Κ(ου). Στο ανάγλυφο, οι κύριες μορφές έχουνε κάποια ιδιαίτερη φροντίδα στην απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου.
Στη Μονή Ιβήρων, στ’ Αγιονόρος, σταυρός ευλογίας, σε ξύλο, ασήμι επίχρυσο, σμάλτα, πολύτιμες πέτρες, στα 1676. Στον ξύλινο πυρήνα του σταυρού εικονίζονται, σε πολύ μικρή κλίμακα και με λεπτό σκάλισμα, οι παραστάσεις του Δωδεκάορτου. Ανάμεσά τους και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Ο σταυρός ευλογίας του πατριάρχη Διονυσίου του Δ΄ αποτελεί ένα ακόμα εκλεπτυσμένο δείγμα της κωνσταντινουπολίτικης αργυροχρυσοχοΐας του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα.
Στο Πρωτάτο, στ’ Αγιονόρος, εικόνα αυγοτέμπερα σε ξύλο, από τέμπλο του 1611. Η σύνθεση, παρά τις ιδιομορφίες της, ακολουθεί το γενικό εικονογραφικό σχήμα που συναντάται στις αγιορείτικες τοιχογραφίες του 16ου αιώνα, με ορισμένα στοιχεία από παλιότερα έργα.
Στη Μονή Ιβήρων, στ’ Αγιονόρος, σε Άγιο Ποτήρι, με ασήμι επίχρυσο και πέτρες από υαλόμαζα, στα τέλη 16ου αιώνα. Ανάμεσα στις παραστάσεις, γύρω από την κούπα, χαραγμένη και η Κοίμηση της Θεοτόκου. (Θησαυροί του Αγίου Όρους, Υπουργείο Πολιτισμού, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους Άθω, Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997).
Στην Ιερή Μονή της Αγίας Αικατερίνας, στο θεοβάδιστο Όρος Σινά, που πήγαμε με τη συχωρεμένη μάνα μου Έλλη, ο πολυαγαπητός και σεβαστός φίλος Αρχιεπίσκοπος Σινά και Ραϊθώ Δαμιανός μου ‘δειξε μια «Κοίμηση της Θεοτόκου», που μου ‘μεινε αξέχαστη. Τουλάχιστο εβδομήντα μορφές είχε όλη η σύνθεση. Η Παναγία στο νεκροκρέβατο, ο Χριστός με τη φασκιωμένη ψυχή της μέσα σε δόξα, μανουάλια με λαμπάδες, γύρω οι απόστολοι, ιεράρχες, γυναίκες να κλαίνε, πλήθος άγγελοι, σε μεγαλύτερη δόξα, ξανά οι απόστολοι μέσα σε σύννεφα, κτήρια που στους εξώστες τους σε μικρογραφίες ανθρώπινες μορφές, η Μετάσταση της Παναγίας θρονιασμένη μέσα σε δόξα, κι άγγελοι γύρω να βαστάνε τις άκρες. Εικόνα σιναϊτικής τεχνοτροπίας, από την Κρητική Σχολή στο 16ο αιώνα, που δημιουργήθηκε από το Σιναϊτικό Μετόχι, στο Ηράκλειο Κρήτης.
Κι αλλού στη Λέσβο
Στη Λέσβο η «Κοίμηση της Θεοτόκου» υπάρχει σε μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στο Δαμάνδρι, στη Μονή Λειμώνος και στην Ανεμότια.
Στο μονόχωρο κεραμοσκεπή, με νάρθηκα, μικρό ναό Κοίμηση της Θεοτόκου, στο Δαμάνδρι Πολιχνίτου, στο μεσαίο διάχωρο, πάνω από την πόρτα, διαβάζουμε την επιγραφή «Η ΚΥΜΗCΙC ΤΗC ΘΕΟΤΟΚΟΥ», ανάμεσα στις δυο δόξες. Στον οριζόντιο άξονα η παναγιά ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατο, ακουμπά το κεφάλι σε πλουμιστό μαξιλάρι. Πίσω, στον κατακόρυφο άξονα της σύνθεσης, όρθιος ο Χριστός, βαστά αριστερά στην αγκαλιά του τη φασκιωμένη ψυχή της Μάνας Του, με το κεφάλι γυρισμένο στα δεξιά. Στο σταυροφόρο φωτοστέφανο, στις κεραίες-άκρες, τα γράμματα «Ο ΩΝ». Γύρω του, δυο δεξιά κι άλλοι δυο αριστερά, μέσα στη δόξα, άγγελοι, με φτερούγα στους ώμους και με φωτοστέφανα, βαστάνε μανουάλια. Στις δυο πλευρές από το νεκροκρέβατο («γινήκαν νεκροκρέβατα τ’ άγρια δεντρά του τώρα», Μ. Μαλακάσης) στριμωγμένοι λυπημένοι οι απόστολοι, ιεράρχες και φίλες της Παναγίας να κλαίνε. Όλες οι μορφές με φωτοστέφανα. Ξεχωρίζουν ο Πέτρος, που θυμιατίζει από το κεφάλι, και ο Παύλος στα πόδια, σκεπασμένα τα χέρια με το ρούχο, σκυμμένος προσκυνά το ιερό σκήνωμα. Στις άκρες της σύνθεσης ολόσωμοι οι δυο υμνωδοί, γυρισμένοι στο κέντρο. Αριστερά η επιγραφή «Ο ΑΓΙΟC ΙΩΑΝΝΗC ΔΑΜΑCΚΗΝΟC», με μαντήλι στο κεφάλι, βαστά ανοιχτό ειλητάρι με την επιγραφή, «ΘΑΜΒΟC ΗΝ ΘΕΑCΕCΤΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΤΟΥ ΠΑΝΒΑCΙΛΕΩC ΤΟΝ ΕΜΨΥΧΟΝ, ΤΟΥC ΚΕΝΕΩΝΑC, ΥΠΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΤΗC ΓΗC». (Ως θαυμαστά τα έργα σου. Δόξα τη δυνάμει σου Κύριε), από την υμνωδία στο ιερό «δρώμενο» της Κοίμησης. Δεξιά ο Κοσμάς Μαϊουμά, με καλογερίστικο σκούφο στο κεφάλι, βαστά κι αυτός ανοιχτό ειλητάρι με την επιγραφή, «(ΓΥΝΑΙΚΑ) CΕ ΘΝΗΤΗΝ, ΑΛΛ ΥΠΕΡΦΥΩC ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΘΥ ΕΙΔΟΤΕC ΠΑΝΑΜΩΜΕ OI ΚΛΕΙΝΟΙ ΑΠOCΤOΛOΙ ΠΕΦΡΙΚΥΙΑΙC ΗΠΤΟΝΤΟ ΧΕΡCΙ» (δόξη απαστράπτουσαν, ως θεοδόχον σκήνος θεόμενοι)» Μπροστά από το νεκροκρέβατο της Παναγίας, σε μικρότερη κλίμακα, ζωγραφίζεται το επεισόδιο του ασεβούς Εβραίου Ιεφωνία, με υψωμένα τα κομμένα χέρια του, κι απέναντί του ο τιμωρός άγγελος έχει σηκωμένο το σπαθί του. Στα πλάγια, πίσω από τις μορφές υψώνονται διάφορα κτήρια. Κοντά στο κεφάλι της Θεοτόκου, αριστερά και δεξιά τα μονογράμματα «ΜΡ ΘΥ» και πιο κάτω η επιγραφή «Η CΗΛΗΨΙC TΗC ΘΥ» (αντί η Ανάληψις). Η σύνθεση είναι ξεφλουδισμένη σε πολλά σημεία. Ιστορήθηκε στο β΄ μισό, στο 16ο αιώνα.
Στη Μονή Λειμώνος, στον κοιμητηριακό μονόχωρο μικρό ναό το Γενέσιο της Θεοτόκου, στο δυτικό τοίχο, πάνω από την πόρτα, εικονίζεται η «Κοίμηση της Θεοτόκου». Από τη μισοκατεστραμμένη σύνθεση, στον οριζόντιο άξονα εικονίζεται η Θεοτόκος ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατο πάνω σε πτυχωτό και πλουμισμένο νεκροσέντονο. Μπροστά από το νεκροκρέβατο είναι ζωγραφισμένο το επεισόδιο με τα κομμένα χέρια του ασεβούς Εβραίου Iεφωνία και ο τιμωρός άγγελος με τη ρομφαία. Πίσω, στη μέση, στον κατακόρυφο άξονα ο Χριστός με τη φασκιωμένη ψυχή της Παναγίας στην αγκαλιά του, με δυο αγγέλους πλάι του παραστεκούμενους. Αριστερά, σκυμμένος πάνω από το κεφάλι της Παναγίας ο απόστολος Πέτρος θυμιατίζει. Συμπαραστέκονται τρεις απόστολοι κι ένας ιεράρχης με φωτοστέφανο. Από την άλλη μεριά ο Παύλος με τρεις ακόμα αποστόλους και στη μέση ο θεολόγος Ιωάννης, σκυμμένος ν’ ακουμπά στο νεκροκρέβατο. Στις άκρες της σύνθεσης, αριστερά και δεξιά οι υμνωδοί Ιωάννης ο Δαμασκηνός και Κοσμάς ο Μαϊουμά, βαστάνε ανοιχτά ειλητάρια. Η τοιχογραφία ζωγραφίστηκε το 1577, μάλλον από τον Μεθόδιο, γιο του αγίου Ιγνατίου.
Στο μονόχωρο ξυλόστεγο μικρό ναό του Αγίου Γεωργίου στην Ανεμότια, στο δυτικό τοίχο, πάνω από το υπέρθυρο εικονίζεται η «Κοίμηση της Θεοτόκου». Στο κέντρο της σύνθεσης, στον οριζόντιο άξονα, ξεχωριστά είναι ζωγραφισμένο το ιερό σκήνωμα της Παναγίας πάνω σε μεγάλο νεκροκρέβατο, με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος και φυσικά κλειστά τα βλέφαρα. Στο κεφάλι κεκρύφαλο, κεφαλόδεσμο. Από πάνω της στη μέση, στο κατακόρυφο άξονα όρθιος ο Χριστός με τη φασκιωμένη ψυχή της Θεοτόκου στα χέρια του, γυρισμένο το κεφάλι λίγο δεξιά. Μπροστά από το νεκροκρέβατο το επεισόδιο του Ιεφωνία, με τα κομμένη χέρια, όπου φαίνεται μόνο ο άγγελος, γιατί το άλλο μέρος της τοιχογραφίας είναι ξεφλουδισμένο. Δίπλα στο Χριστό εικονίζονται δυο ιεράρχες κι ένας άγγελος για να παραλάβει τη φασκιωμένη ψυχή της Παναγίας. Τρεις μορφές αριστερά με πρώτο τον Πέτρο, άλλες τέσσερες δεξιά με τον Παύλο και στη μέση ο Ιωάννης, σκυμμένοι περίλυποι, καταλυπημένοι πάνω από το ιερό λείψανο. Όλες οι μορφές που φαίνονται τα πρόσωπα έχουν στο κεφάλι φωτοστέφανα. Επειδή η επιφάνεια στην τοιχογραφία ήτανε περιορισμένη, ο καλλιτέχνης ζωγράφισε μόνο τα φωτοστέφανά τους. Ιστορήθηκε το 1702.
Εκτός από την Ιερή Μονή Δαμανδρίου, υπάρχουνε στη Λέσβο πολλοί ενοριακοί ναοί, παρεκκλήσια και ξωκκλήσια αφιερωμένα στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ενοριακοί ναοί στην Ιερή Μητρόπολη Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου: Αγιάσο (1815), Αφάλωνα (1914), Ερεσό (1752), Κάτω Τρίτος (1850), Μιστεγνά (1836), Πυργί (1847), Συκούντα (1870). Παρεκκλήσι: Πηγή. Ξωκκλήσια: Κάμπο Αγίας Μαρίνας, Κράτηγο, Αμαλή, Λύσια και Κατάγρα Άγρας, Ακράσι, Αμπελικό, Σκάλα Λουτρών, Παναγιούδα, Μεγαλοχώρι, Λειβάδα και Ποδάρα Μεσότοπου, Τάψα και Παγιαμαλίκη Κώμης, Μέλισσα Παπάδου, Παλαιοχώρι Πηγής, Κοκκινόχωμα Πλακάδου, Παναγιούόα Λαχτοπεδίου Μονής Υψηλού, Γαϊδουρόμαντρα Σταυρού, Ποταμός, Ποταμούσα Ταξιαρχών.
Στην Ιερή Μητρόπολη Μηθύμνης. Ενοριακόί ναοί: Μητροπολιτικού Οίκου Καλλονής, Χίδηρα, Δάφια, Βατούσα, Σκουτάρος, Πέτρα, Λαφιώνα, Λεπέτυμνος, Σκάλα Σκαμιάς. Παρεκκλήσια: Νάπη, Κάπη, Παράκοιλα, Βαφειός, Στύψη, Μανταμάδος. Ξωκκλήσια: Δάφια, Μανταμάδος (2), Ανεμότια, Σκαλοχώρι (3), Άντισσα (3), Πελόπη, Νάπη (2), Αγία Παρασκευή (3), Παράκοιλα κι ένα κοιμητήρι στα Παπιανά.
Θρύλοι, παραδόσεις και πανηγύρια για τις Παναγιές στη Λέσβο έχουμε με ευλάβεια, ιστορικά, λαϊκά και ποιητικά «δρώμενα». Στην Αγιάσο, στο τέμπλο, υπάρχει η θαυματουργή εικόνα στον 4ο μ.Χ. αιώνα, που έφερε την «Αγία Σιών» ο καλόγερος Αγάθονας ο Εφέσιος από τα Γεροσόλυμα. Υπάρχει και πιστό αντίγραφο στο 12ο αιώνα σκεπασμένο με ασημένιο επίχρυσο φύλλο «πουκάμισο». Κι ο θρύλος: Τρεις καλόγεροι ζωγράφοι πήγανε να ζωγραφίσουνε την Παναγιά, αλλά Εκείνη δε δέχτηκε, μόνο γύρεψε ένα προσόψι και σκουπίστηκε. Πάνω στο προσόψι βγήκε το πρόσωπό Της. Απ’ αυτό το προσόψι πήρανε το σχέδιο και κάνανε τρία κονίσματα. Ένα απ’ αυτά είναι τσ’ Αγιάσος.
Το εικόνισμα της Παναγιάς Πετρανής Γλυκοφιλούσας βρέθηκε από ναυτικούς στο πέλαγος και πάνω στο βράχο χτίσανε την εκκλησία της. Στη χάρη Της... οι πιο αντρειωμένοι κι οι μεγαλόψυχοι έρχονται με κολύμπι. Από μίλια αλάργα ξεκινάνε και σαν βγούνε στη στεριά, πέφτουνε ξεψυχισμένοι και ξεθεωμένοι απ’ την κούραση πάνου στα σκαλοπάτια του βράχου, κι απαντέχουνε τον παπά να περάσει απ’ τα γυμνά κορμιά τους το κόνισμα της Μεγαλόχαρης, κι έτσι νιώθουνε ξαλαφρωμένοι που ξεπληρώσανε το τάμα τους.
Το εικόνισμα της Παναγιάς στο Πυργί, στον Κόλπο Γέρας, βρήκανε στη θάλασσα και τη βγάλανε στη στεριά οι τράτες. Τον δεκαπενταύγουστο γίνεσαι περιφορά της εικόνας με πλεούμενα μέσα στον κόλπο, κι ακολουθεί πανηγύρι. Η εκκλησιά χτίστηκε με πωρόλιθο.
Στη Λιώτα, στην περιοχή της Άντισσας, κοντά στο Γαβαθά, στα εννιάμερα της Παναγιάς, 23 Αυγούστου, γίνεται μεγάλο πανηγύρι, με πανηγυριστές από τα γύρω χωριά. Στη Λιώτα βρέθηκε μια λεπρή βυζαντινή πριγκήπισσα, η Λυγερή. Σ’ ένα βούρκο είδε μια γουρούνα με λέπρα να κυλιέται στη λάσπη. Όταν βγήκε από το βούρκο η γουρούνα τινάχτηκε και η λέπρα εξαφανίστηκε από το σώμα της. Η Λυγερή μιμήθηκε τη γουρούνα και με θαύμα καθαρίστηκε από τη λέπρα. Στο χώρο του βούρκου χτίστηκε εκκλησιά από τον πατέρα της αυτοκράτορα του Βυζαντίου προς τιμή της Παναγιάς, που γιόρταζε στις 23 Αυγούστου, σ’ ανάμνηση του θαύματος.
Πανηγύρια με θρησκευτικά και λαϊκά «δρώμενα» γίνονται σ’ όλες τις μεγάλες εκκλησιές και στα λεσβιακά ξωκκλήσια με κάποια τοπικά έθιμα και με παραδοσιακό φαγητό που μοιράζεται στους πανηγυριστές (βρασμένο κρέας με σιτάρι), μπορεί γλέντι και με λαϊκούς παιχνιδιάτορες.
Ο Θεόφιλος ζωγράφισε φορητές εικόνες με θρησκευτικό θέμα, σε ξύλο και σε πανί, και μόνο σε δυο παρεκκλήσια, στους Ταξιάρχες και στον Άι-Γιάννη, στον Κόλπο Γέρα, ζωγράφισε τοιχογραφίες. Φιλοτέχνησε και πίνακες, σε πανί και στον τοίχο, με θρησκευτικά τοπία-μνημεία, ή θρησκευτικά-ιστορικά θέματα. Οι τοιχογραφίες και οι εικόνες σε ξύλο ή σε πανί είναι ζωγραφισμένες με σχεδόν την ανατολική-βυζαντινή τέχνη (που δεν διδάχτηκε ο Θεόφιλος, παρ’ όλο που ο παππούς του Κωσταντής, πατέρας της μάνας του Πηνελόπης Ζωγράφου, αγιογράφος από τα Μοσχονήσια), αλλά οπωσδήποτε με τον προσωπικό του ρυθμό. Τα έργα που κατέγραψα κι έχουνε θέμα την Παναγιά είναι:
1) Άθως ή Άγιον Όρος, 1933, με την Παναγιά να βαστά στα χέρια της ιμάτιο μέσα σε ήλιο. 2) Η Παναγιά της Πέτρας, εν Μυτιλήνη 1928 (τοπίο). Τα έργα αυτά είναι ζωγραφισμένα σε πανί με την υπογραφή «Έργον Θεοφίλου Γ. Χ”Μιχαήλ» και βρίσκονται στο Μουσείο Θεόφιλου, Βαρειά Λέσβου. 3) Μήτηρ Θεού-Παναγία Βρεφοκρατούσα, 1912, ελαιογραφία σε σανίδι, συλλογή Κίτσος Μακρής, Βόλος. 4) Μήτηρ Θεού-Ιησούς Χριστός, 1915, εικόνα σε χαρτόνι, συλλογή Χ. Στώικος, Ανακασιά-Πήλιο. 5) Παναγιά βρεφοκρατούσα, 1930, σε πανί στο ξωκκλήσι Αγία Παρασκευή, έξω από το Μουσείο Τεριάντ, Βαρειά Λέσβος (την κλέψανε). 6) Η Κοίμησις της Θεοτόκου, 1931, ελαιογραφία σε πανί, Μυτιλήνη. 7) Παναγιά Βρεφοκρατούσα, 1927, λάδι σε πανί, στην εκκλησιά Παναγιά, Αγιάσος Λέσβος (κρυμμένη στο ιερό). 8) Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. 9) Πλατυτέρα, τοιχογραφίες στο ξωκκλήσι Άι-Γιάννης, Κόλπο Γέρα, Λέσβος. 10) Μήτηρ θεού, τοιχογραφία, στην κόγχη, στο ιερό, στο ξωκκλήσι Ταξιάρχες, Κόλπο Γέρα. 11) Παναγία με Βρέφος, αυγοτέμπερα σε χαρτόνι. 12) Παναγία με Βρέφος, μικτή τεχνική. Και οι δυο εικόνες βρίσκονται στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη, δωρεά από τη συλλογή του Αλέξανδρου και της Δωροθέας Ξύδη.
«Άλαλα τα χείλη των ασεβών,
των μη προσκυνούντων,
την Εικόνα σου την σεπτήν,
την ιστορηθείσαν,
υπό του Αποστόλου,
Λουκά ιερωτάτου,
την Οδηγήτρια».
(Μεγαλυνάριο, ύμνος προς τιμήν της Θεοτόκου, που αρχίζει με το στίχο: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον».)
Σ’ όλη την Ελλάδα υπάρχουν εκατόν εξήντα οχτώ (168) μοναστήρια, αφιερωμένα στην «Κοίμηση της Θεοτόκου». Βοήθειά μας.