Είμαστε στο ενδιάμεσο δύο αργιών και τις δουλεύουμε, ανάθεμα το μνημόνιο! Δεν είναι αργία, χρυσό μου, ούτε του Βαλεντίνου ούτε η Τσικνοπέμπτη, καλά λέει ο Πάγκαλος «κοπρίτες». Κι οι δύο γιορτές μάς ικανοποιούν από τη μέση και κάτω… Ο έρωτας δεν έλεγες ότι είναι εγκεφαλικός;
- Είμαστε στο ενδιάμεσο δύο αργιών και τις δουλεύουμε, ανάθεμα το μνημόνιο!
- Δεν είναι αργία, χρυσό μου, ούτε του Βαλεντίνου ούτε η Τσικνοπέμπτη, καλά λέει ο Πάγκαλος «κοπρίτες».
- Κι οι δύο γιορτές μάς ικανοποιούν από τη μέση και κάτω…
- Ο έρωτας δεν έλεγες ότι είναι εγκεφαλικός;
- Είπε, ξείπε! Εν τω μεταξύ, σταμάτα να κάθεσαι με το θερμόμετρο πιπίλα και το πάπλωμα για μπέρτα, με εκνευρίζεις, γεμίζεις και τον καναπέ ΜΟΥ!
- Έχω πυρετό, εντάξει ; Για όλα φταίει αυτός! Κι έχει γκόμενα!
- Α, γι’ αυτό βογκάς; Δε φταίει ο πυρετός;
- Για διηγήσου στο φιλοθέαμον κοινόν πώς άρπαξες το κρύωμα γυναίκα-«λάστιχο».
- Ήμουν στη Γλυφάδα στο σεμινάριο, κι όσο περνούσε η ώρα, έλεγα μέσα μου «εγώ δεν πάω, εγώ δεν πάω». Έλα όμως που έκλινε ένας χρόνος κι εγώ ήμουν πολύ συγκινημένη, ήμουν. Πήγε πέντε η ώρα, την κοπάνησα. Μπουχός!
- Εγκρατής! Και;
- Πάω απ’ έξω, βλέπω το αυτοκίνητο, λέω «ωραία, εδώ είμαστε, ας περιμένω να βγει».
- Λοιπόν;
- Έσκαψε λαγούμι. Δεν ξέρω τι έγινε, σε δέκα λεπτά εκεί είχε μόνον έναν μπλε σκαραβαίο. Άφαντο το άσπρο. Πεισμώνω, το πήρα κακό σημάδι: «Θα σε δω σήμερα», λέω μέσα μου, «μακάρι η Μέρκελ να απολύσει όλο το Δημόσιο».
- Και πάει και τη στήνει έξω από το σπίτι του.
- Αυτή το έκανε αυτό; Ε, ρε γλέντια! Ρε, πώς αλλάζει ο άνθρωπος!
- Και με παίρνει κι εμένα στο τηλέφωνο, γιατί είχε εκνευριστεί που ο τύπος αργούσε κι είχε βαρεθεί ν’ ακούει όλα τα ερωτικά στο ραδιόφωνο.
- Γιατί δε με ειδοποίησες να πάμε να σπάσουμε πλάκα;
- Γιατί μέχρι κι εγώ τη λυπήθηκα. «Ρεζίλι θα γίνεις άμα σε δει, φύγε από κει», αμετακίνητο το σιδηρούν παραπέτασμα. Ήθελε να τον δει.
- Να βγάζει λίγο καπνό απ’ τα ρουθούνια, όπως ήθελε ο Οδυσσέας για την Ιθάκη, κι ύστερα κατ’ αναλογία με το μύθο να τη σφάξει στο γόνατο. Την είδε ο τυχερός;
- Λέει όχι, αφού δεν πάτησε καμμιά κόρνα μόλις τον είδε! Ξεφτέρι είναι το άτιμο σε κάτι τέτοια.
- Επέστρεψε άρρωστη ψυχικά και σωματικά!
- Γιατί;
- Γιατί κρύωσε κι ανέβασε πυρετό κι επιπλέον ενδυναμώθηκαν οι συνωμοσίες για την «Αυτήν».
- Για λέγε...
- Μόλις, λέει, έφτασε το αυτοκίνητο του εχθρού εκεί, μπήκε στην πολυκατοικία μια που φορούσε σκουφί.
- Απ’ το αυτοκίνητο βγήκε;
- Όχι!
- Και πού είναι το μεμπτόν;
- Τυχαίο; Δε νομίζει!
- Δηλαδή για να τα καταλάβω: η κυρία αυτή δε βγήκε από το αυτοκίνητο...
- Ε, άμα έβγαινε, τι χρεία έχομεν μαρτύρων;
- Σκασμός εσύ!
- Αλλά είχε ας πούμε ένα άλλο αυτοκίνητο που το πάρκαρε αλλού για κάλυψη. Ακόμη, χρυσό μου, δεν ξεκινήσαμε την εθνική αντίσταση κατά του μνημονίου, γιατί να γίνονται όλα αυτά;
- Αυτός τα κάνει όλα!
- Φεμινίστριά μου, εσύ, γυναικάρα μου! Ε, ρε πώς καταντά τον άνθρωπο ο έρωτας. Πειραγμένο στην ψυχή και στο σώμα· καλέ, κλαίει...
- Άχου το!
- Ναι, τώρα άχου με! Προχτές που είχε και το μαντήλι...
- Μια τού αφήνει τα μαντήλια στο αυτοκίνητο, μια μπαίνει στο σπίτι του χωριστά, την εκδοχή ας πούμε να μην κυνηγούν όλες οι γυναίκες της γης αυτόν που θες, την έχεις σκεφτεί;
- Ναι, καλά, εγώ μόνο να τον δω ήθελα!
- Ε, δεν τον είδες; Πώς ήτανε;
- Ωραίος…
- Σιωπή, έλα, σουτ, Παναγία μου, πρόβα τζενεράλε κάνω: έτσι θα βρεθώ να πουλώ χαρτομάντηλα στους δρόμους για συμπλήρωμα μισθού, μόνο που τώρα και νταντεύω και δεν πληρώνομαι.
- Σώπα, αγάπη μου, άμα έχει αυτός άλλη, μούτσο στα καράβια θα τον μπαρκάρω!
- Άγιε Βαλεντίνε, κάνε το θαύμα σου! Αν τη φορτωθεί το ποιητικό αίτιο και γλυτώσουμε, λαμπάδα θα σου ανάψουμε δυο φορές το μπόι της. Άμεσα όμως! Γίνονται και τόσα στη ζωή μας! Πόσο θα αντέξω! Θα τρελαθώ!