Πριν σας ανιστορήσω για τη μοίρα που περίμενε το Στρατή και τον Ιγνάτη (έτσι τους έλεγαν τους δυο φίλους), πρέπει να σας εκμυστηρευτώ τα όσα άπαντα ξέρω για τα ξακουστά πλάσματα που τα λένε Ίσκιους.
Πριν σας ανιστορήσω για τη μοίρα που περίμενε το Στρατή και τον Ιγνάτη (έτσι τους έλεγαν τους δυο φίλους), πρέπει να σας εκμυστηρευτώ τα όσα άπαντα ξέρω για τα ξακουστά πλάσματα που τα λένε Ίσκιους.
Οι Ίσκιοι να ξέρεις δεν έχουν μια και μόνη μορφή, αλλά όλες τις μορφές και όλα τα σχήματα. Όταν είναι ήρεμοι δε μοιάζουν παρά με μικρές κηλίδες σκοταδιού. Μπορεί να βρίσκονται παντού και πάντα, ιδιαίτερα όμως τους αρέσει να κοιμούνται ανάμεσα στις κουμπότρυπες των φθαρμένων σακακιών που φορούν τα σκιάχτρα ή να τραμπαλίζονται σα νανούρισμα κρεμασμένοι από το νύχι του κόκορα που ακόμα δεν ξύπνησε για να λαλήσει.
Οι Ίσκιοι έχουνε κάποια συγγένεια με τον ίσκιο που μας ακολουθεί κάθε μέρα, αλλά μη γελιέσαι, οι Ίσκιοι και ο δικός μας ίσκιος δεν είναι το ίδιο πράγμα. Τα πλάσματα που σου ερμηνεύω δεν μπερδεύονται στις δουλειές των ανθρώπων. Δεν πειράζουν κανένα και σίγουρα στο πέρασμα των αιώνων περισσότερο καλό έχουν κάνει παρά κακό. Μόνο ένα πράγμα να θυμάσαι και μην το ξεχάσεις, είναι σημαντικό για αυτά που θα πούμε παρακάτω: οι Ίσκιοι δίνουν συμβουλές στους ανθρώπους, πάντα σοφές και ακριβοδίκαιες και η σοφία που κρύβουν είναι απαράβατη. Ένας Ίσκιος μόνο έτσι μπορεί να νευριάσει, αν δεν ακολουθήσεις τη συμβουλή του. Και όταν ένας Ίσκιος νευριάσει, σημαίνει ότι του έκανες κακό και πως ετοιμάζεται για σένα τιμωρία τρομερή!
Να λοιπόν, βλέπουμε τους δυο φίλους μια μέρα που ξεκίνησαν να πάνε στα γκρεμνά του Λεπέτυμνου, γιατί εκεί, σκαλωμένο σε έναν απότομο ράχτο, ο Στρατής είδε λέει ένα μελίσσι, παχύ και φουσκωμένο. Σκοπός τους να τρυγήσουν το μέλι και γρήγορα να γυρίσουν στο χωριό για να πουλήσουν το πυρόξανθο λάφυρο. Θα έπιαναν καλή τιμή!
Όταν έφτασαν εκεί που έπρεπε, ο Στρατής δέθηκε από τη μέση με ένα σχοινί για να κατεβεί τον γκρεμό. Από πάνω ο Ιγνάτης κρατούσε γερά τον φίλο του. Ο Στρατής κατέβηκε με προσοχή και λίγο παρακάτω μέσα σε μια τρύπα είδε το μελίσσι. Για να φύγουν οι μέλισσες είχε φέρει μαζί του ένα τσίγκινο κουτί γεμάτο άχυρο. Έβαλε φωτιά στο άχυρο και με την κάμα του και με τον καπνό οι μέλισσες έφυγαν μακριά.
Ο Στρατής άρχισε να κόβει και να παίρνει μεγάλα κομμάτια κηρήθρας που έσταζαν μέλι. Οι κινήσεις του, όμως, ήταν άτσαλες και άσπλαχνες, γιατί με το μαχαίρι του κατέστρεφε το μελίσσι. Δεν τον ένοιαζε όμως. Το μόνο που είχε στο νου του ήταν να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερο μέλι.
Τότε άκουσε μια φωνή που έλεγε, «Φτάνει».
Ο Στρατής νόμιζε πως ήταν ο φίλος του, ο Ιγνάτης από ψηλά, που του φώναζε.
«Τι φτάνει;» απάντησε ο Στρατής. «Εδώ έχει πολύ μέλι ακόμα. Θα το πάρω όλο και μετά ανεβαίνω.»
«Αν το πάρεις όλο οι μέλισσες θα χάσουν το σπίτι τους και τον κόπο μιας ολόκληρης χρονιάς. Πάρε όσο είναι αρκετό, μα όχι όλο», είπε η φωνή.
Όμως ο Στρατής κοιτούσε τη δουλειά του. Δυο φορές ακόμα άκουσε τη φωνή να λέει το ίδιο πράγμα όπως και πριν, «Φτάνει». Σωστά κατάλαβες. Αυτή η φωνή δεν ήταν του Ιγνάτη, αλλά ενός Ίσκιου που ζούσε ευτυχισμένος και απείραχτος μέσα στο μελίσσι. Ο Ίσκιος προειδοποιούσε το Στρατή!
Μα εκείνος δε θα σταματούσε αν δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε. Τότε ένα φίδι πετάχτηκε μέσα από το μελίσσι, ήταν ο Ίσκιος μεταμορφωμένος που δεν άντεχε να βλέπει τη φωλιά του να καταστρέφεται. Ο Στρατής φοβήθηκε και προσπάθησε με το μαχαίρι του να χτυπήσει το φίδι, μα εκείνο τραβήχτηκε με μαστοριά στην άκρη και ο Στρατής έκοψε το ίδιο το σκοινί με το οποίο ήταν δεμένος.
Έτσι ήρθε το τέλος του, ίσως δίκαιο, ίσως άδικο. Όσοι έχουν αυτιά ας ακούσουν.
(Πολλές ευχαριστίες στην Δέσποινα Βόγδανου - Κωνστάντιου για την ιστορία της με τον Ίσκιο στο βιβλίο «Λήμνος, το νησί μας: στοιχεία λαϊκού πολιτισμού», αλλά και στον Π.Λ. από τα Τσιμάνδρια για την αφήγησή του.)