Η Λέσβος είναι ένας τόπος όπου θαρρείς πως οι άνθρωποι, είτε από ένστικτο - για να καλύψουν όσο γίνεται πιο απλά τις ανάγκες τους - είτε από αίσθημα υψηλής αισθητικής, προσάρμοζαν πάντοτε και ταίριαζαν τις οικοδομικές κατασκευές τους στο τοπίο.
Η Λέσβος είναι ένας τόπος όπου θαρρείς πως οι άνθρωποι, είτε από ένστικτο - για να καλύψουν όσο γίνεται πιο απλά τις ανάγκες τους - είτε από αίσθημα υψηλής αισθητικής, προσάρμοζαν πάντοτε και ταίριαζαν τις οικοδομικές κατασκευές τους στο τοπίο, με βασικές αρχές τη λιτότητα και την απλούστευση της κατασκευαστικής τεχνικής.
Ίσως γι’ αυτό, από μακριά, ένα ελαιοτριβείο του 19ου αιώνα μπορείς να το εκλάβεις ως εκκλησιαστικό κτίσμα, αφού και τα δύο αυτά ξεχωριστά είδη κτισμάτων διαφοροποιούνται μόνο ως προς το καμπαναριό και την τσιμινιέρα, ενώ έχουν ίδια ογκοπλαστική μορφή, ορθογωνική κάτοψη και κεραμοσκεπή στέγη.
Διαφορετική, ωστόσο, είναι η αρχιτεκτονική αρχή στα ταπεινά κτίσματα της αγροτικής ζωής. «Τα κτίσματα αυτά καθ’ εαυτά κρινόμενα, δέον να είναι απλά και ταπεινά, σύμφωνα με την κλίμακα του τοπίου. Όταν αι κτηριολογικαί ανάγκαι είναι μεγάλαι, δέον να διαλύονται εις επιμέρους όγκους μονωρόφους και διωρόφους το πολύ, των οποίων τα σχήματα θα συντίθενται - εν αντιθέσει ή εν ομοιότητι - προς τα σχήματα του τοπίου. Η πρέπουσα δι’ εν αρχιτεκτονικόν έργον σύνθεσις στατικότητος και κινητικότητος να εναρμονίζεται προς την κατασκευήν του τοπίου και, τέλος, η σύνθεσις των τόνων του κτίσματος, προς την σύνθεσιν των τόνων του περιβάλλοντος.» Αυτά έλεγε και έγραφε ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης στις αρχές της δεκαετίας του ’50, προτείνοντας, πριν από 60 ολόκληρα χρόνια, όχι απλώς να αξιολογήσουμε την ταπεινή λαϊκή αρχιτεκτονική, αλλά και να την αντιγράψουμε στις σύγχρονες οικοδομές.
Υμνητής της ελληνικής φύσης υπήρξε και ο Αϊβαλιώτης Φώτης Κόντογλου, που συχνά επισκεπτόταν τη Λέσβο και που σ’ ένα απέριττο κείμενό του ταυτίζει την ομορφιά και τη μοναδικότητα του ελληνικού τοπίου με την απλή και σοφή αρχιτεκτονική πρακτική και παράδοση των τσοπαναραίων, γράφοντας: «Τα βουνά μας είναι και κείνα ζωντανά. Το ένα προβάλλει πίσω από το άλλο σαν να σε κοιτάζουν από μακριά. Άλλο στέκεται όρθιο σαν τσομπάνος και κοιτάζει κατά την ανατολή, λες και τηρά τον ήλιο που βγαίνει. Άλλο είναι ξαπλωμένο με το ραχάτι του, έχοντας την πλάτη του γυρισμένη κατά τον Βοριά και στ’ απάγκιο του αποσκεπάζει με το κορμί του κανένα μικρό χωρί, ή πεντέξι μαντριά και στρούγκες.» Η περιγραφή αυτή ταιριάζει απόλυτα στο τοπίο της Λέσβου. Λόφοι γόνιμοι με απέραντους ελαιώνες, στη νότια πλευρά του νησιού. Λόφοι με μακκία βλάστηση και επικλινείς λειβαδοχορταρικές εκτάσεις στη βόρεια. Εδώ είναι που ξεχωρίζει και επιβάλλεται, όσο πουθενά αλλού, η πλήρης εναρμόνιση του γυμνού τοπίου με τις δωρικής απλότητας ταπεινές κατασκευές των βοσκών, τις πέτρινες μάντρες και τα μαντριά. Κανόνας και αρχιτεκτονική αρχή, κι εδώ, η λιτότητα που επιτυγχάνεται με την κυρίαρχη χρήση ενός υλικού, της πέτρας, και δευτερευόντως του ξύλου και των κεραμιδιών για την κατασκευή της δίριχτης ή της μονόριχτης στέγης.
Σ’ όλο το Αιγαίο μέχρι και το 17ο αιώνα η στέγαση των αγροτοκτηνοτροφικών κτισμάτων γινόταν με δώμα, με χρήση αποκλειστικά πέτρας - κυρίως σχιστόπλακας - και με βασική κατασκευαστική μέθοδο εκείνη του εκφορικού συστήματος. Αυτός ο τρόπος στέγασης των αγροτικών κτισμάτων εξακολουθεί να υπάρχει στις Κυκλάδες έως και σήμερα. Το εκφορικό κατασκευαστικό σύστημα με τα «θολιαστά» κτίσματα το συναντάμε στην Κρήτη - στα γνωστά «μιτάτα» με τους «κούμους» στα Λευκά Όρη και στον Ψηλορείτη -, αλλά και στη Χίο και στις Κυκλάδες. Στο Βόρειο Αιγαίο, στη Λέσβο, τη Λήμνο, την Ίμβρο, την Τένεδο και τη Σαμοθράκη, τα αγροτικά κτίσματα - τα «ντάμια» - έχουν όμοια αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, ενώ η επικάλυψή τους με δικλινείς κεραμοσκεπείς στέγες εμφανίστηκε από το 17ο αιώνα και μετά, με την ανάπτυξη της κεραμικής βιομηχανίας. Σώζονται ακόμα τα ερείπια βιομηχανικών συγκροτημάτων κατασκευής συμπαγών τούβλων και κεραμιδιών βυζαντινού τύπου στις περιοχές της Μυτιλήνης (κοντά στον Καρά Τεπέ) και του Πολιχνίτου (στο δρόμο προς τη Βρίσα).
Την περίοδο της βιομηχανικής άνθησης της Λέσβου, στα μέσα του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, για την κάλυψη των στεγών των μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων - ελαιοτριβείων και σαπωνοποιείων - πολλές φορές τα υλικά επικεράμωσης έρχονταν από την Ευρώπη. Τα περισσότερα συγκροτήματα, μάλιστα, χρησιμοποιούσαν τα λεγόμενα «γαλλικά κεραμίδια» από τη Μασσαλία, που είχαν παραλληλόγραμμο σχήμα και το ένα θηλύκωνε μέσα στο άλλο.
Στη βορειοδυτική Λέσβο, όπου το τοπίο είναι ηφαιστειογενές, ξηρό και άδεντρο, οι κατασκευαστικές ανάγκες των κτηνοτρόφων, όπως και των ελαιοπαραγωγών της υπόλοιπης Λέσβου, είναι απλούστερες και λιτές. Στις πλαγιές των βουνών της Ερεσού τα μαντριά ή ντάμια είναι φτιαγμένα από τοπική πέτρα, έχουν παραλληλόγραμμη κάτοψη, μικρά ανοίγματα στενόμακρα σαν πολεμίστρες στους τοίχους και δικλινή κεραμοσκεπή στέγη. Οι διαστάσεις τους είναι τρία ως τέσσερα μέτρα πλάτος, έξι έως οκτώ μέτρα μέγιστο μήκος, ενώ το ύψος τους, από το έδαφος ως τη βάση της στέγης, δεν ξεπερνά τα 2,40 έως τρία μέτρα.
Για τις ανάγκες των ελαιοκαλλιεργητών, εάν το ελαιόκτημα ήταν κοντά στο χωριό, οι διαστάσεις του νταμιού δε διέφεραν από το κτηνοτροφικό μαντρί. Εάν βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από το χωριό, τότε μπορούσε ένα τμήμα του να είναι διώροφο και χαμηλού συνολικού ύψους, ώστε να μπορούν να διαμένουν εκεί τα μέλη της εργαζόμενης οικογένειας κατά την περίοδο της συγκομιδής της ελιάς ή των σιτηρών. Μια ξύλινη εσωτερική σκάλα οδηγούσε στον όροφο, όπου συνήθως υπήρχε το κρεβάτι, ενώ στο ισόγειο βρισκόταν η κουζίνα με το τζάκι. Με άλλα λόγια, το ντάμι χρησίμευε ταυτόχρονα ως χώρος διαμονής της οικογένειας, συγκέντρωσης και αποθήκευσης της σοδειάς και παρασκευής του τυριού. Μοναδικής αρχιτεκτονικής αξίας είναι τα ντάμια στον κάμπο του Πολιχνίτου, διώροφα κτίσματα με εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση και με υπέροχα σκαλιστά σουβελίκια (μαντώματα) από τοπική πέτρα στις πόρτες και τα παράθυρα.
Οι μαντρότοιχοι είναι επίσης ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό στοιχείο της αγροτικής ζωής. Ο μαντρότοιχος ή αυλόγυρος, ο περιφραγμένος ανοιχτός χώρος του νταμιού, είναι μια πρόχειρη κατασκευή -αργολιθοδομή ή ξερολιθιά ή ξεροτράχαλο-, με ύψος που δεν ξεπερνά το 1,30 - 1,60 μ. και πάχος 0,50 - 0,70 μ., που σκοπό έχει να περιορίζει σε ορισμένο χώρο τα αιγοπρόβατα -οπότε στη στέψη του τοποθετούσαν κλαδιά για να μην πηδούν τον τοίχο τα ζωντανά- ή και να προστατεύει την καλλιέργεια των σιτηρών. Άλλοτε πάλι εκτεταμένοι μαντρότοιχοι, κατασκευασμένοι επίσης με τη μέθοδο της αργολιθοδομής, περικλείουν τα κτήματα και στις περιοχές που βρίσκονται σε επικλινές έδαφος, διαμορφώνοντας τα «σέτια» (πεζούλες), που είναι φυτεμένα με ελαιόδεντρα, αμπέλια ή σιτάρι. Ξεχωριστό δείγμα τέτοιου μαντρότοιχου αποτελεί αυτό της φωτογραφίας 171, όπου δύσκολα ξεχωρίζει κανείς αν πρόκειται για αρχαϊκή λιθοδομή ή για κατασκευή των δύο - τριών τελευταίων αιώνων.
Με το σπάνιο αρχιτεκτονικό της πλούτο, η Λέσβος αποδεικνύεται ένας ευλογημένος τόπος που κατάφερε να διατηρήσει μέχρι σήμερα αλώβητο όχι μόνο το τοπίο αλλά και ό,τι το προγονικό χέρι του ανθρώπου δημιούργησε. Η διαπίστωση αυτή όχι μόνο δεν απομακρύνει, αλλά κάνει ακόμα πιο επίκαιρα τα ερωτήματα: πώς θα κρατήσουμε ζωντανή την παράδοσή μας; με ποιον τρόπο θα συνεχίσει να υπάρχει αυτή η μορφή λαϊκής αρχιτεκτονικής; πώς θα ανατρέψουμε το κακόγουστο, αν όχι απεχθές αισθητικά, αρχιτεκτονικό μοντέλο που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες; Η απάντηση νομίζω είναι μία: με την ενημέρωση και την αφύπνιση της κοινής γνώμης και, κυρίως, μέσω της παιδείας… Το σχολείο ίσως αποδειχτεί τελικά το καλύτερο εργαλείο, ώστε οι νεώτερες γενιές να εκτιμήσουν ορθότερα και να προστατεύσουν αποτελεσματικότερα την ανεκτίμητη λαϊκή αρχιτεκτονική μας κληρονομιά.
* Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι αρχιτέκτονας, βουλευτής Ν. Λέσβου του ΠΑΣΟΚ και υφυπουργός Υποδομών, Επικοινωνιών και Δικτύων. Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι πρόλογος στο βιβλίο της Τζέλης Χατζηδημητρίου.