Την περασμένη εβδομάδα είχε ανακύψει το σημαντικό γεγονός ότι περίπου 5.500 αιτήσεις συμμετοχής αφορούσαν στην ημερίδα που οργανώθηκε σχετικά με το μέλλον της ΚΑΠ στις 19 και 20 Ιουλίου στις Βρυξέλλες.
Την περασμένη εβδομάδα είχε ανακύψει το σημαντικό γεγονός ότι περίπου 5.500 αιτήσεις συμμετοχής αφορούσαν στην ημερίδα που οργανώθηκε σχετικά με το μέλλον της ΚΑΠ στις 19 και 20 Ιουλίου στις Βρυξέλλες.
Η ημερίδα έγινε και η εντύπωση που άφησε η βασική ομιλία τού κ. Τζιόλος, του Ρουμάνου επιτρόπου για τη Γεωργία, ήταν θετικότατη ως προς τη συνέχιση της ΚΑΠ. Συγκεκριμένα, με βάση το τετράπτυχο για μια νέα γεωργία στηριγμένη στο οικονομικό, περιβαλλοντικό, γεωγραφικό και κοινωνικό πρόσωπο να υπάρξει ταύτιση απόψεων και υιοθέτηση του νέου μοντέλου της γεωργίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, οι γεωργοσυνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να έμειναν οριστικά ικανοποιημένες, γιατί οι κατευθυντήριες γραμμές δεν άφησαν κατά μέρος βασικές συνιστώσες της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και ισορροπούν μεταξύ της γραμμής για την ανταγωνιστικότητα της γεωργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον κοινωνικό και εδαφικό χαρακτήρα της, χωρίς να παραβλέπεται η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και η αυξημένη παραγωγικότητα και απόδοση του τομέα.
Υπάρχει ένα σημείο που χρήζει περαιτέρω προσοχής και αυτό αφορά στο ότι είναι ανοικτή η κρατική επιχορήγηση της ΚΑΠ, πράγμα που σημαίνει ότι σε δύσκολους καιρούς ορισμένοι προϋπολογισμοί θα μπορούν να καταβάλλουν ποσά για τους αγρότες τους, ενώ άλλοι, όπως η περίπτωση της χώρας μας με την επήρεια του Δ.Ν.Τ. και της τρόικας, θα δυσκολεύεται να κάνει το ίδιο. Και έτσι, η ανταγωνιστικότητα θα μπαίνει πάντα στο μάτι του κυκλώνα και θα υπάρχουν δυσχέρειες προώθησης των γεωργικών προϊόντων στις ξένες αγορές.
Κατά συνέπεια, το πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ταγοί της γεωργίας στην Ε.Ε. αφορά στο βαθμό υποχώρησης των μεγάλων κρατών-μελών, που θέλουν σαφέστατο προσανατολισμό της γεωργίας προς την πλευρά της εξοικονόμησης πόρων και της δημιουργίας ανταγωνιστικού προτύπου, έναντι των θιασωτών του παλαιομοδίτικου, αλλά κοινωνικά περισσότερο αποδεκτού μοντέλου, που αφορά στην εξασφάλιση της επάρκειας των αγαθών σε τιμές που να καλύπτουν τις δαπάνες παραγωγής και να εξασφαλίζουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο εισοδήματος στον αγρότη της Ε.Ε..
Υπενθυμίζουμε ότι περίπου τα τέσσερα δέκατα του προϋπολογισμού της Ε.Ε. κατευθύνονται προς τη γεωργία και αυτό σημαίνει ότι κάθε προσπάθεια περικοπής των αγροτικών δαπανών θα γίνεται σε βάρος της επίτευξης ικανοποιητικού εισοδήματος στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, μεταξύ άλλων και στη χώρα μας.
Βέβαια, οι πτυχές της παραγωγικής διαδικασίας και της χρηματοδότησης της ΚΑΠ συνδέονται με σειρά και άλλων συμπληρωματικών και μάλιστα σπουδαίων παραγόντων, όπως είναι η ποιότητα των αγροτικών προϊόντων. Έτσι, σε ψήφισμα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορά σε γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών, με θέμα «Ποιότητα των γεωργικών προϊόντων», αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι το όργανο αυτό δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τα γεωργικά είδη διατροφής υψηλής ποιότητας και ιδίως για τη θέσπιση ενός κατάλληλου πλαισίου που θα υποστηρίζει και θα ενισχύει τη γεωργική παραγωγή ποιότητας στην Ε.Ε., καθιστώντας την παράλληλα πιο αποδεκτή από τους καταναλωτές.
Μάλιστα, εκτιμά ότι η καλλιέργεια γεωργικών ειδών διατροφής υψηλής ποιότητας είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη βιώσιμη ανάπτυξη της υπαίθρου και συντείνει στη μακροχρόνια διατήρηση του τοπίου και της ταυτότητας της περιφέρειας. Παράλληλα, αποτελεί πρότυπο παραγωγής για τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της περιφέρειας.
Σε άλλη γνωμοδότησή του, το όργανο αυτό αναφέρεται στην περίπτωση των μειονεκτικών περιοχών και υπογραμμίζει ότι η γεωργία αποτελεί έναν πολύ σημαντικό οικονομικό τομέα της Ε.Ε., που παρέχει απασχόληση σε σχεδόν 30 εκατομμύρια πολίτες. Η παρουσία αγροτών συμβάλλει καθοριστικά στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού στις αγροτικές περιοχές, καθώς επίσης στην προστασία του περιβάλλοντος και του φυσικού τοπίου. Είναι επίσης σημαντικό να διατηρηθούν οι εγκαταστάσεις γεωργικής παραγωγής στην Ε.Ε. προκειμένου να διατηρήσει η Ευρώπη την ικανότητα παραγωγής τροφίμων υψηλής ποιότητας, ήτοι ένα ρόλο με διαρκώς αυξανόμενη σημασία, καθώς η κλιματική αλλαγή μειώνει την παραγωγική ικανότητα σε άλλα μέρη του κόσμου. Το καθεστώς ενισχύσεων για τη στήριξη των μειονεκτικών περιοχών έχει ζωτική σημασία, προκειμένου να αντισταθμιστούν οι ζημίες που οφείλονται στα φυσικά μειονεκτήματα ορισμένων περιοχών και να διατηρηθεί η γεωργία στις περιοχές αυτές.
Μπορεί, λοιπόν, να παραδεχθεί ο αντικειμενικός κριτής ότι η γεωργία στην Ε.Ε. διέρχεται μια φάση έντονης αντιπαλότητας μεταξύ εκείνων που πιστεύουν ότι η γεωργία πρέπει να επιβιώσει αν είναι ανταγωνιστική και μόνο, και των άλλων που προτάσσουν κι άλλα κριτήρια, ώστε να αποδείξουν ότι η γεωργία μπορεί να σταθεί στα ευρωπαϊκά πόδια της και μάλιστα με σαφέστατους στόχους επιτυχίας, ακόμη και στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές.
* Ο Γιώργος Μαρκατάτος είναι οικονομολόγος.