Συζητάμε σήμερα με τη Ραλλού Κράλλη - Κωνσταντέλλη, ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μικρασιατών Καλλονής, για το λεύκωμα «Νόστος Μικρασίας», που επιμελήθηκε, συνδέοντας και τις δικές της «μνήμες», από την οικογένειά της.
Συζητάμε σήμερα με τη Ραλλού Κράλλη - Κωνσταντέλλη, ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μικρασιατών Καλλονής και για χρόνια εμπλεκόμενη στην τοπική αυτοδιοίκηση. Έχοντας επιμεληθεί μέχρι στιγμής διάφορες εκδόσεις σχετικές με τη Λέσβο, μας μιλάει σήμερα για την τελευταία της δουλειά, το λεύκωμα «Νόστος Μικρασίας», που με χρηματοδότηση της τέως Νομαρχίας Λέσβου επιμελήθηκε για λογαριασμό της Ένωσης, συνδέοντας και τις δικές της «μνήμες», από την οικογένειά της που ήρθε κι αυτή στο νησί από τα απέναντι παράλια.
Κυρία Κράλλη, μιλήστε μας λίγο για την καταγωγή σας. Πώς προέκυψε η σχέση σας με την Ένωση Μικρασιατών Καλλονής;
«Είμαι γέννημα - θρέμμα Μολυβιάτισσα, αλλά είμαι από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης. Η σχέση μου με την Καλλονή πάει πίσω στα μαθητικά μου χρόνια, αφού εκεί τελείωσα το σχολείο. Μετά τελείωσα το Δημοσιογραφικό Εργαστήρι της Αθήνας και στη συνέχεια παντρεύτηκα το σύζυγό μου, Γιάννη Κωνσταντέλλη, που είναι από την Καλλονή. Όταν πια μεγάλωσαν και τα παιδιά μου, άρχισα να δουλεύω ως ειδική σύμβουλος στο δήμο, ξεκινώντας επί δημαρχίας Κώστα Δούκα. Ήταν τότε πολύ δημιουργικά χρόνια. Κάποια στιγμή, με πλησίασε η Μένη Ατσικμπάση, η τωρινή πρόεδρος της Ένωσης Μικρασιατών, και μου εκμυστηρεύτηκε τον καημό που είχε να φτιάξει ένα σύλλογο στη μνήμη των προγόνων μας. Δέχτηκα με χαρά, αφού το σόι της μάνας μου έχει καταγωγή από το Αδραμύττι και το Αϊβαλί και του πατέρα μου έρχεται από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Είχαν, βέβαια, κι ένα “ποδαράκι” στο Μόλυβο, δεν ήρθαν χωρίς να ξέρουν κανέναν.»
Τι θυμάστε εσείς από διηγήσεις της οικογένειάς σας;
«Δυστυχώς, δεν πρόλαβα τους παππούδες μου. Είτε πέθαναν νέοι, είτε ήταν πολύ ηλικιωμένοι. Δεν έχω, έτσι, αφηγήσεις “πρώτης γραμμής”. Εκείνο που έχω, είναι παλιά αντικείμενα στο σπίτι μου. Έχω, για παράδειγμα, ένα ψαλίδι που γράφει “Σμύρνη”. Υπήρχε πάντα, ωστόσο, μια περίεργη ατμόσφαιρα και μια μυθική σχέση με την Ανατολή. Πιστεύω ότι όλο αυτό είχε ντυθεί και με ένα μεγάλο μύθο, όσο και αν στηριζόταν σε πραγματικά γεγονότα. Αλλά και με πολύ πόνο για την οικογένειά μου, αφού ολόκληρη η οικογένεια του αδελφού του πατέρα της μάνας μου, του Μιχαήλ Καζάζη, δεν ήρθε ποτέ. Έμεινε εκεί…»
Ένα λεύκωμα προσφυγιάς
Πώς προέκυψε η έκδοση του λευκώματος «Νόστος Μικρασίας»; Είναι κάτι που «δούλευε» καιρό ο Σύλλογος;
«Έγινε για τα 10 χρόνια ζωής που συμπλήρωσε ο Σύλλογος. Το δούλευε πολύ καιρό, αλλά πάντα υπάρχει πρόβλημα με τις χρηματοδοτήσεις των εκδόσεων, αφού τα μέλη των συλλόγων είναι πολύ δύσκολο από μόνα τους να χρηματοδοτήσουν τέτοιες εκδόσεις, όπως αυτή που είναι και τετραχρωμία. Ευτυχώς έκατσε καλά η συγκυρία, ο τέως νομάρχης Παύλος Βογιατζής και ο αντινομάρχης Θεόδωρος Βαλσαμίδης είδαν με μεγάλη συμπάθεια την έκδοση, τη χρηματοδότησαν κι έτσι εκδόθηκε το λεύκωμα.»
Έχετε αναλάβει την επιμέλεια εκδόσεων και στο παρελθόν. Πόσο σημαντική ήταν για εσάς η συγκεκριμένη;
«Γενικά ασχολούμαι και επιμελούμαι εκδόσεις. Εκτός από αυτές του Συλλόγου Μικρασιατών, με το σύζυγό μου έχουμε γράψει κείμενα και έχουμε επιμεληθεί τις εκδόσεις “Τοπίο” και “Καλλονή - Οδοιπορικό στην Κεντρική Λέσβο”. Ακολούθησαν “Τα μονοπάτια του ροδόδεντρου” με κείμενα δικά μου και του Χριστόφορου Μανδυλά, καθώς και η έκθεση “Ο Μιχαήλ Γούτος και ο Μόλυβος” στο Μόλυβο, πάλι με κείμενα δικά μου. Επιμελήθηκα επιπλέον ένα λεύκωμα για το Σύλλογο Κυριών και Δεσποινίδων Καλλονής “Ευποιία”, αλλά και την παλιότερη έκδοση των Μικρασιατών “Τετράδια Μικρασίας”, μετά από ένα διαγωνισμό για παιδιά απογόνους Μικρασιατών προσφύγων για το πώς βλέπουν τη Μικρασία σήμερα. Το λεύκωμα είχε κείμενα και ζωγραφιές και τα κείμενα ήταν και πάλι δικά μου. Κάθε δουλειά είναι για μένα σημαντική. Έχω μια “αδυναμία” επαγγελματική, δεν μπορώ να ασχοληθώ με κέφι με κάτι που δε μου αρέσει. Τη συγκεκριμένη δουλειά την έκανα με κέφι, αφού ήταν για μένα μια σύνδεση και με το παρελθόν. Όταν έχεις σχέση με το παρελθόν σου, μπορείς να εστιάσεις καλύτερα στο πού μπορείς να πας. Αρκεί να μην κολλάμε στο παρελθόν, γιατί τότε γινόμαστε συντηρητικοί και αυτό δε βοηθάει να αντιμετωπίσουμε το μέλλον με διαύγεια.»
Πόσο χρόνο χρειάστηκε η έρευνα και ποια μέθοδος ακολουθήθηκε;
«Τη συλλογή του υλικού (φωτογραφίες) την έκανε κυρίως η πρόεδρος, που γνωρίζει περισσότερο τα μέλη του Συλλόγου, όντας η ίδια Μικρασιάτισσα και ζώντας σε ένα εξ ολοκλήρου σχεδόν προσφυγικό χωριό, την Αρίσβη. Το σημαντικό ήταν πως όλοι έδωσαν με μεγάλη διάθεση το υλικό που είχαν. Θα θέλαμε να είχαμε περισσότερο χρόνο, για να μαζευτεί και παραπανίσιο υλικό που υπήρχε σε διάφορα οικογενειακά αρχεία, αλλά δυστυχώς ο χρόνος μάς πίεζε λόγω των εκλογών. Η όλη δουλειά, πάντως, χρειάστηκε ένα χρόνο περίπου.»
Γιατί προσθέσατε στην έκδοση κείμενα των Χέμινγκουεϊ, Πανσέληνου, Μιχελή και Βενέζη;
«Το έκανα για να εμπλουτιστεί το λεύκωμα, αφού δεν μπορούσε να είναι σκέτες φωτογραφίες, έπρεπε να υπάρχει κι ένας “επιγραμματισμός”. Τα συγκεκριμένα κείμενα τα επέλεξα για να δώσω και τη χρονική εξέλιξη πραγμάτων. Ξεκινώντας από το Χέμινγκουεϊ, που είναι αυτόπτης μάρτυρας και φωτογραφίζει τα γεγονότα, περνώ στον Ασημάκη Πανσέληνο που μιλά από την πλευρά του νησιού μας πια, ως ένας ντόπιος που βλέπει τον ερχομό των προσφύγων από τη θάλασσα, ακολουθεί η Λίζα Μιχελή που μιλά για το ψυχικό σθένος των ανθρώπων όταν πρωτοήρθαν εδώ, το πώς πίστευαν ότι θα τα βγάλουν πέρα και τι σημαίνει η μνήμη για όλους αυτούς και τέλος έρχεται ο Ηλίας Βενέζης, που μιλά για την προσφορά των Μικρασιατών στη χώρα αφότου ήρθαν εδώ, το πώς οι ίδιοι νιώθουν πως δικαίωσαν τους προγόνους τους και τον πόνο που ένιωσαν πατώντας στη νέα πατρίδα. Γιατί όντως προσέφεραν πάρα πολλά οι πρόσφυγες, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στη νεοελληνική ιστορία.»
Η ευθύνη της ιστορίας
Πόσο μεγάλη ευθύνη και «βάρος» είναι η επιμέλεια ενός τέτοιου λευκώματος, που φέρει στις σελίδες του ουσιαστικά τις ζωές ολόκληρων οικογενειών;
«Δε θα το έλεγα βάρος. Είναι, κυρίως, μια θερμή σχέση που έχει κανείς με τους ανθρώπους αυτούς, που τον κάνει να μη θέλει να τους προδώσει. Υπάρχει πολύς πόνος πίσω από τις οικογένειες αυτές, πολλές αφηγήσεις σε επίπεδο προγονικό και όσοι είναι από εκεί αισθάνονται πολύ μεγάλη περηφάνια, αφού οι πρόγονοί τους αγωνίστηκαν πολύ. Και μια που μιλάμε για αγώνες, σήμερα με την κρίση θα πρέπει να ρίχνουμε και μια ματιά στο παρελθόν, για το πώς δούλεψαν αυτοί οι άνθρωποι και σε τι πλαίσιο. Για μένα, λοιπόν, ήταν μια μεγάλη ευθύνη, αφού κι εγώ κοιτώ όλο αυτό με θαυμασμό και ασφαλώς δε θέλω να το προδώσω.»
Υπάρχουν άνθρωποι του λευκώματος που ζουν ακόμη; Τι σχόλια ακούσατε;
«Όταν ξεκίνησε ο Σύλλογος, ζούσαν ακόμη πρόσφυγες πρώτης γενιάς, που είχαν έρθει εδώ παιδάκια 10 - 12 χρονών και θυμούνταν τα γεγονότα. Ο τελευταίος, ο Νίκος Χατζήμακρης, από το Κεράμι, πέθανε πριν από δύο χρόνια. Μέχρι τα τελευταία του θυμόταν τα πάντα και δεχόταν επισκέψεις. Παρ’ όλο όμως που σήμερα, απ’ ό,τι νομίζω, δε ζουν πια εκπρόσωποι από την πρώτη γενιά προσφύγων, τα παιδιά τους θυμούνται έντονα τις αφηγήσεις των γονέων και των παππούδων τους και υπάρχει πλέον η δυνατότητα επισκέψεων στα σπίτια τους απέναντι. Στο περιοδικό της Ένωσης έχουμε καταγράψει και τέτοιες συγκινητικές ιστορίες.»
Ετοιμάζετε κάτι άλλο τώρα, κ. Κράλλη; Κάποια νέα έκδοση;
«Από τη μεριά των Μικρασιατών δε γνωρίζω αν υπάρχει κάτι τέτοιο στα σχέδια, πέρα από το επόμενο τεύχος του περιοδικού, που είναι να εκδοθεί σύντομα και έχει καθυστερήσει λόγω οικονομικών δυσκολιών. Υπάρχει, όμως, πάντα η διάθεση να εκδοθούν οικογενειακά αρχεία κ.ά.. Θα τα δούμε εν καιρώ. Μέσα στην άνοιξη θα γίνει κάποια στιγμή και η παρουσίαση του λευκώματος. Αυτό που μου αρέσει, πάντως, είναι που οι σύλλογοι συνεχίζουν να ασχολούνται και να δραστηριοποιούνται. Είναι μια διέξοδος στην καθημερινότητα των ανθρώπων και καλό είναι να συμμετέχουμε όσο πιο πολύ μπορούμε.»