Ο Μίμης Σαραντάκος, που έφυγε από κοντά μας αναπάντεχα στις 17 του Δεκέμβρη, άφησε μερικά έτοιμα έργα που δεν πρόφτασε να τα εκδώσει. Ένα από αυτά είναι και το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια». Δύο κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένα στη Μυτιλήνη.
Η Μυτιλήνη του Μίμη
Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο χωριό του παππού μου (από τη γενιά της μητέρας μου). Απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν ζεστό και ξερό. Για μένα κύλησε πολύ ευτυχισμένα και έτσι μού ‘μεινε αξέχαστο, αλλά για τους μεγάλους ήταν ένα τρομερό καλοκαίρι. Στην Ισπανία είχε ξεσπάσει η ανταρσία των εθνικιστών, στην Αβησσυνία τέλειωνε ο κατακτητικός πόλεμος του Μουσολίνι, στην Κίνα άρχισε ο πόλεμος με τους Γιαπωνέζους, ο Χίτλερ φοβέριζε την Ευρώπη, στη Σοβιετική Ένωση τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Και στην Ελλάδα εκείνο το καλοκαίρι θα γινόταν δικτατορία. […] Αποφασίστηκε να περάσουμε το καλοκαίρι στο νησί. Η μαμά μου το απαιτούσε επίμονα, επιταχτικά σχεδόν, κι ο πατέρας μου το δέχτηκε χωρίς πολλές αντιρρήσεις, γιατί περίμενε πως μέσα στο καλοκαίρι θα διοριζόταν στο υποκατάστημα της Τράπεζας στο νησί.
Το πλοίο λεγόταν «Αρντένα» και θα ξεκινούσε το απόγεμα. Πρώτοι θα φεύγαμε η μαμά μου κι εγώ και ο πατέρας θα ακολουθούσε σε έναν περίπου μήνα, όταν θα έπαιρνε το χαρτί της μετάθεσής του. Πήγαμε όλοι μαζί με ταξί στον Πειραιά κι ο πατέρας μου μας συνόδεψε μέσα στο πλοίο, στο οποίο ανεβήκαμε από μία πανύψηλη λοξή σκάλα, που οδηγούσε από την προκυμαία στην πρύμνη του. Μας ταχτοποίησε στην καμπίνα μας, που τη μοιραστήκαμε με άλλες δύο κυρίες κι έμεινε μαζί μας στο σαλόνι του καραβιού, ώσπου πέρασε ένας ναυτικός με πηλίκιο και χρυσά γαλόνια, που χτυπούσε ένα κουδούνι και φώναζε:
«Παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπται να αποβιβασθούν. Το πλοίο θα αναχωρήσει αμέσως.»
Τότε ο μπαμπάς μου μας φίλησε και κατέβηκε από τη μεγάλη σκάλα στο μουράγιο του λιμανιού.
Για λίγην ώρα μείναμε στην πρύμνη, βλέποντας τον μπαμπά μου, που έστεκε ακόμα στο μουράγιο, να μικραίνει συνεχώς. Το μεγαλύτερο μέρος του καταστρώματος βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, που δεν προσφερόταν καθόλου για ρεμβασμό και ήσυχο διάβασμα, όπως ήθελε εκείνη κι έτσι στραφήκαμε στην πιο απόμερη γωνιά του, πίσω από το δεύτερο φουγάρο, όπου υπήρχε μόνο μια ήσυχη παρέα από καμμιά δεκαπενταριά πολίτες και πεντέξι χωροφύλακες.
Από την αρχή μού κίνησε την περιέργεια αυτή η παρέα, γιατί είχε κάτι το παράταιρο, που δεν ταίριαζε με τους υπόλοιπους επιβάτες της τρίτης θέσης. Δε μοιάζανε με τους τσιγγάνους, τους χωριάτες και τους φαντάρους, που κυριαρχούσαν στο κατάστρωμα. Ήταν καθαροί και ντυμένοι με ρούχα της πόλης, σακάκια, παντελόνια, καμπαρτίνες και φορούσαν ρεπούμπλικες ή τραγιάσκες. Είχαν όλοι δίπλα τους βαλίτσες κι όχι μπόγους ή καλάθια, μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα και δε δείχνανε καμμιάν ανησυχία ή βιασύνη. Δεν είχαν το ανήσυχο βλέμμα που ρίχναν οι χωριάτες γύρω τους, μαζεύοντας κοντά τους τα τσουμπλέκια τους μην τύχει και τους τα κλέψουν, ούτε τις ερευνητικές και πονηρές ματιές των τσιγγάνων που λες και ψάχνανε πάνω σου κάτι για να στο αρπάξουν. Μου φάνηκαν ήσυχοι και πειθαρχικοί σαν φαντάροι κι ας μη φορούσαν στολή, εκτός από τους χωροφύλακες.
Στην αρχή τούς πέρασα πως ήταν μια παρέα, κατόπιν όμως πρόσεξα πως οι πολίτες δεν άλλαζαν ούτε κουβέντα με τους χωροφύλακες, που κάθονταν λίγο παράμερα, κρατώντας ανάμεσα στα γόνατά τους τα ντουφέκια τους. Μια φορά μόνο ένας χωροφύλακας έβγαλε από την τσέπη της στολής του μια φωτογραφία, την κοίταξε λίγο και μετά την έδωσε σ’ έναν άλλο χωροφύλακα. Αυτός την παρατήρησε αρκετήν ώρα χαμογελώντας και την έδωσε σε άλλο συνάδελφό του. Η φωτογραφία πέρασε έτσι από όλους τους χωροφύλακες και ο τελευταίος, χαμογελώντας, την έδειξε σε έναν πολίτη, από εκείνη την παρέα. Έναν κοντό και γεροδεμένο, μεγάλης ηλικίας, με κόκκινο γελαστό πρόσωπο, που φορούσε τραγιάσκα, καθόταν σ’ ένα πάνινο διπλωτό σκαμνί κι είχε την καμπαρτίνα του αναρριχτή στους ώμους.
Αυτός πήρε τη φωτογραφία, την κοίταξε αμίλητος, ενώ το πρόσωπό του σκυθρώπιαζε. Μερικοί από την παρέα του σκύψανε πάνω από τον ώμο του να δουν κι αυτοί. Ύστερα ο γέρος έδωσε τη φωτογραφία πίσω στο χωροφύλακα, διόρθωσε την καμπαρτίνα του, που του ‘χε πέσει από τους ώμους και σκύβοντας στο διπλανό του, λες κι ήθελε να του πει κάτι εμπιστευτικά, άρχισε απροσδόκητα να τραγουδά με χαμηλή μπάσα φωνή:
«Θύελλες, άνεμοι, γύρω μας πνέουν
τέκνα του σκότους εμάς κυνηγούν»
Όλη η παρέα έπιασε το τραγούδι χαμηλόφωνα:
«σε άνισες μάχες ριχνόμαστε τώρα
κι άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν».
Αμέσως έγινε ταραχή. Οι χωροφύλακες σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να φωνάζουν:
«Πάψτε» «Σκασμός» «Σιωπή».
Ακούγοντας το σούσουρο οι λοιποί επιβάτες της τρίτης θέσης, άλλοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και κοίταζαν με περιέργεια και κάποιοι πλησίασαν να δουν τι τρέχει.
Δεν μπόρεσα να δω τι έγινε από κει και πέρα, γιατί η μαμά μου σηκώθηκε βιαστικά, μ’ άρπαξε από το μπράτσο και με τράβηξε προς τη σκάλα που οδηγούσε στο κάτω κατάστρωμα. Εκεί η μαμά μου μού ‘πε σιγανά:
«Είναι κομμουνιστές και τους πάνε στον Άι-Στράτη, εξορία»
Δε ζήτησα άλλες εξηγήσεις, γιατί ήξερα τι θα πει «κομμουνιστές». Πολλοί φίλοι μας ήταν τέτοιοι. Μάλιστα λέγανε πως κι ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής, η μαμά μου όμως όταν γινόταν σχετική συζήτηση τους διόρθωνε:
«Όχι ακριβώς, είναι αριστερός»
* Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια»
Ο Μίμης Σαραντάκος, που έφυγε από κοντά μας αναπάντεχα στις 17 του Δεκέμβρη, άφησε μερικά έτοιμα έργα που δεν πρόφτασε να τα εκδώσει. Ένα από αυτά είναι και το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», στο οποίο αναπολεί ευτυχισμένες - και λιγότερο ευτυχισμένες - στιγμές της ζωής του και «ζουμάρει» σε εφτά καλοκαίρια, από τα παιδικά και τα μαθητικά του χρόνια (1936, 1939), την εφηβεία μέσα στην Κατοχή και την Αντίσταση (1944), τα φοιτητικά χρόνια στις μολυβένιες μέρες του εμφυλίου και των μετεμφυλιακών διώξεων (1945 - 1951), την επαγγελματική δραστηριότητα στη δεκαετία τού 1960 και την περίοδο της χούντας (1973) και, τέλος, τα χρόνια της ωριμότητας (1985).
Δύο κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένα στη Μυτιλήνη και αποτυπώνουν στιγμές της προπολεμικής και κατοχικής ζωής, που σίγουρα θα συγκινήσουν το σημερινό αναγνώστη.
Από το υλικό αυτό διαλέξαμε μερικά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα που θα δημοσιευτούν σε συνέχειες κάθε δεύτερη Τρίτη από το «Εμπρός».
Αγγελική Σαραντάκου