Ο Σταύρος Γαληνός, σ’ έναν τόμο 350 σελίδων, συγκέντρωσε και κατέγραψε μια σειρά από μικρές εύθυμες ιστορίες από τη ζωή στο χωριό του, την όμορφη Ερεσό αλλά και ανέκδοτα και γρίφους και παροιμίες.
Σταύρος Γαληνός
Εκδόσεις 3Ε Ελίκρανον
Αθήνα 2009, σελ. 358
Ο Σταύρος Γαληνός (Ερεσός 1934) έχει στο ενεργητικό του τέσσερα βιβλία, «Στα Σύθαμπα της Ερεσού» (μυθιστόρημα), «Κάτω από τον Ηλιάτορα της Λέσβου» (παρουσίαση της πορείας του Συλλόγου Ερεσίων και των επιτευγμάτων του), ένα σενάριο «Το τρεχαντήρι του Πόθου» και ένα θεατρικό έργο σε ντοπιολαλιά της Ερεσού «Τα ευλογημένα χρόνια».
Πριν λίγο καιρό, σ’ έναν τόμο 350 σελίδων με τον τίτλο «Το μονοπάτι της χαράς και του γέλιου, αλλά και της γνώσης», συγκέντρωσε και κατέγραψε μια σειρά από μικρές εύθυμες ιστορίες από τη ζωή στο χωριό του, την όμορφη Ερεσό αλλά και ανέκδοτα και γρίφους και παροιμίες και οτιδήποτε άλλο «θα μπορούσε να συγκρατήσει τον αναγνώστη, οποιονδήποτε αναγνώστη, μικρό ή μεγάλο και να τον αποσπάσει από το “βραχνά” της ζωής μας, που έχει φωλιάσει για καλά, όχι μόνο σε μια κατηγορία ανθρώπων, ξεχνώντας ότι η ζωή μας είναι τόσο μικρή, τόσο ελάχιστα μικρή και πολλές φορές τόσο μάταιη, πρόχειρη και τυχαία, που μόνο μια ήσυχη, ρυθμισμένη σωστά και ανοιχτόκαρδα, μπορεί να κυλήσει ευχάριστα, να δώσει ζωή σε σένα και στους απογόνους σου, μια καλή ζωή», όπως γράφει στον πρόλογό του.
Ως μικρό δείγμα γραφής παραθέτουμε μια τέτοια εύθυμη ιστορία που έχει τον τίτλο «Θα σπάσω τις σφίδες»:
«Ήταν το καλόπαιδο της παρέας μας, ένα χρόνο μικρότερος από μένα και από άλλη γειτονιά, αλλά ήμασταν και οι δύο στα ίδια κύματα ζωηράδας και πολλές σκανδαλιές μας συνέπιπταν. Έτσι κάναμε πολλές φορές παρέα στα παιδικά μας παιχνίδια και χρόνια.
Όμως δεν ξέρω για ποια σκανταλιά του η αείμνηστη μητέρα του, μακαρίτισσα Ευρυδίκη, τον τιμώρησε και τον έκλεισε στο κατώγι του σπιτιού τους, που είχαν τις σφίδες - μεγάλα κιούπια - με το αποθηκευμένο λάδι τους και το κρασί, γιατί είχαν ένα μεγάλο αμπέλι. Το κατώγι ήταν θεοσκότεινο και μύριζε μούχλα και υγρασία, αλλά ο πανέξυπνος φίλος μου χτύπησε δύο - τρεις φορές την πόρτα να τον βγάλει από εκεί η μητέρα του, αλλά εκείνη έκανε πως δεν τον ακούει. Παίρνει κι αυτός μια μεγάλη πέτρα, που τις χρησιμοποιούσαν για να στηρίξουν τις σφίδες όρθιες και αρχίζει να χτυπά δυνατά, πρώτα την ξύλινη πόρτα κι ύστερα τις σφίδες. Άκουσε η μάνα τα χτυπήματα και πήγε έξω από την πόρτα, εκείνος την κατάλαβε αμέσως και λέει: - Άμα ε μι βγάλ’ς, α σπάσου τσ’ σφίδις. Και συνέχισε να χτυπά. - Καλά, καλά ω μουρέλι μ’, πιρήμινι να βρω τα κλειδιά. - Άμα αργίσ’ α τσ’ σπάσου. Κι έτσι γλύτωσε την τιμωρία, αλλά κι ούτε που διαλογίστηκε άλλη φορά η καλή του μάνα, να τον ξανατιμωρήσει με την ίδια ποινή.»