Η πρώην φιλόλογος και διευθύντρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Λέσβου Βασιλική Κουρβανιού μας μίλησε για όσα προσέφερε και όσα πήρε από τη διδασκαλία αλλά και για τα παιδικά της χρόνια στην Αγιάσο.
Το «Ε» με την πρώην φιλόλογο και διευθύντρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λέσβου, Βασιλική Κουρβανιού
Όποιος τη γνωρίσει και συζητήσει για λίγη ώρα μαζί της για την πολυετή της θητεία στο χώρο της εκπαίδευσης, θα βγάλει σίγουρα ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα: η Βασιλική Κουρβανιού λάτρευε τη δουλειά της και τους μαθητές της. Η πρώην φιλόλογος και διευθύντρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Λέσβου μάς υποδέχτηκε στο σπίτι της και με τη συνοδεία ενός γλυκού του κουταλιού, μας άνοιξε τελείως την καρδιά της, μιλώντας μας για όσα προσέφερε και όσα πήρε από τη διδασκαλία και από το χώρο της εκπαίδευσης στο σύνολό του, αλλά και για τα παιδικά της χρόνια στο χωριό της, την Αγιάσο, που της προσέφερε τις πρώτες ευκαιρίες για μάθηση και επαφή με διάφορες τέχνες.
Μοναχοκόρη του Γρηγόρη και της Ευστρατίας, η Βασιλική Κουρβανιού γεννήθηκε το 1949 στην ορεινή Αγιάσο. Η ζωή για την οικογένειά της ήταν δύσκολη και με ελάχιστα εισοδήματα. Ο πατέρας της έκανε κάθε είδους δουλειά, εκτός από τις αγροτικές, τις οποίες δεν του επέτρεπε να κάνει το χρόνιο άσθμα από το οποίο υπέφερε. Δούλεψε όμως ως μουσικός, ως ελαιοχρωματιστής, ως υπάλληλος της ΔΕΗ, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του εργάστηκε ως κλητήρας στο Αναγνωστήριο της Αγιάσου. Το γεγονός ότι η οικογένειά της ήταν αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων, έκανε ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα.
Παρ’ όλο όμως που οι γονείς της ήταν άνθρωποι φτωχοί, που δεν είχαν βγάλει ούτε το δημοτικό, αγαπούσαν πολύ τα γράμματα και την ίδια και φρόντισαν να την προσανατολίσουν σε αυτά. Το Αναγνωστήριο, ένα ίδρυμα που ήδη από τότε είχε ευεργετήσει πολύ τη νεολαία του χωριού, βοήθησε σημαντικά στο να περάσουν τα παιδικά χρόνια της Βασιλικής με ένα πρόγραμμα γεμάτο τέχνες και ανάγνωση. Εκεί περνούσε πολλές ώρες της ημέρας της, συμμετέχοντας σε όλες τις δραστηριότητες που γίνονταν στους χώρους του και βοηθώντας, με όποιον τρόπο μπορούσε, τόσο ως μαθήτρια, όσο και αργότερα ως φοιτήτρια, κάθε φορά που επέστρεφε στο χωριό της. Ήταν για την ίδια και ένας χώρος κοινωνικοποίησης, ο οποίος προσέφερε ευκαιρίες που την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν αλλού στην Αγιάσο.
Το γυμνάσιο, η Φιλοσοφική και ο διορισμός
Ακολούθησαν τα χρόνια του γυμνασίου. Καθώς το Γυμνάσιο της Αγιάσου ήταν παράρτημα αυτού της Μυτιλήνης και οι οικογένειες έπρεπε να πληρώνουν τους καθηγητές τους που ήταν αποσπασμένοι στην Αγιάσο, ο όρος για να συνεχίσει τη φοίτησή της η Βασιλική ήταν να έχει άριστους βαθμούς, αφού έτσι θα απαλλασσόταν από την επιβάρυνση. «Ζορίστηκα εγώ, ζορίστηκαν οι γονείς μου, αλλά δε μου βγήκε σε κακό», λέει σήμερα. Άλλωστε, εκτός από το διάβασμα και το Αναγνωστήριο, δεν είχε και πολλά άλλα πράγματα να κάνει στο χωριό της. Μόνο ένα ράδιο «Philips» είχε η οικογένειά της, στο οποίο άκουγε κάθε Κυριακή την εκπομπή «Το θέατρο στο μικρόφωνο», του Αχιλλέα Μαμάκη.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1967 ως άριστη μαθήτρια, αποφάσισε να σπουδάσει στη Φιλοσοφική της Αθήνας. Ήταν μια απόφαση που δυσκόλεψε οικονομικά τους γονείς της, οι οποίοι όμως έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τη στηρίξουν, αφού και η μητέρα της άρχισε να κάνει διάφορες αγροτικές δουλειές προκειμένου να μπορέσει να σπουδάσει η κόρη της. Για να κοστίσουν όσο γινόταν λιγότερο οι σπουδές της, η Βασιλική έμεινε στο Οικοτροφείο τής ΧΕΝ, μέσα από το οποίο εκτός άλλων απέκτησε και κάποιες πολύ καλές φίλες, τις οποίες έχει ακόμη και σήμερα.
Η Βασιλική Κουρβανιού σε ηλικία τριών ετών, στην Αγιάσο (αριστερά). Με το σύζυγό της Νίκο και τα δύο τους παιδιά, Ευστρατία και Γρηγόρη, το 1980 (δεξιά)
Κατάφερε επίσης να τελειώσει τη σχολή της στα τέσσερα χρόνια, όντας ανάμεσα στους πρώτους από τους συμφοιτητές της που πήραν το πτυχίο τους. «Και σήμερα αν σπούδαζα, Φιλοσοφική θα διάλεγα, αφού μου αρέσει πάρα πολύ η Ιστορία και η Λογοτεχνία όταν έχει ιστορικό υπόβαθρο», λέει για την τότε επιλογή της.
Στην Αθήνα γνωρίστηκε και με το σύζυγό της, Νίκο, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1968. Νοίκιασαν μια γκαρσονιέρα και άρχισαν την κοινή τους ζωή, ενώ στις 23 Αυγούστου του 1973 γεννήθηκε η κόρη τους, η Ευστρατία. Τέσσερις ημέρες μετά, ήρθε ο διορισμός της Βασιλικής για τη Χίο.
Με τη νεογέννητη κόρη της ταξίδεψε ως εκεί, προκειμένου να συμπληρώσει τα δικαιολογητικά της και να εξασφαλίσει άδεια λοχείας για 40 ημέρες. Καθώς ο σύζυγός της έπρεπε να παραμείνει στην Αθήνα ως υπάλληλος του ΟΤΕ, αναγκάστηκε να αφήσει, κλαίγοντας, την κόρη της στους γονείς της, στην Αγιάσο, και να τη στερηθεί για τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής της, αφού το σχολείο δούλευε και το Σάββατο και μπορούσε να επιστρέφει στη Λέσβο μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα. Το ίδιο έγινε και όταν ήρθε στον κόσμο ο γιος της, ο Γρηγόρης, δύο χρόνια μετά.
Η επιστροφή στη Λέσβο
Μετά τα τρία πρώτα χρόνια υπηρεσίας, ωστόσο, κατάφερε να πάρει την πολυπόθητη απόσπαση στο νησί της. Τοποθετήθηκε στο Γυμνάσιο του Μανταμάδου και μετά από λίγο καιρό ήρθε στη Μυτιλήνη, στο σημερινό 4ο Λύκειο, όπου και έμεινε για 17 ολόκληρα χρόνια.
Μιλώντας για τη δουλειά της και τους μαθητές της, δακρύζει. «Το σχολείο είναι ό,τι καλύτερο και δημιουργικό μπορεί να κάνει κανείς. Δεν υπάρχει πιο ωραίο επάγγελμα», λέει συγκινημένη. «Το αγαπούσα και το αγαπώ ακόμα, ποτέ δεν το είδα σα δουλειά, παρά σαν κάτι ιερό. Γι’ αυτό λέω ότι και τώρα αν ξανάρχιζα, αν ήμουν μαθήτρια λυκείου, πάλι εκπαιδευτικός θα ήθελα να γίνω.»
Η αγάπη της αυτή για την εκπαίδευση και το διάβασμα οδήγησε και την ίδια να συνεχίσει τις σπουδές της, έστω και σε μεγαλύτερη ηλικία. Το 1992, ακούγοντας ότι στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου πραγματοποιούνται μεταπτυχιακά προγράμματα με καθηγητές που είναι πολύ καλά καταρτισμένοι στην Ιστορία, αποφάσισε να ξεκινήσει μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας. Ήταν γι’ αυτήν ένα τελείως άγνωστο αντικείμενο, το οποίο όμως την ενδιέφερε πολύ και συνεχίζει να την ενδιαφέρει, αφού διαβάζει συνεχώς σχετικά βιβλία και κείμενα. Η τελική της εργασία αφορούσε το πώς αντιμετώπισε ο Λεσβιακός Τύπος την έλευση των προσφύγων της Μικράς Ασίας. «Δεν τους ήθελαν καθόλου τους πρόσφυγες», λέει. «Η αλήθεια είναι πως είχαν πέσει πολλοί και μαζεμένοι, και οι Μυτιληνιοί τούς έβλεπαν με περιφρονητική ματιά. Στη συνέχεια, όμως, συνέβαλαν πολύ στο ζωντάνεμα του νησιού και στην προκοπή της οικονομίας, αφού όπου πήγαν, ήταν δραστήριοι και δημιουργικοί άνθρωποι.»
Με τα παιδιά της, Ευστρατία και Γρηγόρη, στους Δελφούς (Απρίλιος 1986) (αριστερά). Η Βασιλική Κουρβανιού με τους γονείς της, σε φωτογραφία που τράβηξε ο γιος της, Γρηγόρης (δεξιά)
Τελειώνοντας τις σπουδές της, το 1994, της έγινε η πρόταση να αναλάβει την οργάνωση του Πολυκλαδικού Λυκείου που τότε επρόκειτο να δημιουργηθεί στη Λέσβο. Ο θεσμός ήταν καινούργιος, υπήρχαν ελάχιστα πολυκλαδικά στην Ελλάδα και στο νησί βρέθηκε η υπεύθυνη του εγχειρήματος, Ευαγγελία Καπετάνου, η οποία έπεισε τη Βασιλική Κουρβανιού να πάει μέχρι τη Νέα Φιλαδέλφεια της Αθήνας και να δει το πώς λειτουργούσε το εκεί Πολυκλαδικό. «Έμεινα με ανοιχτό το στόμα», θυμάται σήμερα η ίδια. «Ήταν ένα σχολείο που σε κάθε παιδί, ανάλογα με τις δυνατότητές του, του έδινε διέξοδο. Είδα όλα τα εργαστήρια και παρ’ όλο που είχα τους ενδοιασμούς μου, πείστηκα και αποφάσισα να το κάνω.»
Το Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Μυτιλήνης στεγάστηκε στο χώρο του σημερινού 5ου Λυκείου, από τον οποίο μόλις είχαν αποχωρήσει τα Τεχνικά Λύκεια της πόλης. Ο χώρος ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και στην αρχή αξιοποιήθηκαν μόνο λίγες τάξεις, ενώ στη συνέχεια άρχισε να επισκευάζεται και να στήνεται όλο και καλύτερα ως σχολείο, για να καταλήξει να έχει 550 μαθητές και μαθήτριες και 55 καθηγητές. Αναπτύχθηκε ένα μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων, που έδινε κίνητρα στα παιδιά και αξιοποιούσε τις δυνατότητες που είχε το καθένα τους, μέχρι το 1998 που, λόγω οικονομικών δυσκολιών, τελικά διαλύθηκε και μετατράπηκε σε 5ο Ενιαίο Λύκειο.
Ακόμη και ο ντόρος που είχε δημιουργηθεί σε πανελλαδικό επίπεδο, όταν η ίδια άνοιξε αίθουσες του Περιφερειακού Επιμορφωτικού Κέντρου (ΠΕΚ), στον επάνω όροφο του κτηρίου, προκειμένου να στεγαστούν οι μαθητές, με μηνύσεις προς το πρόσωπό της από τον τότε διευθυντή τού ΠΕΚ, Αριστείδη Κουτζαμάνη για «παράβαση καθήκοντος», κατηγορία από την οποία τελικά απαλλάχθηκε, δεν έχει αφήσει «άσχημη γεύση» στη Βασιλική Κουρβανιού. «Με τους μαθητές και τους συναδέλφους μου φτιάξαμε ένα σχολείο, στο οποίο είχαμε πιστέψει πάρα πολύ όλοι μας», λέει η ίδια. «Δουλέψαμε όλοι, το στήριξαν οι καθηγητές με πολλές ώρες εργασίας και όταν έκλεισε, στενοχωρηθήκαμε πολύ, αφού λέγαμε πως έτσι έπρεπε να είναι όλα τα σχολεία.»
Όσο για τη σχέση της με τους μαθητές της, η ίδια υποστηρίζει πως ήταν πάντα άριστη. «Ποτέ δεν τιμώρησα μαθητή και δεν είχα ποτέ πρόβλημα πειθαρχίας», λέει. «Οι μαθητές ήταν συνεργάτες μου. Και αν κάποιο παιδί ήταν λίγο πιο ζωηρό, του έλεγα να κάνει μια δουλειά του σχολείου ή της τάξης του, για να το κάνω πιο υπεύθυνο. Ενώ ο νόμος έλεγε να έχει το απουσιολόγιο ο καλύτερος μαθητής, εγώ το έδινα στον πιο άτακτο και έπαυε να είναι άτακτος. Υπάρχει τρόπος. Αν αγαπάς αυτό που κάνεις, μπορείς να βρεις τρόπο να το κάνεις σωστά. Και εγώ το αγαπούσα πολύ. Στο σπίτι μπορεί να επαναλαμβάνεται μια ίδια ρουτίνα. Στο σχολείο, όμως, τίποτα δεν είναι το ίδιο, ακόμη και η μια ώρα διαφέρει από την άλλη, αφού πρόκειται για άλλους μαθητές.»
Διευθύντρια στο Πολυκλαδικό Λύκειο Μυτιλήνης (αριστερά). Στην Αγία Παρασκευή, με τη συγγραφέα Πέπη Δαράκη (δεξιά)
Διευθύντρια Εκπαίδευσης και συνδικαλίστρια
Το 2002, η Βασιλική Κουρβανιού τοποθετήθηκε στη θέση της διευθύντριας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού. Η υπηρεσία στεγαζόταν τότε σε ένα τριαράκι, στην οδό Βουρνάζων 10, όπου το πρόβλημα χώρου ήταν μεγάλο. Καθώς ήξερε ότι ο όροφος πάνω από το 5ο Λύκειο ήταν άδειος και δε στεγαζόταν καμμία δραστηριότητα, εκτός από κάποια προγράμματα επιμόρφωσης των δασκάλων και των καθηγητών, αποφάσισε να δώσει τις αίθουσες στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Στην απόφασή της αυτή συνάντησε πολλά προβλήματα, η μεταφορά ωστόσο έγινε, με αποτελέσματα ευεργετικά για την υπηρεσία και τους εργαζόμενους σε αυτήν. «Το φτιάξαμε όπως έπρεπε να είναι μια διεύθυνση», λέει η ίδια. «Είναι ο χώρος, όπου απευθύνεται ο κάθε συνάδελφος κάποια στιγμή, και ο χώρος που είχαμε δε μας ταίριαζε.»
Η θητεία της σημαδεύτηκε και από τη χρονιά που, με δική της πρόταση, οι μαθήτριες της Μυτιλήνης παρέλασαν με τζιν παντελόνια. «Έβλεπα τα κορίτσια των Τεχνικών Λυκείων να φορούν γόβες στιλέτο και πολύ κοντά φορέματα. Βρέθηκα σε μια δοκιμαστική παρέλαση, τις είδα να προβληματίζονται για το τι θα φορέσουν, τους πρότεινα να βάλουν τζιν και το δέχτηκαν. Δεν επαναλήφθηκε αυτό, αφού δε θέλησαν να το κάνουν ξανά. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, η παρέλαση θα έπρεπε να καταργηθεί εντελώς. Είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που συνεχίζει τις παρελάσεις», λέει.
Το 2004, με την αλλαγή της κυβέρνησης και το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια της Νέας Δημοκρατίας, ήταν ανάμεσα στους διευθυντές εκπαίδευσης της χώρας που έφυγαν από τη θέση τους εν μία νυκτί, έχοντας συμπληρώσει η ίδια μόνο το μισό χρόνο υπηρεσίας. Καθώς όλα τα χρόνια υπηρεσίας της δεν ήταν αρκετά για να βγει στη σύνταξη και λόγω του ότι δεν είχε άλλα εισοδήματα ή έσοδα, συνέχισε ως καθηγήτρια στο 5ο Λύκειο προκειμένου να συμπληρώσει την 35ετία. Το 2008, πλήρης ημερών στη θητεία της ως εκπαιδευτικού, η Βασιλική Κουρβανιού βγήκε στη σύνταξη.
«Είχα την ευτυχία ως διευθύντρια Δευτεροβάθμια να έχω εξαιρετικούς συναδέλφους. Υπήρχαν διοικητικές υπάλληλοι, γυναίκες, εξαιρετικές, πολύ εχέμυθες και διακριτικές. Σαν άμεσο συνεργάτη είχα επιλέξει το Μάκη Ελευθερίου, το μαθηματικό, ο οποίος έκανε πολλή δουλειά στη Διεύθυνση. Με όλους είχαμε πολύ καλή συνεργασία, υπολογίζω πολύ στην εκτίμησή τους. Θα ήμουν πολύ δυστυχής αν με συναντούσαν και δε με χαιρετούσαν επειδή θα τους είχα στριμώξει σα διευθύντρια.», λέει για εκείνα τα χρόνια. Οι καλές σχέσεις και η εκτίμηση που έτρεφε για τους συναδέλφους της, ενισχύθηκαν και από τα χρόνια που διετέλεσε συνδικαλίστρια, τόσο στα διοικητικά συμβούλια της ΕΛΜΕ, με την ΠΑΣΚ, όσο και στη Νομαρχιακή Επιτροπή τού ΠΑΣΟΚ.
Με το μαέστρο της χορωδίας «Νίκος Σκαλκώτας», Γιώργο Παζαΐτη, το σύζυγό της και την Όλγα Ταπανλή, σε ταξίδι της χορωδίας στη Σαγκάη (Ιούλιος 2010) (αριστερά). Διάλεξη για τη Σαπφώ στην 98 ΑΔΤΕ (δεξιά)
Τα χρόνια της σύνταξης
Σήμερα, έχοντας πια συμπληρώσει ήδη τρία χρόνια ως συνταξιούχος, η Βασιλική Κουρβανιού συνεχίζει ασταμάτητα το διάβασμα, ασχολείται με τη μικρή της εγγονή, που έχει πάρει το όνομά της, και συμμετέχει ως μέλος στη χορωδία «Νίκος Σκαλκώτας», που για την ίδια είναι μια πολύ ευχάριστη δραστηριότητα, αφού της θυμίζει τη μουσική που έπαιζε ο πατέρας της και τη φέρνει σε επαφή με ανθρώπους της ηλικίας της, «χωρίς αντιπαραθέσεις, όπως ο συνδικαλισμός…». Επιπλέον, μαζί με συναδέλφους της έχει εκδώσει το βιβλίο «Ιστορία της Λέσβου», έχοντας επιμεληθεί το κομμάτι της Βυζαντινής Ιστορίας του νησιού, ενώ μόνη της έχει γράψει τα «Ιστορικά της Αγιάσου».
Για τα χρόνια της συνδικαλιστικής της δράσης, νιώθει και περήφανη και απογοητευμένη. «Είχαμε μεγάλο ενθουσιασμό και πιστεύαμε πολύ στο ότι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε κάτι. Τώρα, είμαι… κοψοχέρα. Στενοχωριέμαι και λυπάμαι που έχω χάσει πάρα πολύ χρόνο για πράγματα στα οποία ελπίζαμε», λέει. «Δε φτάνει μόνο ο ενθουσιασμός, όμως, χρειάζεται και λογική και πιο τετράγωνο μέτρημα, όλων των πραγμάτων. Στη δεκαετία τού ’80 είχα πέσει με τα… μούτρα στο συνδικαλισμό, ήμουν πρόεδρος σε διάφορους φορείς, είχα αφήσει τα παιδιά μου στον άντρα μου, έτρεχα, νόμιζα ότι κάτι κάνω, ότι θα αλλάξει κάτι, ότι θα γίνει η κοινωνία πιο δίκαιη και καλή. Τώρα, βλέπω ότι πολλά ήταν μάταια. Αλλά ήταν και σύμφυτο με την ηλικία. Ήταν μια καλή εμπειρία και μια δική μου ανωριμότητα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα είχαν τέτοια εξέλιξη τα πράγματα. Πιστεύω ότι οι δάσκαλοι είναι όλοι αιθεροβάμονες τελικά και δίνονται με αυταπάρνηση και αυτοθυσία. Όπως στο σχολείο, που ξεκινάς και στο τέλος του χρόνου βλέπεις αποτέλεσμα, έτσι νομίζεις πως θα γίνει και στην κοινωνία. Δεν είναι όμως έτσι.
Πριν λίγα χρόνια με την εγγονή της, Βασιλική, που σήμερα είναι μαθήτρια δημοτικού
Υπάρχει ένα πολύ ωραίο τραγούδι του Χατζιδάκι, ο “Κεμάλ”, που λέει: “με φωτιά και με μαχαίρι, πάντα ο κόσμος προχωρεί”. Ίσως προσθέσαμε ένα μικρό λιθαράκι, αλλά θα θέλαμε να έχουν εξελιχθεί τα πράγματα πιο καλά. Βλέπω μαθητές μου παλιούς, με πολλά πτυχία, να ψάχνουν να φύγουν στο εξωτερικό. Αυτό το κεφάλαιο το πνευματικό, που είναι το κεφάλαιο της Ελλάδας. Αν φύγουν, τι θα μείνουμε, εμείς οι συνταξιούχοι; Είμαι πολύ απογοητευμένη και στενοχωρημένη με το τι μέλλον προετοίμασε η δική μας γενιά για τους νέους…»
Δακρύζει και πάλι όσο περιγράφει τη σημερινή κατάσταση της εκπαίδευσης. «Λυπάμαι μέχρι δακρύων, που βλέπω να γίνονται περικοπές στις εκπαιδευτικές δαπάνες. Η εγγονή μου δεν έχει βιβλία, κάνουν μάθημα με φωτοτυπίες. Το βιβλίο πρέπει να το πιάσεις, να το μυρίσεις… Νομίζω πως ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, είναι να υποβαθμιστεί η εκπαίδευση. Γι’ αυτό είναι αγριεμένα τα παιδιά. Θέλουν βιβλία, ωραία σχολεία, καθηγητές με όρεξη. Τα παιδιά είναι οι καλύτεροι αξιολογητές. Με το που θα μπεις την πρώτη μέρα στην τάξη και σε κοιτάξουν, έχεις πάρει το βαθμό σου. Δίνεις κάτι και στο δίνουν πίσω δεκαπλάσιο. Λίγο να τα πλησιάσεις, τα κέρδισες. Σημασία έχει η κοινωνικοποίηση, η ζεστασιά που μπορεί κανείς να δώσει. Νιώθω τυχερή και ευτυχής που βλέπω ότι μαθητές μου που είχα πριν από πάρα πολλά χρόνια, με χαιρετάνε και με θυμούνται ακόμη. Θεωρώ ότι η καλύτερη ανταμοιβή για ένα δάσκαλο είναι αυτή. Να σου λένε “καλημέρα” οι μαθητές σου. Έτσι αναγνωρίζουν ότι κάτι μπορεί να τους έδωσες από την ψυχή σου…»