Έβλεπα όνειρο, λέει πως ήμουνα σε καταφύγιο αντιπυρηνικό κι έπεφταν βόμβες με έναν παράξενο ρυθμό. Λες κι είχανε βάλει χρονοδιακόπτη ή πως κάποιος τις βάσταγε, σαν το Δία με τα αστραπόβροντα παραμάσκαλα να διαφεντεύει και να τιμωρεί τους αθρώπους.
Γυρνώ, κοιτάζω, χάνομαι,
απόβρασμα πιθήκων.
Στάχτη στη λάβα θα γενεί
ο κόσμος να αλλάξει.
Έβλεπα όνειρο, λέει πως ήμουνα σε καταφύγιο αντιπυρηνικό κι έπεφταν βόμβες με έναν παράξενο ρυθμό. Λες κι είχανε βάλει χρονοδιακόπτη ή πως κάποιος τις βάσταγε, σαν το Δία με τα αστραπόβροντα παραμάσκαλα να διαφεντεύει και να τιμωρεί τους αθρώπους ή έστω σαν ένα γελαστό αχαμνόπαιδο με πομφόλυγες να τις εκτοξεύει, να βρέχεται από ανικανότητα κι όμως να πασκίζει να τιμωρήσει τους ανυπότακτους υπηκόους του επειδή ο ίδιος τους έριξε στο βάλτο. Κάτι τέτοιο. Κι οι οβίδες όλο πλησιάζανε. Κουκουλώθηκα, λέει, έβαλα πανωκέφαλα το μαξιλάρι μην πονάνε τα αυτιά μου και γύρισα λαγόνι. Θυμήθηκα μάλιστα πως την προηγουμένη είχα πολύ δουλειά, και πήγα στο κρεβάτι περασμένες τέσσερις την αυγή. Κι έπρεπε να κοιμηθώ. Μια καινούργια μέρα με σαΐτες να με τρυπάνε περίμενε.
Κι ο βομβαρδισμός δεν έλεγε να πάψει μηδέ και να αλλάξει ρυθμό. Περιπλανήθηκα ανάμεσα δυο κόσμους, τον ονειρικό κι υποσυνείδητο που μας φέρνει συχνά σε πελάγη ευτυχίας και τον πραγματικό με τα πύρινα σύννεφα και την πρόσφατη αντάρα που μας κλέβει το οξυγόνο. Από τον πρώτο, με το που θ’ ανοίξουμε τα μάτια απαγκιστρωνόμαστε και μετά τον αναζητούμε ή όχι. Από το δεύτερο, το σκληρό και βάρβαρο, δεν μπορούμε να απαλλαγούμε κι όλο μας περισφίγγει. Χωρίς σωτηρία. Γιατί έχουμε να κάνουμε με αρπαχτικά. Με ανθρώπους.
Όμως τούτη τη φορά ο εφιάλτης ο ονειρικός μ’ ανάγκασε να πετάξω την κουβέρτα και να ψάχνω για αλεξίσφαιρα γιλέκα και κράνος, αφού ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν.
- Είμαστε από ΔΕΗ. Κάνουμε έλεγχος κολώνες. Ήρταμε και χτε να βλέπουμε κολώνα, δεν είσαι εντώ, είπε ένας μαυριδερός νέος με την αξίνα στο χέρι, έτοιμος να ρίξει την επόμενη οβίδα ένα μέτρο από το παραθύρι μου.
Ήτανε κι άλλος ένας δίπλα που κοιτούσε. Επιτηρητής. Κάτι σαν τους βαρβάρους που μας κουβαλήσανε να καθοδηγούν τα πιόνια στη σκακιέρα που στήσανε στην πλάτη μας.
Σφουγγίξανε σε λίγο προσποιητά τον ιδρώ τους, ήμπανε στο φορτηγάκι.
- Αύριο πάλι να σπάει Αχμέτ τσιμέντο, είπε ο μαυριδερός σε άπταιστα ελληνικά και φύγανε.
Ξημερώματα, πάλι εφιάλτης, με οπλοπολυβόλα να γκρεμίσουν θέλανε το καταφύγιό μου.
Πετάχτηκα, ήταν ο ίδιος με ένα τεράστιο κομπρεσέρ να καταχτυπιέται μαζί του.
- Είναι δυνατός το τσιμέντο, θα ‘ρθούμε πάλι αύριο, είπε μόλις με είδε με πρησμένα τα μάτια και φύγανε. Κι οι δυο μαζί. Αν ήντουσαν τρεις θα έλεγα πως είναι η τρόικα, καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται.
Άμε-έλα που λέτε, κάθε μέρα ταξίδια, συμβούλια, κομπρεσέρ, φορτηγά και σκαπέτια… σε μια βδομάδα δόξασα το Θεό που τελέψανε και θα κοιμόμουν ήσυχος.
Αμ, δεε. Ο επόμενος εφιάλτης μού θύμισε Καντάφι, τανκς και ελικόπτερα.
Πετάχτηκα έντρομος, ξεμαλλιασμένος, βρέθηκα αντιμέτωπος μια μπετονιέρα που είχε ξεχαρβαλώσει το τοιχαλάκι δίπλα και την ψησταριά που βάνουμε το πήλινο τσικάλι για κουκιά φάβα.
- Θα ρίξουμε το τσιμέντο γιατί είσαι καλό τζιβαέρι, είπε πάλι ο μαυριδερός κι έριξε μια μούντζα στη κοιλιά του. Ινδουιστής πρέπει να ήτανε, και συνέχισε. Εγκώ πολλά λεφτά από Ελλάντα. Ντουλεύω λίγο, μου δίνει πολλά ευρώ φάνε παιδιά μου. Καινούργιο πατρίδα εντώ, πολύ καλό. Κανένας ντε βλέπει εμένα, πολλά μέρες βόλτα μαζί άλλος εργκάτης ντικό σου σπίτι, πληρώνει κορόιντο αφεντικό Ελλάδα.
Μη σας κουράζω κι ανεβαίνει η πίεση, με δυο εργάτες, με ένα φορτηγό, μια μπετονιέρα, κομπρεσέρ δύο, δέκα μέρες πήγαινε - έλα 60 χιλιόμετρα, εκτός έδρας εντός κι επί τα αυτά, ανοίξανε ένα λακκουβάκι ίσαμε μισό μέτρο γύρω στην κολώνα, περάσανε ένα ειδικό πλαστικό και γεμίσανε το λακκουβάκι ξανά τσιμέντο, αφήνοντας τα κουκιά άψητα γιατί πρέπει να σάξω καινούργιο πυρομάχι.
Αυτά τα λίγα λοιπόν, απλά και χωρίς σχόλια.
Το σχόλιο το έκανε ετούτος ο μαυριδερός από Πακιστάν σαν αποτέλειωσε το θεάρεστο έργο του.
-Κύριος Γιώργκη, οι ντικοί σας εργάτης ντε δουλεύουν. Από κράτος τρώνε ανεργία. Εγκώ έχω τρία παιδιά και μάνα να φάνε. Πρέπει σκάβω. Όχι σκάψει, όχι φαΐ. Τα λεφτά ντεν έρχονται από μοναχά τους. Κατάλαβες κύριος;
- Κατάλαβα, κύριος Αχμέτ.
Οι από πάνω εθνοπατέρες μας της ασυδοσίας κι οι από δίπλα πληβείοι της ανεργίας και της οκνηρίας το καταλάβανε άραγες;