Πάντα ο νους μου γυρόφερνε στη Βασιλεύουσα, την Πόλη την Επτάλοφο και την κοιτίδα πολιτισμού Ελληνισμού και Χριστιανοσύνης, ερχόντουσαν στ’ αυτιά μου ήχοι από σήμαντρα να με καλούν και θωρούσα αστραφτερές δέσμες φωτός να με τυλίγουν κι ανήμπορο να με σέρνουν.
Πάντα ο νους μου γυρόφερνε στη Βασιλεύουσα, την Πόλη την Επτάλοφο και την κοιτίδα πολιτισμού Ελληνισμού και Χριστιανοσύνης, ερχόντουσαν στ’ αυτιά μου ήχοι από σήμαντρα να με καλούν και θωρούσα αστραφτερές δέσμες φωτός να με τυλίγουν κι ανήμπορο να με σέρνουν, μα ευτύς ερχότανε απ’ τους μιναρέδες δίπλα στην Αγιά Σοφιά βάρβαρο το κάλεσμα προς τους οπαδούς του Ισλάμ για προσευχή κι ο ανεμοστρόβιλος με σβούριζε, με κρατούσε στον τόπο μου τον πονεμένο, μέχρι που βρέθηκα επροψές μηδαμινός, εμπρός το υπέρτατο πόθημα να προσκυνήσω των προγόνων μου τα όνειρα, τα επιτεύγματα και τις συμφορές.
Και το μικρό πλεούμενο με έβγαλε στην αντίπερα της Μυτιλήνης όχθη, στο Αϊβαλί της Μικρασίας.
Είδα με της ψυχής τα μάτια αρμάδες τους Χριστιανούς να στριμώχνονται στα παράλια και να πασκίζουν να βρεθούν σε κάποιο πλεούμενο να βγούνε στης μάνας γης τα καματερά χώματα.
Κι ανάξιος απόγονός τους, σε ένα όχημα μέσα μαζί με 45 ακόμα συνανθρώπους μας, διαφορετικούς μα ίσους, αφού ένας ήταν ο σκοπός όλων μας, φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη.
Πηγαίναμε κι αφουγκραζόμουνα τον πόνο των Ελλήνων σαν αφήνανε το βιος, τα πλούτη και τη ζωή τους για να βρεθούν, όσοι ήταν τυχεροί, άστεγοι και πρόσφυγες σε μητρικό έδαφος φιλόξενο.
Περάσαμε απ’ την Κερκόπορτα μπροστά, εκεί που παραδόθηκε η Πόλη κι έπεσε μαχόμενος ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και δάκρυσα και πόνεσα σαν ήρθε η ώρα να περιμένω στη σειρά, κόσμος μιλιούνια, να μπω στην Αγιά Σοφιά, να τρέμουν τα πόδια μου και να θαυμάζω την αρχιτεκτονική με τον τεράστιο τρούλο, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τον μυθικό πλούτο, όσα σώζονται. Προβάλανε ζωντανές οι θαματουργές εικόνες που οι πιο πολλές έχουνε χαθεί, συμμετείχα ταπεινά στις ολόνυχτες τότε λειτουργιές κι οπτασία έφερνε εμπρός μου τα θάματα που γενήκανε σαν πλημμύριζε Χριστιανούς ο ναός. Στράφηκα προς τα όξω και κόμπος σφιχτήκανε τα σπλάχνα μου σαν είδα τους τέσσερεις μιναρέδες να την περιστοιχίζουν! Είχε μετατραπεί, λέει, σε τζαμί από τους Τούρκους. Απάλυνε λίγο ο πόνος σα σκέφτηκα πως τουλάχιστον ο
Ατατούρκ την μετέτρεψε σε μουσείο και κόσμος πολύς απ’ όλη την οικουμένη έρχονται, άλλοι να τη θαυμάσουν κι άλλοι να προσκυνήσουν.
Σκληρό τότες ήρθε το τρύπημα στο νου μου, άραγες, εμείς οι γηγενείς με τους κυβερνώντες μας, φροντίζουμε τόσο καλά τα μνημεία τα δικά μας, εδώ στον τόπο μας; Και τα αξιοποιούμε; Τα προβάλλουμε; Πληρώνουν οι επισκέπτες να τα δούνε;
Θαλασσινός όμως αγέρας φύσηξε, τις μνήμες απάλυνε και τις αισθήσεις δικαίωσε για τον ερχομό μου εδώ όταν το μικρό σκάφος σε μια επονομαζόμενη κρουαζιέρα μάς γυρόφερε στα χιλιοτραγουδημένα στενά του Βοσπόρου με τις ανεπανάληπτες φυσικές καλλονές και τα πανάκριβα κτίσματα. Ένα δέος με κατέλαβε σαν φτάσαμε ως το στόμιο της Μαύρης Θάλασσας με μύθους κι ανεξήγητες δυνάμεις να την κατακλύζουν και τα τεράστια σκάφη να μπαίνουν τις πρωινές ώρες και πάλι να βγαίνουν απόγεμα.
Κι υστερνά, ένα αλλιώτικο κύμα χλιδής και πλούτου τούτη τη φορά μας παρέσυρε σα βλέπαμε τον αμύθητο πλούτο στα παλάτια των Σουλτάνων, με παράδειγμα φωναχτό του Ντολμά Μπαχτσέ το ανάκτορο, με τα 285 δωμάτια, τις 43 μεγάλες αίθουσες και τα 1.427 παραθύρια, με τα 4,5 στρέμματα χειροποίητα χαλιά, τους 14 τόνους χρυσό και 40 τόνους ασήμι που χρειάστηκαν για την εσωτερική του διακόσμηση.
Ξανά, όμως, εμπειρίες και συναισθήματα αλλάξανε σα μας αρπάξανε τα Πριγκιποννήσια με τους Σουλτάνους που χρειάστηκε να εξοριστούν εκεί, με την διατήρησή τους στην αμόλυντη αρχική τους φυσική ομορφιά, χωρίς να επιτρέπονται αυτοκίνητα κι άλλα μηχανοκίνητα μέσα και τις μετακινήσεις μας να γίνονται με τις γραφικές άμαξες που σέρνουνε δυο άλογα. Θαυμάσαμε της φύσης τα παιγνιδίσματα, την ηρεμία που επικρατεί και τις αναρίθμητες ταβέρνες με φρέσκα απ’ του Μαρμαρά τη θάλασσα βγαλμένα ψάρια και καταλήξαμε με το πλεούμενο, στο δεύτερο Πριγκιποννήσι και στην ξακουστή Θεολογική Σχολή της Χάλκης στο λόφο επάνω, που έβγαλε πολλούς φωτισμένους ποιμενάρχες όπως τον σημερινό μας Οικουμενικό Πατριάρχη
Βαρθολομαίο. Μπήκαμε στις αίθουσές της που άδειες εδώ και 39 χρόνια περιμένουν θλιμμένες να ξαναγίνει πραγματικότητα το όνειρο κι η ευχή όλων μας, να γιομίσουν πάλι μαθητές που θα στηρίξουν την Ορθοδοξία.
Πολλές οι συγκινήσεις, φίλοι μου αγαπημένοι, κι οι εναλλαγές απρόσμενες σε σκέψεις και λογισμούς, που δε γίνεται να γραφτούν σε τόσο λίγο χώρο, κι αυθόρμητα επισφραγίζονται με τον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, τις θαυματουργές εικόνες και τα ιερά λείψανα των Αγίων που είναι φυλαγμένα εκεί μέσα και με την απλότητα, τον ιερό πλούτο και το μεγαλείο τού, εδώ στο Φανάρι, Πατριαρχείου μας.
Κι ήταν τούτο το ταξίδι μου ταπεινό προσκύνημα και κατάθεση ψυχής μου, χρέους και σεβασμού προς τους γεννήτορές μου ευρύτερα.
Γιώργος Καμβυσέλλης
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.