Το δίχρονο αγόρι, με τρομαγμένο θαυμασμό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, άρπαξε τα πόδια του παππού του ζητώντας προστασία, μη χάνοντας ούτε στιγμή απ’ τα μάτια του τα άλογα, που με τους καβαλάρηδές τους περνούσαν μπροστά του, διαγράφοντας περίπου χορευτικές φιγούρες.
Το δίχρονο αγόρι, με τρομαγμένο θαυμασμό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, άρπαξε τα πόδια του παππού του ζητώντας προστασία, μη χάνοντας ούτε στιγμή απ’ τα μάτια του τα άλογα, που με τους καβαλάρηδές τους περνούσαν μπροστά του, διαγράφοντας περίπου χορευτικές φιγούρες.
Τα παρακολούθησε, ώσπου χάθηκαν στη στροφή του καλντεριμιού κι ύστερα μίλησε.
- Παππού, άλογα μαγάλα, είπε.
Είχε έρθει απ’ την πόλη να δει τον παππού του και να περάσει λίγες μέρες στην εξοχή. Άνοιξη γεμάτη, λίγες μέρες πριν τη Πρωτομαγιά, κι εκείνος το πήρε στο πανηγύρι της Κρυφτής. Έτσι λένε την Παναγιά, που γιορτάζει κάθε Δευτέρα μετά του Θωμά, χωρίς αυτό να είναι γραμμένο σε κανένα εορτολόγιο και σε κανένα ημερολόγιο. Όμως η γιορτή ζει χρόνια τώρα, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, αλλά κι από πιο παλιά, όπως του ‘λεγε ο πατέρας του.
Κρυφτή ήταν η Παναγιά τα παλιότερα χρόνια, όταν στην κόγχη ανεμοδαρμένου βράχου, στο βάθος ενός όρμου ανάμεσα Μελίντα και Δρώτα, φώλιαζε μια εικόνα της βρεφοκρατούσας μ’ ένα αυτοσχέδιο μανάλι για ν’ ανάβουν τα κεριά οι περαστικοί προσκυνητές. Με τα χρόνια όμως, οι «ευσεβείς» και οι παπάδες της περιοχής, χτίζοντας λίγο-λίγο, τη μεγάλωσαν καθιστώντας τη φανερή. Χωρίς να σεβασθούν ούτε την παράδοση, που θέλει μια κοπέλα κυνηγημένη απ’ τους Τούρκους να βρίσκει ασφαλές καταφύγιο σ’ αυτήν την κόγχη, που δεν την έπιανε ανθρώπου μάτι κι αργότερα φιλοξένησε την Παναγιά.
Ολογυρίς το χρόνο η Κρυφτή, λουσμένη στη θάλασσα και τον ήλιο, στέκεται εκεί και λιβανίζεται θαρρείς, από τους πυκνούς ατμούς των δυνατών θερμοπηγών, που λίγα μέτρα μακριά της ρίχνουν τα καυτά νερά τους στη θάλασσα, γλυκαίνοντας την αρμύρα αλλά και την κρυάδα του θαλασσινού νερού. Όλο το χρόνο μοναχή, αλλά τη Δευτέρα του Θωμά δεν περισσεύει πόντος στο λίγο χώμα και τα μάρμαρα που την περιβάλλουν. Όλο το Παλιοχώρι βρίσκεται εκεί να τιμήσει την Κρυφτή του, που ένας παπάς στην κομπορρημοσύνη και την αγραμματοσύνη του, τη μετονόμασε ελληνοπρεπώς σε «Κρυπτή». Κλειστά τα μαγαζιά, κανένα παιδί στο σχολείο κι όλοι μαζί, με κάθε είδους υποζύγιο, που τώρα τα έχουν αντικαταστήσει τα αυτοκίνητα, τρέχουν στη χάρη της. Κι απ’ το Πλωμάρι με καΐκια, αφού ευτυχώς δεν την πάτησε ακόμα δρόμος αμαξιτός, πηγαίνουν ν’ ανάψουν το κερί τους.
Κι ας πνίγηκαν τότε το 1957 τρεις προσκυνητές, όταν η γκαζολίνα που τους μετέφερε αναποδογύρισε απ’ το πολύ το βάρος.
«Σνια, σνια», ο ένας πίσω απ’ τον άλλον δηλαδή, οδηγούνται οι πανηγυριώτες στην Κρυφτή, απ’ τη στεριά, κατεβαίνοντας ένα ολόκληρο βουνό με τα πόδια ή καβάλα στ’ άλογά τους οι νέοι, με τις μαντήλες στο κεφάλι και τα φαρδιά ζωνάρια στη μέση, κι από τη θάλασσα ν’ ακούσουν, τρόπος του λέγειν, τη λειτουργία. Κι αμέσως μετά, πριν να το καταλάβεις, ανάβει το γλέντι στη Μελίντα με μουσικές και χορούς και γενναία ουζοκατάνυξη που διαρκεί ως αργά το απόγευμα και το βράδυ μεταφέρεται στην πλατεία του Παλιοχωριού. Εκεί να δεις χορό, τσαλίμια και τσακίσματα, να μην προλαβαίνει η κομπανία να πάρει ανάσα. Με αριθμούς προτεραιότητας οι παρέες πιάνουνε την πίστα, για ν’ αποφεύγονται οι καβγάδες και πιο παλιά τα μαχαιρώματα. Κι απάνω στο πολύ μεθύσι, οι παλικαράδες, οι ασίκηδες, τραβούσαν το μαχαίρι και το μπήγανε στη γάμπα τους, συνεχίζοντας το χορό. «Ανάλιες» τις έλεγαν, που εμείς δεν τις προλάβαμε, αλλά μας βεβαίωνε γι’ αυτό η παράδοση αλλά κι ο περίφημος Γιάννης Καματερός, που αράδιαζε ιστορίες, κάνοντας σύγχυση τις περισσότερες φορές της αλήθειας με το παραμύθι.
«Ξύλα» και «μπάλος», και «μπαμ» και «απτάλικος» και «καρσιλαμάς» και «ανιγκασκός», συνέχεια και πάλι από την αρχή για να χορέψουν όλοι, κι αυτοί που μένουν στο χωριό, κι αυτοί που ήρθαν ειδικά από την Αθήνα, τη Μυτιλήνη, κι από την Αυστραλία να μη σου πω. Εκεί να δεις κατοχρονίτες γέροντες, αδέλφια που είχαν να σμίξουν χρόνια, να καμαρώσεις γιαγιά και εγγονό να κατακτούν την πίστα και τις καρδιές των πανηγυριστών. Όλοι χορεύουν και γλεντούν αυτήν τη μέρα, αφήνοντας κατά μέρος το παράπονο πως οι δήμαρχοι στο Πλωμάρι δεν έχουν καταλάβει ακόμα πως η Κρυφτή είναι η ψυχή τους. Ακόμα και τ’ άλογα παίρνουν μέρος στο πανηγύρι, μεταφέροντας τα αφεντικά τους από καφενείο σε καφενείο, για να κεραστούν, πάντοτε καβάλα. Λίγο πιο παλιά, οι καβαλάρηδες έδιναν και στ’ άλογά τους κανά ποτήρι ρακί, αλλά ύστερα το είπαν βάρβαρο το έθιμο και το ‘κοψαν.
Εκεί στο πανηγύρι της Άνοιξης, είδε ο δίχρονος μικρός τα «μαγάλα άλογα» να χορεύουν με τους περήφανους καβαλάρηδες στις σέλλες τους, με τις μαντήλες τους ν’ ανεμίζουν στον αέρα και θαύμασε, και τα κατάπληκτα μάτια του φωτογράφισαν τις ανεπανάληπτες σκηνές κι έλεγε και ξανάλεγε «παππού, μαγάλα άλογα», γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να εκφράσει τη χαρά, που ένιωσε η καρδούλα του.
27.4.2009