Ο π. Αθανάσιος Γιουσμάς, ο ιερέας του ναού του Αγίου Θεράποντα, που υπηρετεί πιστά το λειτούργημα του τα τελευταία 31 χρόνια στη Μυτιλήνη, μιλά στο «Ε» για τα παιδικά του χρόνια, τις σπουδές και το έργο του.
«Όταν η μητέρα του πατέρα μου, στα Μοσχονήσια, άκουσε ότι διώχνονται οι Έλληνες από τη Μικρασία, άρπαξε μια εικόνα που είχε στο σπίτι της και έτρεξε κατ’ ευθείαν στο λιμάνι, μήπως βρει κάποια βάρκα για να τη μεταφέρει απέναντι και να σωθεί. Μόνο όταν τη βρήκε εκεί η μάνα της και τη ρώτησε πού είναι το παιδί της, συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει τον πατέρα μου, βρέφος ακόμη, στην κούνια του…» Από τη γιαγιά του αυτή, που πιο πολύ ανησυχούσε να σώσει τη θρησκευτική εικόνα αντί για το ίδιο της το παιδί, φαίνεται πως έχει πάρει μάλλον ο π. Αθανάσιος Γιουσμάς τα γονίδια, που τον οδήγησαν στο λειτούργημα που υπηρετεί πιστά τα τελευταία 31 χρόνια στη Μυτιλήνη.
Αυτό υποστηρίζει και ο ίδιος. Γεννήθηκε το 1957 στα Μιστεγνά, τον τόπο καταγωγής της μητέρας του. Ο πατέρας του έφτασε τελικά σώος στη Λέσβο κατά τη διάρκεια του Α΄ Διωγμού, σε ηλικία 11 μόλις μηνών. Τρία παιδιά έκανε η οικογένεια του π. Γιουσμά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Όταν παντρεύτηκε η αδελφή του, ο ίδιος ήταν στην Α΄ δημοτικού. Οι γονείς του της παραχώρησαν το σπίτι που είχαν στη Μυτιλήνη και η υπόλοιπη οικογένεια επέστρεψε στα Μιστεγνά. Ο μικρός Θανάσης πήγε έτσι σχολείο μέχρι και τη Β΄ γυμνασίου στα Πάμφιλα, το Σχολείο στο οποίο αργότερα επρόκειτο να ξαναγυρίσει, ως καθηγητής πλέον, και όπου παραμένει μέχρι και σήμερα.
Από μικρός, αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να παριστάνει τον παπά. Η μάνα του ήταν μοδίστρα και είχε φροντίσει να του ράψει ράσα στα μέτρα του, και ο ίδιος δεν άφηνε την ευκαιρία να χαθεί και να μπει στο ρόλο του κάθε φορά που έρχονταν φίλες της μάνας του για καφέ. «Ποτέ δε μου άρεσαν τα χωράφια και οι άλλες χειρωνακτικές δουλειές, ούτε τώρα μου αρέσουν, πάντα προτιμούσα το διάβασμα», λέει ο ίδιος. «Ο πατέρας μου μού έλεγε “ρε μικρέ, η ζωή δεν είναι μόνο διάβασμα, θέλει και δουλειά στο χωράφι”, αλλά εγώ δεν ήθελα.» Όταν στην Α΄ δημοτικού η δασκάλα τούς ρώτησε τι θέλουν να γίνουν όταν μεγαλώσουν, την απάντηση του γιου του «εγώ θα γίνω παπάς», ο πατέρας του δεν την πήρε στα σοβαρά. «Μέχρι να μεγαλώσει, θα αλλάξει πολλές γνώμες», έλεγε. «Και μάλλον δεν το ήθελε και πολύ», λέει ο π. Αθανάσιος. «Όμως, παρ’ όλο που ήταν αγράμματος, ήταν άνθρωπος που μας άφηνε ελεύθερους να αποφασίσουμε κι έτσι ποτέ δε μας πίεσε. Και εγώ συνέχισα να θέλω το ίδιο, με τη διαφορά πως όταν έφτασα πια στο γυμνάσιο, κατάλαβα πλέον πως με αυτά τα πράγματα δεν παίζουμε, τα σεβόμαστε.»
Ο π. Αθανάσιος Γιουσμάς, σήμερα, μπροστά από τον Άγιο Θεράποντα (αριστερά). Η χειροτονία του στον Άγιο Θεράποντα (δεξιά)
Τα πρώτα βήματα, των σπουδών
«Για να γίνεις ιερέας λένε πως θα πρέπει να έχεις την κλίση και την κλήση. Να σε τραβάει κάτι προς τα εκεί, δηλαδή, και να σε έχει καλέσει ο ίδιος ο Θεός. Εγώ ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έφτασα εδώ, δε θεωρούσα πως έχω κάτι ιδιαίτερο για να τοποθετηθώ εδώ που τοποθετήθηκα, δεν είχα κάτι, να μ’ επιλέξει ο Θεός.» Φαίνεται, όμως, πως είχε την κλίση, για την οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό ο παπάς των Μιστεγνών, ο π. Κλεόπας Κουμίδης, που τον είχε εμπνεύσει από μικρό παιδί. «Περνούσε χρόνο μαζί μου, με άφηνε να μπω στο Ιερό. Ήταν μια σεβάσμια μορφή και όλοι τού είχαν μεγάλη εκτίμηση», θυμάται ο π. Αθανάσιος.
Πιστός στη χρόνια επιθυμία του, μετά τη Β΄ γυμνασίου φεύγει για την Επτατάξια Εκκλησιαστική Σχολή της Τήνου. Όσο φοιτούσε εκεί, άρχισε να νιώθει έντονα την ανάγκη της κατήχησης. Ξεκίνησε να κάνει κατήχηση σε παιδιά δημοτικού και σε συμμαθητές του, στα χωριά Μουντάδο και Φαλατάδο. Εκεί κήρυξε για πρώτη φορά στην εκκλησία, αφού η λειτουργία δε συνοδευόταν από κήρυγμα και του έμοιαζε σαν… «φαγητό χωρίς αλάτι». Το ξεκίνησε έτσι ο ίδιος, έχοντας ετοιμάσει ένα κείμενο πάνω στο Αποστολικό Ανάγνωσμα κρυφά από τους καθηγητές του, το οποίο ζήτησε από τον ιερέα να το διαβάσει την Κυριακή της Απόκρεω. Αντίποινα ευτυχώς δεν υπήρξαν, αφού ο διευθυντής της Σχολής τού ζήτησε την άλλη μέρα να ακούσει το κήρυγμα που ο ίδιος ο μαθητής του είχε ηχογραφήσει και, αφού του άρεσε αυτό που άκουσε, του επέτρεψε να το επαναλάβει.
Με παιδιά δημοτικού στην προκυμαία της Μυτιλήνης (αριστερά). Με τα μεγαλύτερα παιδιά της Κατηχητικής Συντροφιάς Παίδων, μπροστά από τον Άγιο Θεράποντα (δεξιά)
Αποφοιτώντας από τη Σχολή της Τήνου και θέλοντας να συνεχίσει τις σπουδές του, το 1975 μπαίνει στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας του τού ξεκαθαρίζει πως δεν έχει «ούτε 100 δραχμές» να του δίνει κι έτσι ο νεαρός Θανάσης αναγκάζεται να ανάβει και να σβήνει τις σόμπες στα δημοτικά σχολεία της συμπρωτεύουσας για να βγάζει το χαρτζιλίκι του.
Με «άριστα» στο πτυχίο του, έρχεται το 1979 στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Μυτιλήνης. Παράλληλα, προσλαμβάνεται ως δάσκαλος στο Ορφανοτροφείο Αρρένων, με τη διαμεσολάβηση του τότε Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου Β΄ του Κλεομβρότου. Μέχρι τη 1:30 τα ξημερώματα είχε βραδινές βάρδιες και πρωί-πρωί έδινε εξετάσεις στη Σχολή του, στοχεύοντας το άριστα. Ακόμη και σήμερα είναι υπέρμαχος της προσπάθειας στη μελέτη και φροντίζει να παροτρύνει τους νέους προς αυτή.
Στην Πέργαμο, με τη Συντροφιά Εφήβων (αριστερά). Με τα δύο του εγγόνια (δεξιά)
Το έργο στον Άγιο Θεράποντα
Το διάστημα εκείνο ήρθε κοντά με τον τότε πρωτοσύγκελο, νυν Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο, που στάθηκε δίπλα στον ίδιο και τη σύζυγό του, Μυρσίνη. Με την τελευταία, που είχε καταγωγή από τα Κεραμειά, γνωρίστηκαν από έρωτα, όπως σπεύδει ο ίδιος να τονίσει. Ήταν γι’ αυτόν «δώρο Θεού», όπως λέει, αφού ντροπαλός τότε δεν τολμούσε να πλησιάσει τις κοπέλες και δεχόταν γι’ αυτό τα πειράγματα των συμφοιτητών του. Παντρεύτηκαν, όμως, το 1979 στον Ιερό Ναό του Αγίου Θεράποντα (παρ’ όλο που τότε θεωρούνταν ναός «για τους πλούσιους» και οι ίδιοι ήταν «φτωχαδάκια») και έφεραν στη συνέχεια στον κόσμο τέσσερα παιδιά: το Στρατή (σήμερα ιερέα στον Άνω Χάλικα), τη Μαριάνθη, τη Θεραπεία (από τον Άγιο Θεράποντα) και την Κατερίνα - Χρυσοβαλάντη.
Ο Θανάσης συνέχιζε να θέλει να γίνει ιερέας, δεν το εκδήλωνε όμως ο ίδιος. «Ο πνευματικός μου π. Πέτρος Δακτυλίδης, σήμερα εφησυχάζων Μητροπολίτης, με είχε συμβουλέψει να μη ζητήσω ο ίδιος από το Δεσπότη να με χειροτονήσει ιερέα, αλλά να τον αφήσω να το προτείνει ο ίδιος. Έτσι, μια μέρα με ρώτησε: “εσύ, Αθανάσιε, πότε θα γίνεις ιερέας;”. “Όποτε το θελήσετε εσείς”, απάντησα. Και μου είπε να ετοιμαστώ, για να χειροτονηθώ σε λίγες μέρες.»
Στις 10 Φεβρουαρίου τού 1980 χειροτονήθηκε, έτσι, διάκος στον Άγιο Θεράποντα και τοποθετήθηκε διάκονος στο ναό του Αγίου Συμεών, κοντά στο νυν Γενικό Αρχιερατικό Μυτιλήνης, π. Γρηγόριο Δουμούζη, «έναν εξαίρετο κληρικό», όπως λέει ο ίδιος. Στη συνέχεια χειροτονήθηκε ιερέας στη Χρυσομαλλούσα, όπου έμεινε για έξι χρόνια. Από το 1989, που έγινε και η τελική του μετάθεση, υπηρετεί αδιάκοπα στον Άγιο Θεράποντα.
Με τον εγγονό του Αθανάσιο (αριστερά). Μια μέρα πριν τη χειροτονία του (9/2/1980) (δεξιά)
Με το που βρέθηκε στο ναό, ανέλαβε την ανακαίνιση του ίδιου και την αναδιοργάνωση της Ενορίας. Με τη βοήθεια και του τότε υπουργού Αιγαίου, Νίκου Σηφουνάκη, επισκεύασε πολλά από τα προβλήματα του ναού. Παράλληλα, άρχισε να ενισχύει σταδιακά την ιδέα της κατήχησης. Το 1990 ίδρυσε την Κατηχητική Συντροφιά Παίδων, που σήμερα λειτουργεί με δύο τμήματα (Α΄, Β΄, Γ΄ δημοτικού και Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ δημοτικού), στη συνέχεια τη Συντροφιά Εφήβων και αργότερα τη Συντροφιά Νέων, για νέους και νέες που είχαν τελειώσει το λύκειο και ήταν μέχρι 30 ετών. Σήμερα, πέρα από αυτά, λειτουργεί τη Σύναξη Κατηχητικού Λόγου (ΣΥΝ.ΚΑ.ΛΟ.) και κάθε πρώτο Σάββατο του μήνα, τη Συμβουλευτική Συνάντηση Συζύγων (ΣΥ.ΣΥΝ.ΣΥ.), στην Οσία Θωμαΐδα.
«Η προσπάθεια αυτή βρίσκει πολλή ανταπόκριση και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα», λέει ο ίδιος για τις συναντήσεις που διοργανώνει. «Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, έχουν αλλάξει πολλά από τα θέματα που απασχολούν τον κόσμο, υπάρχουν όμως κι αυτά που μένουν σταθερά. Αυτό που βλέπω είναι πως οι νέοι άνθρωποι είναι πιο συνεσταλμένοι, προτιμούν την ανωνυμία και για το λόγο αυτό έχουμε το “κυτίο θεμάτων”. Με ρωτάνε: “παπά Θανάση, τι γνώμη έχεις γι’ αυτό;”. Κι εγώ φροντίζω να μην τους απαντάω μόνο όπως θα απαντούσε ένας κοινωνικός λειτουργός, αλλά να βασίζω την απάντησή μου πάντα σε ό,τι λέει η Αγία Γραφή και οι Άγιοι Πατέρες. Και είναι κάτι που το θέλουν και οι ίδιοι. Είναι πολύς και ο νέος κόσμος που έρχεται για εξομολόγηση. Και όλοι με περιβάλλουν με πολλή αγάπη ως πνευματικό τους πατέρα, είναι πολύ ευχάριστο να βλέπω πως παρ’ όλο που έχω γίνει 54 ετών και άσπρισα, οι νέοι δε με αποβάλλουν από την καρδιά τους.»
Τα τελευταία χρόνια, οι κατηχήσεις «ανεβαίνουν» και στην ιστοσελίδα του ναού, www.apostoli.org/, που έχει επίσης πολλούς επισκέπτες, ενώ μεταδίδονται εκτός άλλων και από τον Εκκλησιαστικό Ραδιοφωνικό Σταθμό της Χίου.
Στα χρόνια της νιότης, με τη σύζυγό του Μυρσίνη (αριστερά). Με το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο και το γιο του π. Στρατή (δεξιά)
Η «Οσία Θωμαΐδα»
Το 2000, ο π. Αθανάσιος αποφασίζει να αξιοποιήσει τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει σε ένα λογαριασμό που είχε ανοίξει με τη σύζυγό του και κάποια πνευματικά του παιδιά, από τα «τυχερά» που εισέπραττε μέχρι τότε από γάμους και άλλα μυστήρια. «Είχα στο νου μου να φτιάξω ένα μικρό ησυχαστήριο για όταν θα γερνούσα. Και ήθελα να είναι ένας μικρός χώρος, για μένα και τη γυναίκα μου, όταν δε θα είχαμε υποχρεώσεις, με ένα ναό δίπλα· πάντα το ήθελα αυτό, μου αρέσει», εξηγεί ο ίδιος. «Αρχίσαμε να ψάχνουμε για οικόπεδο και είδαμε πως τελικά τα χρήματα έφταναν μόνο για αυτό, δεν έφταναν για να χτίσουμε. Πήγα έτσι στο Μητροπολίτη, τον ρώτησα τι μου πρότεινε να κάνω: μήπως ήταν καλύτερο να τα χρησιμοποιήσω για να φτιάξω τα κελιά που σήμερα υπάρχουν στο προαύλιο του ναού.» Τελικά, ο ίδιος ο Ιάκωβος του παραχώρησε, με την προϋπόθεση ότι θα φτιάξει ένα Σύλλογο, το κτήμα επί της οδού Θεοφίλου Χατζημιχαήλ, όπου βρισκόταν το παλιό κοιμητήριο των απόρων του Νοσοκομείου και επί Κατοχής νεκροταφείο για ομαδικές ταφές, που είχε μέσα του και το εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου και βρισκόταν πλέον σε αχρησία.
Ιδρύθηκε έτσι η Ορθόδοξη Κοινότητα «Η Οσία Θωμαΐς», που πήρε το όνομά της από τη Μυτιληνιά αγία. «Έζησε το 10ο αιώνα και για 10 χρόνια ήταν άστεγη», εξηγεί ο ίδιος. «Ο βίος της με συγκινούσε, αφού είχε ένα βίαιο σύζυγο που τελικά τη σκότωσε και ήθελα να της αφιερώσω το σύλλογο και το εκκλησάκι που φτιάχτηκε μετά.»
Η Κοινότητα λειτουργεί πιο ανοιχτά, με πιο «οικογενειακή» ατμόσφαιρα. Τα μέλη της συναντιούνται για καφέ και κουβέντα, για απόδειπνο κάθε βράδυ, για θερινές συνάξεις προσευχής και λόγου και άλλες συζητήσεις, ενώ στον πρώτο όροφο είναι το σπίτι του ιερέα και της συζύγου του.
Στο Άγιο Όρος (αριστερά). Στον Πανάγιο Τάφο (δεξιά)
«Ζητώ να μου επισημαίνονται τα λάθη μου»
«Δύο απωθημένα έχω. Τη μουσική και τις γλώσσες, που δεν κατάφερα να μάθω ποτέ. Στο πρώτο, μάλλον για το λόγο αυτό, έχω προσπαθήσει να ωθήσω το γιο μου.»
Έχοντας συμπληρώσει σήμερα 54 χρόνια ζωής και 30 χρόνια υπηρεσίας, ο π. Αθανάσιος ετοιμάζεται σιγά-σιγά να συνταξιοδοτηθεί. Νιώθει γεμάτος με όσα έχει κάνει και συνεχίζει να προσφέρει. «Με ευχαριστεί και με γεμίζει αυτό που κάνω», λέει. «Δε λέω και δεν κάνω ποτέ κάτι που δεν το πιστεύω. Λάθη οπωσδήποτε έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια και ζητώ να συγχωρηθώ γι’ αυτό, ξέρω πως πολλές φορές επίσης οι κινήσεις μου έχουν παρερμηνευτεί. Ζητάω από τους πιστούς, όμως, να μου το επισημαίνουν, αντί να με σχολιάζουν. Ο άνθρωπος είναι σαν τα βότσαλα. Τα βότσαλα στη θάλασσα δε θα γίνουν λεία αν δεν τριφτούν το ένα με το άλλο. Δε έχω, πάντως, μετανιώσει για όσα έχω πει και κάνει, απλά έχω γίνει πλέον πιο προσεκτικός.»
Αν τον ρωτήσει κάποιος εάν θα αποφάσιζε να γίνει παπάς εφόσον του δινόταν πάλι η επιλογή, απαντά «ναι, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα γινόμουν παπάς σε κάποια επαρχιακή ενορία, για να αποφύγω τη δημοσιότητα, που δε μου αρέσει και την έχω αναγκαστικά εδώ στη Μυτιλήνη».
«Νιώθω πως ό,τι ήταν να δώσω το έδωσα, ό,τι ήταν να κάνω το έκανα», συνεχίζει ο π. Αθανάσιος. «Μου αρέσει η κατήχηση και συνεχίζω, νιώθω όμως ότι πλέον είμαι λίγος για τον Άγιο Θεράποντα. Όχι ότι έχω κουραστεί, αλλά έχουν αρχίσει πλέον να φαίνονται τα σημάδια του χρόνου. Εγώ συνεχίζω με όρεξη, από εκεί και πέρα όλα τα ρυθμίζει ο Θεός και ο κόσμος. “Να ευαρεστείς Θεώ και Ανθρώποις” λένε. Να ευχαριστείς το Θεό και τους ανθρώπους…»