Η συνάντηση με τον υπουργό Πολιτισμού, Αντώνη Σαμαρά, ήταν για τις 8:30 το πρωί της Πέμπτης 14 Μαΐου. Οδηγός και συνοδός μας ο βουλευτής Γιάννης Γιαννέλλης, που εδώ και καιρό είχε αναλάβει να κλείσει το ραντεβού αυτό.
Η συνάντηση με τον υπουργό Πολιτισμού, Αντώνη Σαμαρά, ήταν για τις 8:30 το πρωί της Πέμπτης 14 Μαΐου. Οδηγός και συνοδός μας ο βουλευτής Γιάννης Γιαννέλλης, που εδώ και καιρό είχε αναλάβει να κλείσει το ραντεβού αυτό. Οι μέρες όμως περνούσαν, η 19η Ιουνίου (ημέρα έναρξης του Συνεδρίου) πλησίαζε και ραντεβού δεν βλέπαμε. Τέσσερις μέρες όμως πριν, ειδοποιηθήκαμε και στην κανονισμένη ώρα ήμαστε στο κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας, όπου κρατήθηκαν και βασανίσθηκαν τα πιο γνωστά ονόματα της αντίστασης στον καιρό της δικτατορίας.
Δε χρειάστηκαν πολλά λόγια, στον καταφανώς ασθενούντα υπουργό, για να καταλάβει την πολλαπλή σημασία του συνεδρίου «Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Η περίπτωση του Βενιαμίν Λεσβίου». Μόλις είδε το πρόγραμμα, μας κοίταξε και μας είπε. «Ενδιαφέρουσα δουλειά. Σπουδαίοι σύνεδροι» και σχεδόν αμέσως αποφάσισε την οικονομική ενίσχυση της προσπάθειας.
Η ικανοποίηση που αισθανθήκαμε αλλά και η ασθένεια του υπουργού δε μας επέτρεψε να εκφράσουμε την απορία μας, αλλά και την έκπληξή μας. Πώς είναι δυνατόν έξι τουλάχιστον έγγραφα, σχετικά με τη διοργάνωση αυτού του Συνεδρίου, από τις αρχές του 2008, προς την υπηρεσία Πολιτιστικών Δράσεων, τη Διεύθυνση Διοργάνωσης Συνεδρίων, τους Ειδικούς Υπουργικούς Συμβούλους (όλων των ΥΠΠΟ), το Γ.Γ. του υπουργείου που από τον καιρό του Μιχάλη Λιάπη, παραμένει ο ίδιος, το ιδιαίτερο γραφείο του ίδιου του υπουργού, να μην έφτασαν ποτέ, έστω ως εισήγηση θετική ή αρνητική, σ’ αυτόν. Κι έπρεπε να μετακινηθούν δυο άνθρωποι του έχοντος την ευθύνη της οργάνωσης, πολιτιστικού σωματείου (πρόεδρος - αντιπρόεδρος), να απασχοληθεί ο βουλευτής Γιαννέλλης, για να επιτευχθεί το αυτονόητο. Να ενισχυθεί η πραγματοποίηση ενός συνεδρίου, που και επιστημονική υπόσταση και θωράκιση διαθέτει, και πολιτειακή αναγνώριση έχει, καλύπτει την σπουδαιότερη ιστορική στιγμή της επανασύστασης του ελληνικού Κράτους, διοργανώνεται στην επαρχία, για την οποία όλοι μιλάνε κι όλοι την γράφουνε και δικαιώνει, αν μπορεί να γίνει αυτό, μια παραγνωρισμένη προσωπικότητα της επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης της νεώτερης Ελλάδας.
Και επειδή ως Νεοελληνικός Διαφωτισμός νοείται το ιδεολογικό, φιλολογικό, γλωσσικό και φιλοσοφικό ρεύμα που επιχείρησε να μεταφέρει τις ιδέες και τις αξίες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού στον χώρο του υπόδουλου γένους, με σκοπό μέσω της πνευματικής αναγέννησης των Ελλήνων, να ωριμάσει η ιδέα της Επανάστασης, οι δε διαφωτιστές, ως οι εν πολλοίς Ευρωπαϊστές του 19ου αιώνα, φαίνεται ότι συναντούν ακόμα δυσκολίες, ίσως και μεγαλύτερες της εποχής τους, αφού δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί, από το κατεστημένο τού, κατ’ εξοχήν, πολιτιστικού-πνευματικού, λέμε τώρα, υπουργείου της χώρας. Όπως εξ άλλου δυσκολίες συναντά και κάθε ευρωπαϊκή ιδέα, νομοθεσία, οργάνωση, που μας βγάζει από την βολή μας και την ανατολίτικη ραθυμία μας.
Διότι ίσως οι άνθρωποι του υπουργείου σκέφτηκαν όπως η αγαπημένη μου θεία, που παρακολουθώντας το τρέξιμο αυτής της ιστορίας, με ρώτησε με την χαρακτηριστική της αφέλεια.
- Κι εμάς τι θα μας ωφελήσει αυτό;
Κι αφού η διοργάνωση ενός συνεδρίου, μακριά από το Κέντρο, δεν παράγει καμμιά ωφέλεια για τους ανθρώπους των καρεκλών και των σφραγίδων, ασ’ το να κουρεύεται και μη μας χαλάτε την θερινή μας ραστώνη. Αντίληψη βέβαια συντηρητική, αντιπαραγωγική και αντεθνική θα μπορούσα να πω, αφού φαλκιδεύει και ακυρώνει κάθε απόπειρα πολιτιστικής, μορφωτικής, ψυχαγωγικής, με την θετική σημασία του όρου, δραστηριότητας, στην εκτός κέντρου περιοχή.
Γι’ αυτό και οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους καρεκλοκένταυρους, όχι αναγκαστικά μόνο του ΥΠΠΟ, δεν θέλουν να αντιληφθούν την ευρωπαϊκή κατεύθυνση για ισόρροπη ανάπτυξη της επαρχίας, που δεν τους συμφέρει γιατί απλώς την έχουν για να την επισκέπτονται τας διαφόρους Κυριακάς και εορτάς. Γι’ αυτό και ο περιούσιος λαός των Ελλήνων, οδεύει προς τις Ευρωεκλογές έτσι, χωρίς πρόγραμμα, πιστεύοντας σε μεγάλο βαθμό πως εκεί στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο κρίνονται οι σκυλοκαβγάδες μας, για το ποιος είναι ο καταλληλότερος και για το ποιος χώνει βαθύτερα το χέρι του στον μονίμως ελλειμματικό εθνικό μας κορβανά.
Ως εκ τούτου ο διαφωτισμός, ίσως δεν αποτελεί μια σπουδαία ιστορική στιγμή της ύπαρξής μας, αλλά μια ανάγκη ιδεολογικοπολιτικής αναμόρφωσης - όχι αντίστοιχης μ’ εκείνης των Γκουλάκ - των νεοελλήνων που μ’ ό,τι θυμούνται χαίρονται.
Και γι’ αυτό, δεν αρκεί να ‘χουμε κάποιους υπουργούς, που να αντιλαμβάνονται την σημασία των περί και υπό το υπουργείο τους διεργασιών, αλλά ν’ αποκτήσουμε πολίτες, που θα εκτιμούν και θα τιμούν αυτές τις δραστηριότητες και τότε ίσως αποκτήσουμε και υπαλλήλους με πνευματικές και πολιτιστικές ευαισθησίες.
19.5.2009