Ήταν ένας ξυλοκόπος κάποτε και έκοβε ξύλα βαθιά μέσα στο δάσος. Αφού δούλεψε σκληρά μέχρι το βράδυ, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να γυρίσει στο σπίτι του.
Ήταν ένας ξυλοκόπος κάποτε και έκοβε ξύλα βαθιά μέσα στο δάσος. Αφού δούλεψε σκληρά μέχρι το βράδυ, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να γυρίσει στο σπίτι του. Ετοίμασε τα πράγματά του μα εκείνη την ώρα ξεσπάει άγρια καταιγίδα, δυνατός άνεμος και βροχή και αστραπόβροντα. Ο ξυλοκόπος φοβόταν να μείνει ανάμεσα στα δέντρα μήπως τον χτυπήσει κεραυνός. Ξεκίνησε λοιπόν να βρει καταφύγιο. Έψαξε πολύ ώρα μέσα στο σκοτάδι και για καλή του τύχη είδε από μακριά μια σπηλιά. Μπήκε μέσα στη σπηλιά που ήταν στεγνή και ζεστή και εκεί άναψε φωτιά. Ο ξυλοκόπος δεν άργησε να αποκοιμηθεί κοντά στα κούτσουρα που τριζοβολούσαν. Το επόμενο πρωί ξύπνησε και είδε πως τελικά το βράδυ είχε χιονίσει, το χιόνι έφτανε ως ψηλά και όλα τα μονοπάτια ήταν κλειστά. Δε θα έφτανε ποτέ στο σπίτι του. Την ώρα που ο ξυλοκόπος σκεφτόταν τι να κάνει, βλέπει στο βάθος της σπηλιάς μια μεγάλη καφετιά αρκούδα. Η αρκούδα τον κοίταζε επίμονα. Ο ξυλοκόπος σκέφτηκε πως είχε έρθει το τέλος του και πως η αρκούδα θα τον έκανε μια μπουκιά. Εκείνη όμως τον πλησίασε και του είπε: «Μη φοβάσαι ξυλοκόπε. Δεν είμαι από αυτές τις αρκούδες που τρώνε τους άτυχους ξωμάχους. Καταλαβαίνω την αγωνία σου. Μπορείς να μείνεις στη σπηλιά μου μέχρι να λειώσει το χιόνι και έχεις το λόγο μου πως δε θα σε πειράξω.» Η αρκούδα όχι μόνο δεν πείραξε τον ξυλοκόπο αλλά τον άφηνε να τρώει από το μέλι που είχε φυλαγμένο για το χειμώνα. Μετά από λίγες μέρες, το χιόνι έλειωσε και ο ξυλοκόπος ήταν έτοιμος να γυρίσει στο σπίτι του. «Πέρασες καλά εδώ μέσα στην σπηλιά;» τον ρώτησε η αρκούδα. «Ε, καλά ήτανε μέσα στη σπηλιά, μόνο που ήταν λίγο στενάχωρα και βρομούσε», απάντησε ο ξυλοκόπος. Η αρκούδα πικράθηκε πολύ, μα δεν είπε τίποτα. Λίγο όμως πριν φύγει ο ξυλοκόπος, τον σταμάτησε. «Δε θα φύγεις αν δε με χτυπήσεις εδώ στο πίσω μου πόδι με το τσεκούρι σου», τον διέταξε. «Μα σοβαρολογείς;», απάντησε ο ξυλοκόπος, «γιατί να σε χτυπήσω στο πόδι με το τσεκούρι; Θα σε τραυματίσω, θα τρέχουν αίματα!» Η αρκούδα επέμενε, «Είπα: θα με χτυπήσεις με το τσεκούρι σου εδώ, στο πίσω μου πόδι. Σου υπόσχομαι πως δε θα σου κάνω τίποτα, όσο και αν πονέσω. Αν δε με χτυπήσεις όπως σου λέω, θα σε φάω επιτόπου.» Τι να κάνει ο ξυλοκόπος; Πιάνει το τσεκούρι του και χτυπάει την αρκούδα που αμέσως μάτωσε. «Φύγε» του είπε η αρκούδα, «πήγαινε τώρα στο καλό». Ο ξυλοκόπος απόρησε με όλα αυτά μα δεν ήθελε να περιμένει άλλο: σηκώθηκε και έφυγε. Περάσανε πολλά χρόνια και μια μέρα, καθώς πάλι έκοβε ξύλα, είδε μπροστά του την αρκούδα. «Αρκούδα», της είπε «δε μου λες, γιατί τότε μου είχες πει να σε χτυπήσω με το τσεκούρι μου;» Και η αρκούδα του απάντησε, «Γιατί με τον πόνο από το τσεκούρι σου ήθελα να ξεχάσω τον πόνο από τα λόγια σου.»
Αυτά λοιπόν έγιναν κι ας το αρνηθεί κανείς. Την ιστορία αυτή μου την είπε ένας φίλος μου. Ο φίλος μου αυτός λέει πως παρακάτω, η αρκούδα τρώει τον αχάριστο ξυλοκόπο και έτσι γίνεται πιο ξεκάθαρο το ηθικό μήνυμα της υπόθεσης. Εγώ λέω πως η αρκούδα δεν έφαγε τον ξυλοκόπο, απλά συνέχισε το δρόμο της χαλαρά και ήσυχα, πήγε λίγο παρακάτω, έφαγε ένα σολομό από το ποτάμι και έπειτα ρούφηξε απολαυστικά μια ολόκληρη κυψέλη άγριο μέλι μαζί με τις μέλισσες. Έπειτα ρεύτηκε δυνατά και πήγε να παίξει λύρα και λαούτο με τις φίλες της. Έτσι άφησε τον ξυλοκόπο μόνο του να αναρωτιέται τι στο καλό τού είπε. Ξέρω πως ο δικός μου φίλος θα διαφωνήσει, μα ας σκεφτεί απλά πόσο δυσκολοχώνευτοι είναι οι άξεστοι, χοντροκομμένοι ξυλοκόποι των παραμυθιών. Αρκετά υπέφερε η αρκούδα από δαύτον, γιατί να περάσει επιπλέον μια ολόκληρη εβδομάδα με καούρες και αέρια;
Κάπως έτσι φαντάζομαι θα ζήσει ο ξυλοκόπος καλά και η αρκούδα σαφώς καλύτερα.
*Ο Τυρίκος Εργάς Γιώργος είναι φιλόλογος με D.E.A. στη Συγκριτική Λογοτεχνία, υποψήφιος διδάκτορας Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.