Ζούμε σε μια πόλη «φωτισμένη», «ευπρεπή», με δραστηριότητες οργανωμένης κοινωνίας, με διοικητικές δομές, οικονομικές δραστηριότητες, αστικές ανέσεις, αυτοπροβαλλόμενους, ειλικρινείς έστω αλλά αδαείς για την πραγματικότητα των ναρκωτικών εκλογικούς υποψηφίους, με νοσοκομείο, κοινωφελείς συλλόγους, κέντρο πρόληψης.
Ζούμε σε μια πόλη «φωτισμένη», «ευπρεπή», με δραστηριότητες οργανωμένης κοινωνίας, με διοικητικές δομές, οικονομικές δραστηριότητες, αστικές ανέσεις, αυτοπροβαλλόμενους, ειλικρινείς έστω αλλά αδαείς για την πραγματικότητα των ναρκωτικών εκλογικούς υποψηφίους, με νοσοκομείο, κοινωφελείς συλλόγους, κέντρο πρόληψης. Μια οπλισμένη εν γένει πόλη, ικανή θεωρητικά να αντιμετωπίσει κινδύνους όπως αυτόν των ναρκωτικών.
Όμως, πίσω από τη βιτρίνα, το μακιγιαρισμένο πρόσωπο αυτής της πόλης, υπόγειες διαδρομές διαβρώνουν καθημερινά την ελπίδα, υπονομεύουν την κοινωνική σταθερότητα, δυναμιτίζουν την ηθικοκοινωνική εξέλιξη των νέων.
Μιλώ για τα ναρκωτικά. Αναφέρομαι στις εκφάνσεις ενός δραματικού προβλήματος που παίζεται στους σκοτεινούς χώρους, σε μπαρ, παγκάκια πάρκων. Μιλώ για τις διάσπαρτες σύριγγες σε χώρους σχολείων, κοινόχρηστων χώρων, φονικούς κάλυκες από «σφαίρες» που με τη μορφή ουσιών τραυματίζουν ψυχές, αρρωσταίνουν σώματα, θολώνουν το νου και τη συνείδηση. Μιλώ για την παραβατικότητα τόσο της υποκουλτούρας και του πεζοδρομίου όσο και γι’ αυτήν του «λευκού κολάρου», τους ανέγγιχτους μεγαλεμπόρους θανάτου.
Και ακόμα περισσότερο μιλώ για τη θεραπεία των χρηστών, την παροχή υπηρεσιών σ’ όλους εκείνους που τρομαγμένοι περπατούν στο δρόμο των ναρκωτικών, που φοβισμένοι από το στερητικό σύνδρομο οδηγούνται τρέμοντας στην επαιτεία, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, την κοινωνικοοικογενειακή έκπτωση. Για εκείνους που δειλά ζητούν βοήθεια και μη βρίσκοντάς τη δικαιολογούνται, αυτομισούνται, βιαιοπραγούν ή βρίζουν και κατηγορούν όλους εμάς τούς καθώς πρέπει για τα μεγαλόστομα, κούφια λόγια μας και την ουσιαστική μας άρνηση να τους βοηθήσουμε.
Ο τοξικομανής χρειάζεται αγάπη, καθοδήγηση, προστασία, θεραπεία και αποκατάσταση επαγγελματική και επικοινωνιακή. Χρειάζεται απεξάρτηση.
Μια χρόνια απραξία, ένας ανεξήγητος στρουθοκαμηλισμός, μια έντονη απώθηση και άρνηση να δούμε το πρόβλημα έχει κάνει τη Μυτιλήνη μια φαρισαϊκή, κλαίουσα, ηλίθια πόλη, που δεν έχει το σθένος να εντάξει στα έργα προόδου, στα ποικίλα προγράμματα μεταρρυθμίσεων, εκσυγχρονισμού και εξέλιξης, το πρόγραμμα αντιμετώπισης των ναρκωτικών.
Ένα ΕΣΥ που κωφεύει σε γραπτές εκκλήσεις, αναφορές, απαιτήσεις ειδικών, ανθρώπων που βιώνουν και πονούν το πρόβλημα. Στ’ αλήθεια, ποιος ανέδειξε προεκλογικά το πρόβλημα; Ποιος νοιάζεται;
Ένας ΟΚΑΝΑ με επιτελικά σχέδια επί χάρτου, με μια ανεπαρκή σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος αντιμετώπιση.
Ένα Νοσοκομείο στερημένο από οποιαδήποτε στοιχειώδη δομή για την αντιμετώπιση των χρηστών.
Μια Αστυνομία, μια εκτελεστική, μια δικαστική εξουσία, που κινούνται με δυσκολία μέσα σε ένα, όπως πιστεύω, νομικό, κοινωνικό και ηθικό κλίμα που αχρηστεύει και τις πιο καλές τους προθέσεις.
Ούτε ένα εργαστήριο για διάγνωση χρήσης ουσιών αρωγό των διωκτικών υπηρεσιών, ούτε ένα κρεβάτι νοσηλείας. Κανένας συντονισμός από την τοπική αυτοδιοίκηση για να συστρατευθεί η κοινωνία μας στον πιο σημαντικό ίσως πόλεμό της με το κακό που πολλαπλασιάζεται.
Ζητούνται νοήμονες άνθρωποι να συσκεφθούν για το πρόβλημα. Ζητούνται στρατιώτες για τη μάχη με τα ναρκωτικά. Ελπίζω να καταταγούν. Το προσκλητήριο είναι καθολικό.