Ξέρεις τι θα πει να λιποταχτείς και ξαρμάτωτος σα γυρίσεις, αντί για εκτελεστικό απόσπασμα, να εύρεις ένα χαλί στρωμένο;
Όχι πορφύρας το χρώμα, μηδέ αυτοκρατορικού μεγαλείου με αδάμαντες στολισμένο. Κάτι πιο τρανό, πιο ακριβό και δυσεύρετο.
Ξέρεις τι θα πει να λιποταχτείς και ξαρμάτωτος σα γυρίσεις, αντί για εκτελεστικό απόσπασμα, να εύρεις ένα χαλί στρωμένο;
Όχι πορφύρας το χρώμα, μηδέ αυτοκρατορικού μεγαλείου με αδάμαντες στολισμένο. Κάτι πιο τρανό, πιο ακριβό και δυσεύρετο.
Ένα χαλί μοναδικό· γιομάτο αγάπη!
Σα που το στρώσανε στη γενέτειρά μου, την Άντισσα, στις οχτώ το βράδυ την άλλη μέρα του Χριστού το πανηγύρι, κι απόμεινα κει πάνω αιώνες θαρρείς, να προσκυνώ στων προγόνων μου τα χνάρια, και να μαζώνω την ευτυχία. Με τις χούφτες σαν το κρυσταλλένιο νερό της πηγής στα ριζά του βράχου.
Να τη μαζώνω και να νίβομαι! Να ξαναγεννιέμαι και με δέος να αντικρίζω τούτο το ανθρωπομάνι, που μαζώχτηκε για την ανάξια ταπεινότητά μου.
Να παρουσιάσουν, λέει, θέλανε το «Κρινάνθη και ζωής τα πρότυπα», το βιβλίο μου, με την κραυγή των καταπιεσμένων κι αδικημένων από τη φύση, τον άνθρωπο ή τα γονίδια, άτομα, που όλοι απαντούμε στο διάβα μας, τα προσπερνούμε κι ούτε που γυρίζουμε να τα δούμε. Δε θέλουμε να τα δούμε.
Φοβόμαστε μη μολυνθούμε. Γιατί έλαχε, η μοίρα αυτούς να χτυπήσει. Χωρίς ποτέ να σκεφτούμε πως θα μπορούσαμε να ήμασταν εμείς στη θέση τους. Εσύ κι εγώ. Ναι· το παιδί μου ή το αγαπημένο σου παιδάκι. Μα τότε, θα φωνάζαμε! Ισότητα και δικαιοσύνη.
Ανήμπορος να ανταποδώσω την τιμή που μου κάνανε, αρκιέμαι να ανοίγω τα χέρια μου, να αγκαλιάσω θέλω ούλους, και μια λαχτάρα με κατέχει στο μεθύσι μου τούτο το πρωτόγνωρο, να τραγουδήσω, να χορέψω και ν’ απομείνω έτσι για πάντα. Σαν τον ποιητή στη Σάντα Μπάρμπαρα, που σαν είδε δυο βλαστάρια μας να χορεύουνε συρτάκι, αναφώνησε: «Θάθελα να με κάνει ο Θεός Έλληνα, για πεντακόσια χρόνια».
Νοιώθω μικρό παιδί. Σαν τότε που ξυπόλυτοι παίζαμε το πανένιο τόπι, τη μακριά γαϊδούρα, κρυφτό ή κυνηγητό. Που σμίγαμε τα χνώτα μας και γελούσαμε. Το θυμάσαι; Γελούσαμε σπαρταριστά. Σήμερα; Το σκευόμαστε προτού να γελάσουμε.
Και τι ζεστασιά που εκπέμπαμε! Μια ζεστασιά, που κι αυτή πάγωσε. Προπαντός στους απογόνους μας.
Δε ξέρουν πια τι θα πει χτυποκάρδι, γιαβουκλού, μυστικό, χειροφίλημα ή κρυμμένο στο γυαλοντόλαπο, ντοματάκι γλυκό, που απαντέχαμε τη σκόλη τη μεγάλη, να μας τρατάρει η μάνα μας. Και που πάντα βρίσκαμε τον τρόπο να κλέψουμε μια κουταλιά. Γιατί τότες, μας λειβότανε κι ήτανε πεντανόστιμο. Δε μας περίσσευε, κι άνοστο, να γιομίζει των σκουπιδιών τις σακούλες.
Με δέος κοιτώ τα μάτια σας, και αγωνιώ.
Καθαρός νους και ψυχής μου αντρειοσύνη, πασκίζω να οδηγούν το χέρι μου.