Αυτοπροστασία

01/07/2012 - 05:56
Κόκκινη από θυμό, με έσυρε απότομα όξω. Σταμάτησε σαν γκεσταπίτης με τα ανοιγμένα πόδια καλά μπηγμένα στη γης, έστριψε με το ζερβί της χέρι το κεφάλι μου προς τον ουρανό, και με το δεξί της τεντωμένο, μου έδειξε το ολόγιομο φεγγάρι.
Κόκκινη από θυμό, με έσυρε απότομα όξω. Σταμάτησε σαν γκεσταπίτης με τα ανοιγμένα πόδια καλά μπηγμένα στη γης, έστριψε με το ζερβί της χέρι το κεφάλι μου προς τον ουρανό, και με το δεξί της τεντωμένο, μου έδειξε το ολόγιομο φεγγάρι.
- Τι βλέπεις; Με ρώτησε.
- Ένα ωραίο, κίτρινο, μεγάλο σα πιάτο φεγγάρι, μαμά, απάντησα.
- Ναι. Και μέσα στο φεγγάρι;
- Τον πρίγκιπά που…
- Δεν είναι πρίγκιπας Γιωργάκη, μα αυτές οι σκιές που βλέπεις είναι δυο αδερφάκια, που μαλώνανε και το ένα μαρτυρούσε το άλλο στη μαμά τους. Κι ο Θεός, για να τα τιμωρήσει, τα έστειλε στο φεγγάρι μαρμαρωμένα και θα είναι εκεί για πάντα.
Φοβήθηκα, και σκευόμουνα αυτά τα άτυχα αδερφάκια, όταν ήρθε ο καταπέλτης.
- Εκεί θα πας κι εσύ όταν ξαναπροδώσεις τον αδερφό σου!
Ήταν τότε που έφαγε όλες τις καραμέλες ο Μιχάλης και μετά θα έδερνε εμένα η μαμά που μου είχε εμπιστευτεί τον κρυψώνα κι εγώ από αγάπη του τον έδειξα. Γι’ αυτό και τον μαρτύρησα.
Αλλά όχι να μαρμαρώσω και στο φεγγάρι μέσα!
Και να, στη τρίτη τάξη πια του Δημοτικού, ο Τέλης, του γιατρού ο γιος που καθόταν δίπλα μου στο θρανίο, σήκωσε το χέρι και με μαρτύρησε στο δάσκαλο, γιατί έκανα φασαρία και τον τσιμπούσα στο πόδι για να παίξουμε ζωγραφίζοντας στην πλάκα με το κοντύλι τον ίδιο το δάσκαλο, που ήταν πολύ αστείος με τα πρησμένα μάτια του, γιατί στο μάθημα της φυσικής ιστορίας τον είχανε κεντρίσει δυο μέλισσες.
Τρόμαξα πάρα πολύ και φοβήθηκα πως θα με πετούσε με τις κλοτσιές ο κύριος Γιάννης, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη τον Τέλη έδειρε μπροστά στα παιδιά και τον έβγαλε τιμωρία να στέκει όρθιος ως το τέλος του μαθήματος, κι όχι εμένα! Με φάγανε οι ενοχές, και με παλικαριά σήκωσα το χέρι μου.
- Κύριε Δάσκαλε, εγώ έφταιγα· όχι ο Τέλης!
- Κάτσε κάτω, μου είπε απότομα, και μάθε πως η προδοσία είναι το μεγαλύτερο παράπτωμα.
Ζουλίχτηκα στο θρανίο και σχεδόν δάκρυσα βλέποντας το φίλο μου όρθιο στην έδρα δίπλα σα να ήταν εγκληματίας πολέμου.
Πώς λοιπόν να ξαναπροδώσω εγώ, που τα τραύματα είχανε σημαδέψει την παιδική μου ψυχή;
Όμως οι καιροί αλλάξανε. Φύγανε οι καταχτητές, οι δοσίλογοι, κι οι σπιούνοι που ρουφούσανε το αίμα των αθώων. Κι ολόγυρα δεν είναι πια τίμιοι συμπολίτες, μηδέ τα αδέρφια μας μόνο.
Παγκοσμοποιηθήκαμε!
Δεν φοβάμαι πια το φεγγάρι, το καταχτήσαμε· αμαυρίσαμε τη λαμπεράδα του!
Δε φοβάμαι πια μηδέ το δάσκαλο, τον ποδοπατήσαμε· αμαυρίσαμε, την αίγλη του!
Να! Δάσκαλος και φεγγάρι, φοβούνται τον άθρωπο.
Όλοι φοβόμαστε τον κακό τον άθρωπο! Στη διπλανή τη πόρτα!
Να προστατευτούμε χρήζει· πιότερο κι απ’ τα φαρμακερά ερπετά ελλοχεύει!
Κι εθελοντές, δε χρειάζονται μοναχά στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Πώς να εφαρμοστούν, ακόμη κι αν το θέλουνε, οι νόμοι;
Δεν κόβονται έτσι τα κεφάλια της λερναίας ύδρας.
Κι ο Ηρακλής, είναι μυθολογία.
Τη θέση του έδωκε, σε μας.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey